
Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται δέκα χρόνια από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, που αποτέλεσε και την κορύφωση της ελληνικής κρίσης, μια και διακινδύνευσε όχι μόνο την οικονομική ευημερία αλλά και την ίδια τη θεσμική υπόσταση της δημοκρατίας μας.

Έκτοτε, η χώρα έχει προχωρήσει πολύ μπροστά: η οικονομία αναπτύσσεται και η πολιτική σταθερότητα ενισχύθηκε. Είναι φυσικό πολλοί να αισθάνονται ανακούφιση με την πρόοδο. Όμως, η επέτειος ίσως αξίζει μια συνολικότερη αποτίμηση της πορείας και των προοπτικών μας. Η γνώση του πού βρισκόμαστε και η σωστή κατανόηση των προκλήσεων που έχουμε μπροστά μας αποτελεί την πιο βασική προϋπόθεση για ένα ασφαλέστερο μέλλον, μέσα σε έναν κόσμο πολλαπλασιαζόμενων κινδύνων.

Η κρίση άφησε δύο πολύτιμες παρακαταθήκες: την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών, με τη δραστική περικοπή των πληρωμών και την ουσιαστική ελάφρυνση των μελλοντικών υποχρεώσεων του ασφαλιστικού συστήματος αλλά και τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Ως αποτέλεσμα, το ελληνικό δημόσιο μπορεί σήμερα και δανείζεται φθηνότερα από το ιταλικό (και βέβαια το αμερικανικό ή το βρετανικό) και μόλις 0,7% πιο ακριβά από το γερμανικό.
Και, επίσης, την ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας με την αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Στην αρνητική, ωστόσο, πλευρά στοιχίζονται δύο αρνητικές, δομικές και για αυτό δύσκολα αναστρέψιμες εξελίξεις, που περιορίζουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Η πρώτη αφορά την επιταχυνόμενη δημογραφική συρρίκνωση και τη συνεπακόλουθη γήρανση του πληθυσμού. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες της κυβέρνησης, το 2024 καταγράφηκε ο χαμηλότερος αριθμός γεννήσεων στην ιστορία, μόλις 62 χιλιάδες, όταν το 2010 ήταν 100 και το 1980 150 χιλιάδες. Ταυτόχρονα, οι θάνατοι ήταν διπλάσιοι και ο μ.ο. ηλικίας των Ελλήνων σήμερα πλησιάζει τα 50 έτη.
Η αναστροφή της εξέλιξης αυτής είναι εξαιρετικά δυσχερής αν αναλογιστεί κανείς ότι ακόμα και μια απότομη αύξηση της γονιμότητας από το 1,27 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία, που είναι σήμερα, σε 1,55, όπως είναι ο μ.ο. της Ευρώπης, δεν θα αυξήσει σημαντικά τις γεννήσεις γιατί δεν υπάρχουν πια αρκετές γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία. Σήμερα, είναι ζήτημα αν ο αριθμός τους είναι ο μισός του αντίστοιχου αριθμού το 1980.

Αν ο πληθυσμός και οι δυνητικά εργαζόμενοι είναι ο ένας παράγοντας για την παραγωγή πλούτου και, άρα, εθνικής ισχύος, ο άλλος έχει να κάνει με την παραγωγικότητα των εργαζόμενων, που εξαρτάται από τις επενδύσεις, που αποτελούν ευθεία συνάρτηση του ύψους της εθνικής αποταμίευσης. Κι εδώ τα πράγματα είναι δυσάρεστα: η ελληνική εθνική αποταμίευση παραμένει αρνητική.
Το ποσοστό της κατανάλωσης είναι δυσανάλογα υψηλό και δεν αφήνει αρκετά περιθώρια για αποταμίευση. Η χώρα συνεχίζει να υπολείπεται σε επενδυτικούς ρυθμούς, παρά την πολύ μεγάλη βελτίωση μετά το 2021. Όμως, και αυτές οι λιγότερες επενδύσεις που έχει η Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ σε σχέση με την Ευρώπη, γίνονται, σε έναν βαθμό, με την εισροή ξένης αποταμίευσης και ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Για αυτό και το μεγάλο έλλειμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Όσο η χώρα δεν αποταμιεύει, η αναπτυξιακή απογείωση θα εξαρτάται από την εισροή διεθνούς αποταμίευσης ή θα αναβάλλεται, ώσπου να ματαιωθεί από τη δημογραφική συρρίκνωση και γήρανση.

Με λίγα λόγια, το ελληνικό πρόβλημα, στο βαθμό που δεν είμαστε και δεν πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι με ρυθμούς μεγένθυσης 1% μετά το 2030, παραμένει.
Για αυτό και δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για μεταρρυθμιστική κόπωση ή αδράνεια, ούτε για πολιτική αστάθεια και αντισυστημικούς λαϊκισμούς. Η χώρα χρειάζεται χρήσιμες πολιτικές, ακόμα και όταν αυτές δεν είναι σε κάποιους αρεστές. Στις δημοσιονομικές εξαγγελίες της κυβέρνησης στην προσεχή ΔΕΘ, η έμφαση οφείλει να δοθεί στις επενδύσεις και στην ελάφρυνση των βαρών της μισθωτής εργασίας (με την παράλληλη μείωση των επιδομάτων ώστε να καταστεί η εργασία περισσότερο και η αεργία λιγότερο ελκυστική) και στην ενίσχυση των νέων ζευγαριών και της τεκνοποιίας. Η επιλογή αυτή δεν θα είναι εύκολη γιατί η πλειοψηφία των ψηφοφόρων δεν ανήκει στις κατηγορίες αυτές.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει φέρει τη χώρα σε τροχιά σύγκλισης με την Ευρώπη, μετά τη μεγάλη απόκλιση που προκάλεσε η οικονομική κρίση. Η Ελλάδα προσελκύει τον διεθνή θαυμασμό για την πρόοδο της. Όμως, ο δρόμος παραμένει ανηφορικός, σε έναν κόσμο ολοένα και πιο ανταγωνιστικό και επικίνδυνο. Η αύξηση των γεννήσεων και των επενδύσεων, σε συνδυασμό με τον συνεχή αγώνα για την προσέλκυση κεφαλαίων, του διασπορικού ελληνισμού αλλά και των κατάλληλων ανθρώπων από το εξωτερικό είναι ο μόνος δρόμος για την αποφυγή της εθνικής μας απίσχνασης.