
Μια αλλιώτικη συνέντευξη με τον Δημήτρη Καιρίδη, βουλευτή της ΝΔ στη βόρεια Αθήνα, πρώην υπουργό και καθηγητή διεθνών σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής σου;
Τον Φεβρουάριο του 2007. Θυμάμαι ότι ήταν Σάββατο πρωί κι εγώ ήμουν στη Βοστώνη. Είχα επιστρέψει στην Αμερική το 2005, για δυο χρόνια, ως καθηγητής στην Έδρα Καραμανλή στο Πανεπιστήμιο Ταφτς. Ετοιμαζόμουν τώρα να γυρίσω στην Ελλάδα και να επανέλθω στα καθήκοντά μου στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη. Την προηγουμένη, συνάδελφοι και φίλοι διοργάνωσαν ένα αποχαιρετιστήριο πάρτυ. Ξενυχτισμένος αλλά κεφάτος, σηκώθηκα να φτιάξω τις βαλίτσες μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο μεσαίος αδελφός μου (είμαστε τρία αδέλφια, εγώ ο μικρότερος). Με ξέπνοη φωνή μου ανακοίνωσε ότι το νεογέννητό του κοριτσάκι είχε διαγνωσθεί με μια βαριά αναπηρία. Και πως ήμουν ο πρώτος που το μάθαινε. Προσπάθησα να φανώ ψύχραιμος αλλά, για κάποια δευτερόλεπτα, τα έχασα. Θυμάμαι ότι με το που κλείσαμε το τηλέφωνο έτρεξα να βρω στο google λεπτομέρειες για τη συγκεκριμένη πάθηση. Και την ίδια ώρα, πρόβαλα μέσα μου ανήσυχες εικόνες από το μέλλον. Πως είναι να μεγαλώνει ένα τέτοιο παιδί, τι δυσκολίες θα αντιμετωπίσει το ίδιο και η οικογένειά μας. Αυτό που δεν πέρασε τότε από το μυαλό μου ήταν η αγάπη που αυτό το παιδί, η ανιψιά μου, μας χάρισε και συνεχίζει να μας χαρίζει απλόχερα όλα αυτά τα χρόνια.
Με την σύζυγό σου την Μαριλίζα είστε 15 χρόνια μαζί. Πως γνωριστήκατε και πως παντρευτήκατε;
Με τη Μαριλίζα είμαστε μαζί από το 2010. Γνωριστήκαμε το 2009 στο Υπουργείο Εξωτερικών, στο γραφείο του τότε υφυπουργού και κοινού μας φίλου, Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη. Παντρευτήκαμε το 2011 και αποκτήσαμε την κόρη μας το 2012 και τον γιό μας το 2014. Εγώ, ως μεγαλύτερος, ήμουν πιο συνειδητοποιημένος. Απλά δεν ήθελα μεγάλη τελετή. Εντέλει, κατόπιν «διαπραγμάτευσης» καταλήξαμε να κάνουμε έναν γάμο μόνο με φίλους και στενούς συγγενείς, μακριά από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Διαλέξαμε έναν τόπο μαγικό, που εγώ ήξερα καλά από τη Θερινή Ακαδημία που διοργανώνω κάθε χρόνο: την αρχαία Ολυμπία. Το γαμήλιο γλέντι έγινε λίγο πιο πέρα, στο Κτήμα Μερκούρη, που οι ιδιοκτήτες του, τα αδέλφια Κανελλακόπουλοι μας παραχώρησαν. Δυστυχώς, ο ένας αδελφός, ο Χρήστος, έφυγε πρόσφατα από τη ζωή. Η αλήθεια είναι ότι παραλίγο να «αναχωρήσουμε» πολύ νωρίτερα, όταν οι τρεις μας ξεμείναμε στο κτήμα, νωρίς το πρωί της επομένης του γάμου, μετά το γλέντι, και ο Χρήστος, παρά την έλλειψη της απαραίτητης διαύγειας, για να το πω κομψά, φιλοτιμήθηκε να μας επιστρέψει στην Ολυμπία, μέσα από τους στενούς επαρχιακούς και άκρως επικίνδυνους δρόμους της Ηλείας.
Πιτσιρικάς τι ήθελες να γίνεις;
Ξεναγός. Μου αρέσει να διηγούμαι ιστορίες και να αποκαλύπτω τις αλήθειες του παρελθόντος σε ανυποψίαστους τρίτους. Ιδιαίτερα μου κεντρίζει το ενδιαφέρον να προσπαθώ και να καταφέρνω να γεφυρώνω την ελληνική εμπειρία για τους ξένους και το ξένο για τους Έλληνες.
