Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Άκουσα με προσοχή την ομιλία του Γενικού Εισηγητή του ΠΑΣΟΚ υπέρ της πρότασης που κατέθεσε η κοινοβουλευτική του ομάδα για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής.
Επιτρέψτε μου, προκαταρκτικά, να επισημάνω ότι η δυνατότητα σύστασης τέτοιων Επιτροπών δόθηκε, για πρώτη φορά, στην αντιπολίτευση από την κυβέρνησή μας, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019. Μέχρι τότε, η ακολουθούμενη ερμηνεία του Συντάγματος έδινε αυτό το δικαίωμα μόνο στην πλειοψηφία, με αποτέλεσμα οι Εξεταστικές να αφορούν τα πεπραγμένα προηγούμενων κοινοβουλευτικών περιόδων και ποτέ τρεχουσών. Διότι προφανώς καμία πλειοψηφία δεν ήταν διατεθειμένη να προβεί σε έλεγχο του εαυτού της. Τώρα, αυτό γίνεται και, μάλιστα, για δεύτερη φορά.
Ακριβώς επειδή η σημερινή διαδικασία αποτελεί δική μας καινοτομία, υπέρ του αποτελεσματικότερου κοινοβουλευτικού ελέγχου, η κοινοβουλευτική μας πλειοψηφία όχι μόνο δεν θα αντιταχθεί στη σύσταση αλλά και θα εγγυηθεί τον μη ευτελισμό της διαδικασίας και δεν θα προτείνει και δεύτερη Εξεταστική. Άρα, εμείς θα ψηφίσουμε παρόν, διευκολύνοντας τη σύσταση της Επιτροπής που προτείνει το ΠΑΣΟΚ, χωρίς να αποδεχόμαστε, φυσικά, το σκεπτικό της πρότασης του ΠΑΣΟΚ.
Σημειώνουμε, ωστόσο, εξαρχής ότι θεωρούμε χρήσιμο να επεκταθεί η διάρκεια του χρόνου διερεύνησης στο παρελθόν, όχι για να αναζητηθούν συμψηφισμοί ή να παραγκωνισθεί το μείζον, που είναι η παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, αλλά προκειμένου να εξάγουμε πληρέστερα συμπεράσματα και να σχηματίσουμε καλύτερη εικόνα για τις όποιες διαχρονικές αδυναμίες της ΕΥΠ, όπως, άλλωστε, ζητούν και άλλοι, όπως το ΚΚΕ.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
το ζήτημα που συζητάμε σήμερα εδώ είναι μείζον καθώς άπτεται της λειτουργίας του κράτους δικαίου. Πρόκειται για ένα βαρύ ατόπημα που έχει δικαιολογημένα ερεθίσει τις δημοκρατικές ευαισθησίες του ελληνικού λαού. Ο κ. Ανδρουλάκης υπήρξε θύμα μιας βάναυσης παραβίασης της ιδιωτικότητάς του και έχει κάθε δικαίωμα να αισθάνεται οργισμένος. Ωστόσο, το ζήτημα, προφανώς, δεν είναι προσωπικό αλλά πολιτικό και θεσμικό.
Ποιος είναι και ποιος πρέπει να είναι ο στόχος μας στη σύσταση αυτής της Επιτροπής; Τι θέλουμε και τι πρέπει να πετύχουμε;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
στο δικό μου το μυαλό δεν υπάρχει αμφιβολία για το τι πρέπει να γίνει. Πρέπει να υπάρξει πλήρης διερεύνηση του τι συνέβη αλλά, ταυτόχρονα, πρέπει να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία, που η θλιβερή υπόθεση της παρακολούθησης Ανδρουλάκη μας προσφέρει, για να βελτιώσουμε τη θεσμική λειτουργία της ΕΥΠ.
Αλλοίμονο αν το σοβαρό αυτό θέμα αποτελέσει την αφορμή και το πεδίο για μια ακόμα άγονη αντιπαράθεση για την ικανοποίηση των μικροκομματικών στοχεύσεων κάποιων. Οι οποίοι έχοντας αποτύχει, επί χρόνια, να ανακάμψουν πολιτικά, στερούμενοι ιδεών και προτάσεων για το μέλλον της Ελλάδας, θεωρούν ότι αυτή είναι η ευκαιρία τους. Αλλοίμονο αν όλοι μας οχυρωθούμε στο μικροκομματικό συμφέρον και αγνοήσουμε το μεγάλο και εθνικό.
