Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό είναι πάντα μια δύσκολη συζήτηση και αυτό γιατί, για να είναι παραγωγική, οφείλει να βασίζεται σε στοιχεία και πραγματικά δεδομένα.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι το πολιτικό μας σύστημα δυσκολεύεται με τους αριθμούς και συχνά τους περιφρονεί. Έχει, μάλιστα, εφεύρει, εδώ και δεκαετίες, μια σειρά από στερεοτυπικές εκφράσεις προκείμενου να αποφύγει την ουσιαστική συζήτηση. Εκφράσεις του τύπου, «πάνω απ’ όλα ο άνθρωπος», «ευημερούν οι αριθμοί αλλά υποφέρουν οι άνθρωποι», «τι να την κάνεις την ανάπτυξη όταν δεν είναι δίκαιη».
Η σημερινή αντιπολίτευση δεν αποτελεί εξαίρεση. Υπερβάλει, μάλιστα, εαυτόν όταν ισχυρίζεται ότι οι φόροι αυξάνονται, ενώ μειώνονται, επειδή αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα.
Μα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτή είναι και η μεγάλη επιτυχία μας, να αυξάνουμε τα έσοδα του Δημοσίου μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές ή καταργώντας φόρους, όπως συνέβη με τον ΕΝΦΙΑ ή αντίστοιχα την εισφορά αλληλεγγύης.
Μας λένε και το άλλο: ότι η αναλογία έμμεσων και άμεσων φόρων είναι άδικη, ως σαν αυτό να μην είναι μια διαχρονική ιδιομορφία του ελληνικού φορολογικού συστήματος.
Κάθε φόρος έχει στοιχεία αδικίας και δημιουργεί παρενέργειες στην παραγωγή, κατανάλωση ή αποταμίευση του πλούτου.
Όμως, οι έμμεσοι φόροι αποθαρρύνουν την κατανάλωση αντί για την παραγωγή ή την αποταμίευση, που μια αναπτυξιακή και δίκαιη φορολογική πολιτική οφείλουν να ενθαρρύνουν.
Μόνιμη επωδός της αντιπολίτευσης είναι ότι η Ελλάδα είναι φτωχή και στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όμως, το ζήτημα δεν είναι το χαμηλό επίπεδο, στο οποίο βρέθηκε η χώρα εξαιτίας της μεγάλης οικονομική κρίσης, αλλά αν ξεκολλάει από τον πάτο.
Και, ενώ τα στοιχεία είναι ξεκάθαρα και η τάση απολύτως θετική, τελευταίο εφεύρημα της αντιπολίτευσης είναι η επικέντρωση στον πιο προσφιλή στόχο κάθε λαϊκιστή, που είναι οι τράπεζες.
Από αρχαιοτάτων χρόνων, ο δανειστής ήταν πάντα μισητός.
Οι ελληνικές τράπεζες, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού κακοπληρωτών που προκάλεσε η κρίση, έχουν υπάρξει ιδιαίτερα αυστηρές και, ίσως, αμείλικτες απέναντι στους καλοπληρωτές.
Η κυβέρνηση θα ανακοινώσει κάποιες πρόσθετες παρεμβάσεις.
Προσωπικά, πιστεύω ότι πέρα από το ζήτημα των προμηθειών υπάρχουν και κάποια συγκεκριμένα ζητήματα, όπως για παράδειγμα τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, που έχουν προκαλέσει προβλήματα και πρέπει να τα δούμε με προσοχή χωρίς καθ’ οιονδήποτε τρόπο να διαταραχθεί η μόλις προσφάτως και τόσο επώδυνα κατακτηθείσα ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος.
Ας δούμε, λοιπόν, την πορεία των δημόσιων οικονομικών και την τάση της ελληνικής οικονομίας, όπως αποτυπώνεται στον υπό ψήφιση προϋπολογισμό.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ουδέποτε στο πρόσφατο παρελθόν τα δημόσια οικονομικά δεν ήταν υγιέστερα.
Έχουμε το μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά την Ιρλανδία, που είναι ειδική περίπτωση, και έναν ισοσκελισμένο ισολογισμό για τα επόμενα πολλά χρόνια.