Η αλήθεια είναι ότι παραλίγο να βρεθώ στο αυτόφωρο από την τάση μου αυτή. Πριν χρόνια, πάλι στην Ολυμπία, αποφάσισα να «ξεναγήσω» μια ομάδα φοιτητών μου στον αρχαιολογικό χώρο. Με είδε μια καπάτσα ξεναγός και ειδοποίησε την αστυνομία. Οι περισσότεροι δεν το ξέρουν αλλά υπάρχει νόμος που θεωρεί αυτόφωρο αδίκημα την ξενάγηση άνευ άδειας, δηλαδή να μιλάς γι’ αυτά που βλέπεις μέσα σε αρχαιολογικό χώρο σε πάνω από τρία άτομα. Και από ότι γνωρίζω ο νόμος αυτός δεν άλλαξε παρά τα τρία μνημόνια της κρίσης. Αυτά για τα κλειστά επαγγέλματα! Μόνη μου παρηγοριά είναι ότι και ο φίλος μου και μέγας Ελληνιστής, Greg Nagy, καθηγητής στο Χάρβαρντ είχε μια παρόμοια εμπειρία στην Ακρόπολη με φοιτητές του… Κατόπιν τούτου, και επειδή δεν μπόρεσα να γίνω ξεναγός, έχω ενσωματώσει κάποια από τα στοιχεία του συγκεκριμένου επαγγέλματος στον πολιτικό μου λόγο, ο οποίος προσπαθεί να επεξηγεί τα διεθνή τεκταινόμενα στο ελληνικό κοινό αλλά και να εντάσσει διαρκώς την ελληνική εμπειρία σε ευρύτερα ερμηνευτικά σχήματα.
Τι σε δυσκόλεψε το περισσότερο στην πολιτική;
Η κακογλωσσιά που στις μέρες μας έχει πάρει, ελέω διαδικτύου, απύθμενες διαστάσεις. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι στα ελληνικά χρησιμοποιούμε το ρήμα «κατεβαίνω» στην πολιτική. Όταν, λοιπόν, αποφάσισα να κατέβω στην πολιτική το 2019, δέχτηκα μια απίστευτη στη σφοδρότητα και την οργάνωσή της επίθεση λάσπης. Ήμουν εντελώς απροετοίμαστος κι αν δεν είχα τη γυναίκα μου ίσως να μην είχα ανταπεξέλθει. Αν και η αλήθεια είναι ότι εμείς οι Πόντιοι είμαστε πολύ καλοί στους «πολεμικούς χορούς». Άλλωστε, πιστεύω ότι κληρονόμησα από τον πατέρα μου ένα μέταλλο, χωρίς το οποίο δεν μπορείς να κάνεις πολιτική. Γιατί καλό το μυαλό, απαραίτητη η καρδιά και η ενσυναίσθηση αλλά χωρίς στομάχι δεν πας μακριά.
Και, τέλος, ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη σου στιγμή στην πολιτική;
Δεν ξεχνώ την επομένη της πρώτης μου εκλογής το 2019, όταν μου τηλεφώνησε ο θείος μου, ο μικρότερος αδελφός του πατέρα μου. Ο θείος Θέμης ζει από τη δεκαετία του 1960 στο Αμβούργο, παντρεμένος με Γερμανίδα και ζώντας μια καλά τακτοποιημένη ζωή εκεί. Με πήρε, ωστόσο, τηλέφωνο συγκινημένος και, μάλλον, βουρκωμένος μου δήλωσε πόσο περήφανος θα ήταν ο πατέρας μου, αν ζούσε, για την εκλογή μου, και πως δεν μπορεί να πιστέψει πως ο γιος ενός πρόσφυγα, που ήρθε μικρό παιδί στην Ελλάδα από τη Ρωσία, γινόταν τώρα υπερήφανος εκπρόσωπος του ελληνικού λαού! Στο τηλεφώνημα αυτό συμπυκνώθηκε ίσως όλη η αξία της αποστολής μου: το δέος της ιερής σχέσης του αντιπροσώπου με τον λαϊκό εντολέα του, η εμπιστοσύνη και η αγάπη που μου έδειξε ο λαός της βόρειας Αθήνας, για την οποία είμαι πάντα ευγνώμων, αλλά και η υποχρέωση να ανοίξουμε την πολιτική σε όλους και να την κρατήσουμε προσβάσιμη και προσιτή, μακριά από κομματικές αγκυλώσεις, οικονομικές εξαρτήσεις, καταγωγές και φέουδα. Γιατί η πολιτική είναι με την κοινωνία και για την κοινωνία.