Και αλλοίμονο, κύριοι του ΠΑΣΟΚ, αν επιτρέψουμε στους υποκριτές, που δεν δίστασαν το 2016 όχι απλώς να υποκλέψουν αλλά και να δημοσιοποιήσουν, στην κομματική τους εφημερίδα, την Αυγή, τα e-mails του Αντιπρόεδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, την παραμονή της έκδοσης της απόφασης για τις τηλεοπτικές άδειες, να καπελώσουν τη διαδικασία. (καταθέτω το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας στα πρακτικά)
Ως προς το τι έγινε γνωρίζουμε ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ δημοσιοποιήθηκε με πρωτοβουλία του ίδιου του Πρωθυπουργού, αμέσως μόλις έλαβε γνώση της, χωρίς καμία καθυστέρηση. Γνωρίζουμε ότι ο Πρωθυπουργός αντικατέστησε πάραυτα τόσο τον Διοικητή της ΕΥΠ όσο και τον Διευθυντή του Γραφείου του. Γνωρίζουμε ότι νέος Διοικητής της ΕΥΠ ανέλαβε ένας έμπειρος διπλωμάτης εγνωσμένου κύρους που σηματοδοτεί την προσπάθεια για περισσότερη λογοδοσία στην υπηρεσία. Γνωρίζουμε επίσης ότι η κυβέρνηση εισήγαγε πάραυτα μια σειρά από πρόσθετες ασφαλιστικές δικλείδες στο σύστημα των παρακολουθήσεων με ΠΝΠ και, φυσικά, συναίνεσε σε όλες τις διαδικασίες κοινοβουλευτικού ελέγχου που προβλέπονται, είτε είναι η σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, είτε της Ολομέλειας σε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών είτε η σύσταση της υπό συζήτηση Εξεταστικής. Τα αναφέρω όλα αυτά ως ένδειξη της καλής πίστης και των ειλικρινών προθέσεών μας για πλήρη διερεύνηση αλλά και θεσμική αναβάθμιση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
με βάση τους δυο αυτούς άξονες, διερεύνηση και θεσμική θωράκιση, γίνεται πολύ συζήτηση για δυο κρίσιμα θέματα: για το νόμιμο της παρακολούθησης και για τους λόγους της παρακολούθησης.
Προσέξτε: η επίκληση του νόμιμου της παρακολούθησης δεν έγινε για να υποβαθμιστεί το θέμα αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Υπό μία έννοια αν η παρακολούθηση ήταν παράνομη, όπως ισχυρίστηκε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης την Παρασκευή, τα πράγματα θα ήταν πιο «απλά». Θα έπρεπε να βρεθούν και να τιμωρηθούν οι ένοχοι, χωρίς ενδεχομένως επικρίσεις για το θεσμικό πλαίσιο. Κατά την άποψη αυτή, το πρόβλημα δεν είναι το πλαίσιο αλλά η παραβίασή του.
Προφανώς, το αν η παρακολούθηση είναι παράνομη ή όχι δεν το αποφασίζουν ούτε οι συνταγματολόγοι, των οποίων τη γνώμη σέβομαι και πάντα ακούω με προσοχή, ούτε εμείς οι πολιτικοί ούτε κανένας άλλος παρά μόνον η Δικαιοσύνη. Άρα, η όλη συζήτηση από ένα σημείο και μετά είναι θεωρητική.
Επί του πρακτέου, η Δικαιοσύνη δεν έχει κινήσει καμία ποινική διαδικασία ούτε αυτεπάγγελτα ούτε κατ’ έγκληση. Και σε διόρθωση όσων ανέφερε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης την περασμένη Παρασκευή, ως αυτόκλητος υπερασπιστής του κ. Ανδρουλάκη, ο τελευταίος δεν έχει κινηθεί δικαστικά για την υπόθεση της ΕΥΠ. Είναι άλλο πράγμα η ΕΥΠ και άλλο η υπόθεση Predator, για την οποία θα επανέλθω στη συνέχεια.