Η αντίστιξη με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι έντονη και γι’ αυτό οι αγορές αποτιμούν το αξιόχρεο του ελληνικού Δημοσίου υψηλότερα από ό,τι του γαλλικού, το οποίο, σήμερα, δανείζεται με υψηλότερα επιτόκια από ό,τι η Ελλάδα και αντιμετωπίζει δημοσιονομικό έλλειμμα πάνω από 6% του ΑΕΠ.
Η επιτυχία αυτή δεν είναι το αποτέλεσμα μιας φορομπηχτικής πολιτικής, όπως στο παρελθόν, αλλά του ενάρετου κύκλου, στον οποίο έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία, με τον οποίο η ανάπτυξη τροφοδοτεί με αυξημένα έσοδα, που δίνει τη δυνατότητα να μειώνουμε φόρους, όπως το έχουμε κάνει από το 2019 και μετά και το κάνουμε εκ νέου 12 φορές με τον προϋπολογισμό του 2025.
Μειώνουμε τους φόρους, πατάσσουμε τη φοροδιαφυγή, αυξάνουμε τα έσοδα, αυξάνουμε, λελογισμένα, συγκεκριμένες δαπάνες με κοινωνικό πρόσημο και την αμυντική θωράκισή μας και ισοσκελίζουμε τον προϋπολογισμό του κράτους.
Σημειωτέον ότι, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι φόροι αυξάνονται και στην Γαλλία μόλις έπεσε η κυβέρνηση Barnier, από μια εθνοσυνέλευση που της αρνήθηκε την επιβολή 60 δισεκατομμυρίων νέων φόρων.
Ενώ, στην Βρετανία η ομογάλακτη του ΠΑΣΟΚ κυβέρνηση των Εργατικών έχει αποδυθεί σε μια μεγάλη φοροεπιδρομή.
Μα, μας λένε, δεν αλλάζει το παραγωγικό μοντέλο της Ελλάδας, ως όφειλε.
Όμως τα στοιχεία διαψεύδουν μια τέτοια αντίληψη.
Η βιομηχανική παραγωγή της Ελλάδας, η ενίσχυση της οποίας είναι και το μεγάλο ζητούμενο εδώ και δεκαετίες, έχει αυξηθεί κατά 25% σε σχέση με το 2019.
Την ώρα που στη Γερμανία η βιομηχανική παραγωγή φθίνει και η χώρα αναζητά ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, η Ελλάδα κάνει άλματα στην πράσινη και ψηφιακή μετάβασή της.
Πάνω από το 40% της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος προέρχεται από τον αέρα και τον ήλιο, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενώ, πέρσι εκτελέστηκαν πάνω από 1 δισεκατομμύριο ηλεκτρονικές συναλλαγές βελτιώνοντας την παραγωγικότητα και διευκολύνοντας τη σχέση κράτους-πολιτών.
Όλα αυτά δεν έγιναν από μόνα τους, αλλά με όραμα, σχέδιο και πολλή δουλειά από μια κυβέρνηση, που πιστεύει και εκπροσωπεί την Ελλάδα της παραγωγής και της καινοτομίας.
Η πάταξη της φοροδιαφυγής, η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, η διεκδίκηση και η είσπραξη πρόσθετων ευρωπαϊκών κονδυλίων, ο εκσυγχρονισμός της παιδείας, η ενίσχυση του Ε.Σ.Υ., είναι μερικά από τα μεγάλα στοιχήματα που βάλαμε και κερδίζουμε.
Το πιο σημαντικό, ωστόσο, παραμένει η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η ανάπτυξη της οικονομίας.
