Η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για ανάπτυξη πάνω από 16% το β’ τρίμηνο του 2021, η επίσημη αναθεώρηση από την κυβέρνηση του στόχου για ανάπτυξη για το σύνολο του 2021 από 3,6% σε 5,9% αλλά και οι ακόμα πιο αισιόδοξες προβλέψεις των, συνήθως, συντηρητικών ξένων οίκων για ανάπτυξη πάνω από 8% το 2021 και αντίστοιχη το 2022 συνθέτουν την εικόνα εκτόξευσης του ελατηρίου της οικονομίας, που παρέμεινε συμπιεσμένο επί μία δεκαετία και ξεχαρβαλώθηκε στα χέρια των ατζαμήδων του ακραίου λαϊκισμού το 2015 – 2016.
Αν η πενταετία 2015 – 2019, της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη, χάρη στα μηδενικά επιτόκια και τη χαλαρότητα της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, χάθηκε για την Ελλάδα εξαιτίας της κυβερνητικής αλλαγής του 2015, η οποία καθήλωσε το ΑΕΠ ουσιαστικά στα επίπεδα του 2014, η μετά την πανδημία εποχή φέρνει έναν πρωτόγνωρο ενθουσιασμό για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Πέρα από τους γενικούς δείκτες, μια σειρά από επιμέρους στοιχεία πιστοποιούν την επιστροφή της Ελλάδας στο παγκόσμιο οικονομικό προσκήνιο. Τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου, που παρέμειναν απαξιωμένα επί ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ανατιμώνται. Εκεί που η αξία της ΔΕΗ είχε κατρακυλήσει στα 200 εκατ. ευρώ το 2019, σήμερα, μόνο ένα περιουσιακό της στοιχείο, το 49% του ΔΕΔΔΗΕ, ούτε καν η πλειοψηφία των μετοχών του, αποτιμάται σε αξία πάνω από 2 δισ. ευρώ. Το ίδιο και η Εγνατία, που πρόσφατα πωλήθηκε έναντι 1,5 δισ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, τα «κόκκινα» δάνεια, ο μεγάλος βραχνάς που φρενάρει το τραπεζικό μας σύστημα, μειώνονται θεαματικά, πάνω από 50 δισ. τα δυο τελευταία χρόνια. Το Δημόσιο δανείζεται με τα χαμηλότερα επιτόκια, συχνά αρνητικά, στην ελληνική ιστορία. Τα έσοδα του Δημοσίου αυξάνουν πάνω από τις προβλέψεις, χάρη στην ενισχυμένη εισπραξιμότητα των φόρων κατανάλωσης. Ενώ ο τουρισμός σπάει ρεκόρ, με την παράταση της σεζόν και το φθινόπωρο, την αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης ανά εισερχόμενο ξένο τουρίστα και, σίγουρα, την καλύτερη πορεία του σε σχέση με τους υπόλοιπους ανταγωνιστές μας στη Νότια Ευρώπη, χάρη και στο ασφαλές του άνοιγμα. Τέλος, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές εκτινάσσονται και η κτηματαγορά, έπειτα από μία δεκαετή χειμερία νάρκη, βελτιώνεται θεαματικά.
Υπάρχουν πολλές προκλήσεις. Το ύψος του δημοσίου χρέους, η άνοδος του πληθωρισμού, η επιβάρυνση του εξωτερικού ισοζυγίου, η επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα μετά τη λήξη της πανδημίας, η αναπόδραστη γήρανση του πληθυσμού, η ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης των επενδύσεων και, συνολικά, η σωστή διαχείριση των προσδοκιών που τα καλά νέα δημιουργούν, για να μην ξανακυλήσουμε στον δημοσιονομικό λαϊκισμό, που οδηγεί, όπως η Ιστορία διδάσκει, στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Όμως, για πρώτη φορά η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει ότι αφήνει τη δεκαετή κρίση, που χειροτέρεψε με την πανδημία, πίσω της.
Συνολικά, οι οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας από την ένταξη στην ΕΟΚ το 1981 μέχρι σήμερα είναι απογοητευτικές. Σήμερα βρισκόμαστε πολύ πίσω από την υπόλοιπη Νότια Ευρώπη και κάποιες χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, ενώ συγκρινόμαστε με την Πολωνία και, σύντομα, τη Ρουμανία, που είχαν το ένα τέταρτο και το ένα έκτο του κατά κεφαλήν εισοδήματός μας το 1990. Άρα, δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό ή αυτοθαυμασμό. Οφείλουμε να επιμείνουμε στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και να εκμεταλλευτούμε τη διεθνή έκρηξη ρευστότητας αλλά και τη μεγάλη ελκυστικότητα της Ελλάδας ως τόπου διαμονής και εργασίας. Ο τόπος μας είναι προικισμένος και σε ανθρώπινο κεφάλαιο και σε φυσικούς πόρους και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην ευημερεί.