Άρα, ότι κι αν λέμε, ότι κι αν πιστεύουμε, εμείς ή εσείς, η παρακολούθηση, σύμφωνα με τη Δικαιοσύνη, έγινε εντός και όχι εκτός ενός συγκεκριμένου νομικού πλαισίου. Ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιεί όποιο επίθετο θέλει, νόμιμη, νομότυπη ή νομιμοφανής. Το συμπέρασμα στο οποίο θέλω να καταλήξω δεν επηρεάζεται από την όποια επιλογή. Γιατί εδώ έγκειται και το πρόβλημα και η μεγάλη δυσκολία, πέρα από τις υπεραπλουστεύσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ότι καίτοι σύμφωνη με τις προβλέψεις του νόμου, ιδίως αφού η απόφαση της παρακολούθησης είναι, κατά βάση, δικαστική, καθώς στηρίζεται σε διάταξη ανεξάρτητου δικαστικού λειτουργού, του Εισαγγελέα της ΕΥΠ, ήταν ενδεχομένως λάθος. Λέω ενδεχομένως γιατί δεν γνωρίζω τίποτα επί της ουσίας, δεν ξέρω τι είδους στάθμιση, ανάμεσα στα αντικρουόμενα αγαθά της προστασίας της εθνικής ασφάλειας και της ιδιωτικότητας, έγινε, αν έγινε, και δεν θέλω να αδικήσω κανέναν. Κατά την προσωπική μου επιθυμία, ήταν σίγουρα λάθος γιατί δεν μπορώ να φανταστώ, και το λέω τελείως ειλικρινά, ότι μπορεί να υπάρχουν υπόνοιες για αντεθνική συμπεριφορά του μέλλοντος αρχηγού του τρίτου κόμματος και, μάλιστα, ενός κόμματος, όπως το ΠΑΣΟΚ, που κυβέρνησε, επί χρόνια, τη χώρα.
Άρα, το πρόβλημα δεν είναι «απλό», δεν αφορά, καταρχάς, μια παρανομία. Αλλά μια σοβαρή δυσλειτουργία που το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο επέτρεψε. Άλλωστε, αν ήταν το «απλό» θα έπρεπε να δεχτούμε ότι στη χώρα μας έχουμε δικαστικούς λειτουργούς, όπως η Εισαγγελέας της ΕΥΠ, που δρουν παράνομα και, ακόμα περισσότερο, αντισυνταγματικά.
Στη βάση αυτή, το ζητούμενο είναι πως θα αντιμετωπίσουμε τη σοβαρή αυτή δυσλειτουργία. Και, προφανώς, ο μόνος τρόπος είναι προσθέτοντας φίλτρα που δεν θα την επιτρέπουν στο μέλλον και που θα ενισχύουν τη λογοδοσία χωρίς να βλάπτουν την αποτελεσματικότητα της ΕΥΠ.
Η ΠΝΠ που εκδώσαμε κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά θέλω να σας είμαι απόλυτα ειλικρινής: αρκεί; Δεν είμαι βέβαιος. Και είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε εξαντλητικά κάθε τι που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ακόμα καλύτερα το πρόβλημα. Σε άλλες χώρες, όπως στη Μεγάλη Βρετανία, η παρακολούθηση πολιτικών προσώπων απαιτεί πολιτική έγκριση και νομιμοποίηση. Υπάρχει πλούσια διεθνής εμπειρία που μπορεί να μας φανεί χρήσιμη στη συζήτηση που θα κάνουμε στην Επιτροπή και στο τελικό πόρισμα που θα κληθεί αυτή να συντάξει.
Έρχομαι τώρα στους λόγους της παρακολούθησης. Ποιος δεν θα ήθελε να τους μάθει; Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι η δημοσιοποίησή τους θα ήταν παράνομη. Κατά συνέπεια, η ερώτηση μπορεί να είναι εύλογη και, ενίοτε, να προσφέρεται για κρεσέντα θεατρινισμού, όπως αυτό του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, την περασμένη Παρασκευή, όταν ρωτούσε με επιμονή τον Πρωθυπουργό, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Πρωθυπουργός και δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπορεί να απαντήσει, σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο.