Η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερους και παραγωγικότερους εργαζόμενους, χρειάζεται, δηλαδή, να μειώσει κι άλλο την ανεργία, να αυξήσει την απασχολησιμότητα πληθυσμιακών ομάδων, όπως οι νέοι και οι γυναίκες, που, σήμερα, υποεκπροσωπούνται στην αγορά εργασίας, να αντιστρέψει το brain drain και να επαναπατρίσει τα μυαλά, που έφυγαν τα χρόνια της κρίσης και, ταυτόχρονα, να επιμείνει σε μια ρεαλιστική μεταναστευτική πολιτική, που αναγνωρίζει την αξία της νόμιμης λελογισμένης μετανάστευσης, με όρους και κανόνες, για την κάλυψη των διογκούμενων κενών σε συγκεκριμένους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, αλλά και με την προσέλκυση ταλέντων από το εξωτερικό.
Ταυτόχρονα, χρειαζόμαστε την αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία γίνεται με έναν και μόνο τρόπο, και αυτός δεν είναι άλλος από τις επενδύσεις.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η μεγαλύτερη επιτυχία της οικονομικής μας πολιτικής είναι το κλείσιμο της ψαλίδας του ποσοστού επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ της Ελλάδας με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Παραλάβαμε μια καταστροφή. Οι επενδύσεις το 2019 ήταν μόλις 10% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 22%.
Ως αποτέλεσμα, τη δεκαετία του 2010 δημιουργήθηκε ένα τεράστιο επενδυτικό κενό και μια σοβαρότατη αποεπένδυση, καθώς το ύψος των επενδύσεων δεν επαρκούσε για την κάλυψη των αποσβέσεων του ήδη επενδεδυμένου κεφαλαίου
Το αποτέλεσμα ήταν η παραγωγικότητα του Έλληνα να φθίνει παρά τη συμπίεση των πραγματικών μισθών.
Το 2025 οι επενδύσεις στη χώρα μας θα αγγίξουν το 18% του ΑΕΠ, ποσοστό που παραμένει το μικρότερο στην Ευρώπη, αλλά που έχει συγκλίνει κατά πολύ με τον μέσο όρο.
Αυτή η ποσοστιαία αύξηση των επενδύσεων κατά 80% ως ποσοστό του ΑΕΠ την εξαετία 2019 – 2025 δείχνει την τεράστια πρόοδο, που έχει σημειώσει η ελληνική οικονομία, αλλά και την περαιτέρω απόσταση που οφείλουμε να καλύψουμε.
Οι αγορές, οι επενδυτές και οι ξένοι αναλυτές ήδη μας επιβραβεύουν.
Η χώρα κατέκτησε την επενδυτική βαθμίδα και ο Economist μας κατέταξε για δεύτερη συνεχόμενη φορά στις χώρες-μέλη του Ο.Ο.Σ.Α. με την καλύτερη οικονομική επίδοση.
Στόχος πρέπει να είναι το ελληνικό βιοτικό επίπεδο να φτάσει το 80% του μέσου ευρωπαϊκού στο τέλος της τρέχουσας τετραετίας, το 2027.
Έχουμε μπροστά μας 2,5 χρόνια, με εξασφαλισμένη την κυβερνητική σταθερότητα, να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο τους πρόσθετους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και τη διαρκή αναζήτηση των ξένων κεφαλαίων για προσοδοφόρες επενδύσεις.
Η Ελλάδα, ήδη, θεωρείται success story.
Όμως, η πρόκληση του δημογραφικού, της γεωστρατηγικής αναταραχής, αλλά και του πολιτικού ανορθολογισμού, που τον είδαμε σε πλήρη έξαρση σε πολλές από τις ομιλίες των συναδέλφων της αντιπολίτευσης, δεν μας επιτρέπει κανέναν εφησυχασμό.
Προχωράμε μπροστά με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, την Κυβέρνηση και την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας και ολόκληρο τον ελληνικό λαό, αδιαφορώντας για τις σειρήνες του λαϊκισμού, της πατριδοκαπηλίας, της αδράνειας, της υστέρησης και της καθυστέρησης.
Για αυτό και εγώ, με απόλυτη συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης και στο όνομα του εθνικού και λαϊκού συμφέροντος, υπερψηφίζω τον παρόντα προϋπολογισμό, που θωρακίζει την Ελλάδα από ξένες απειλές και εξασφαλίζει στην ελληνική κοινωνία ασφάλεια, πρόοδο και αλληλεγγύη
Σας ευχαριστώ.