Το οποίο, στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι μας το κληροδότησε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2019. Γιατί, φυσικά, ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που κατήργησε την έγκριση και δεύτερου εισαγγελέα το 2018, την οποία εμείς τώρα επαναφέρουμε.
Αυτός που δικαιούται να μάθει, και, στη συνέχεια, να δημοσιοποιήσει ο ίδιος, αν το επιθυμεί, ότι έμαθε, είναι ο ίδιος ο κ. Ανδρουλάκης, ο οποίος εκλήθη για τον σκοπό αυτό να ενημερωθεί από τον Διοικητή της ΕΥΠ αλλά αρνήθηκε.
Τα υπόλοιπα, για τον διορισμό του πρώην Διοικητή της ΕΥΠ και τα ακαδημαϊκά προσόντα του εκάστοτε Διοικητή, έχουν το ενδιαφέρον τους αλλά δεν αφορούν αυτό καθαυτό το θεσμικό πλαίσιο της παρακολούθησης. Ως προς δε του που πρέπει να υπάγεται η ΕΥΠ, σε παρά πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η κεντρική υπηρεσία πληροφοριών υπάγεται στον αρχηγό της κυβέρνησης, ακριβώς επειδή η δράση της αφορά πολλά υπουργεία ταυτόχρονα.
Υπάρχουν και άλλες δυο βασικές αιτιάσεις που εκτοξεύονται και διακινούνται κατά κόρον. Γιατί έχουμε χιλιάδες επισυνδέσεις; Καταρχάς, πολλές εισαγγελικές διατάξεις επισυνδέσεων μπορεί να αφορούν το ίδιο πρόσωπο, είτε γιατί έχει πολλά τηλέφωνα είτε γιατί αυτές ανανεώνονται ανά δίμηνο είτε και για τα δυο. Άρα, ο πραγματικός αριθμός παρακολουθούμενων είναι υποπολλαπλάσιος. Και, βέβαια, αν υπάρχει αύξηση, αυτή είναι σταδιακή στο πέρασμα του χρόνου.
Η δεύτερη αιτίαση αφορά τη μη ενημέρωση του παρακολουθούμενου για λόγους εθνικής ασφαλείας ότι παρακολουθήθηκε. Πριν το 2021, η ΑΔΑΕ διατηρούσε τη διακριτική ευχέρεια να τον ενημερώσει. Με τη σύμφωνη γνώμη του ΠΑΣΟΚ, την επαύριο της κρίσης στον Έβρο και της υπόθεσης της Ρόδου, για την οποία υπήρξε δικαστική καταδίκη, για λόγους καλύτερης προστασίας της εθνικής ασφάλειας, αφαιρέσαμε αυτή τη δυνατότητα. Σε κάθε περίπτωση, αν ίσχυε, σε τίποτα δεν θα επηρέαζε την υπόθεση Ανδρουλάκη, αφού για την παρακολούθησή του, ενημερώθηκε, έτσι κι αλλιώς, με κυβερνητική πρωτοβουλία, χωρίς καθυστέρηση.
Τέλος, επιχειρείται μια σύγχυση της υπόθεσης της ΕΥΠ με αυτή του Predator. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το ζήτημα της χρήσης παράνομων λογισμικών παρακολούθησης είναι πανευρωπαϊκό και απασχολεί πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Από ότι φαίνεται, αλλά, προφανώς, θα είναι μέρος κι αυτό της διερεύνησης της υπό σύσταση Επιτροπής καθώς και της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, η σχετική έκθεση της ΕΑΔ, όχι μόνο οι κυβερνητικές ανακοινώσεις, πιστοποιεί ότι ούτε αγοράστηκε ούτε νοικιάστηκε ούτε χρησιμοποιήθηκε από κρατικές αρχές στην Ελλάδα.
Για το ζήτημα αυτό, ο κ. Ανδρουλάκης έχει καταθέσει μήνυση και άρα διεξάγεται δικαστική έρευνα στην οποία όλη, και πρώτη η κυβέρνηση, θα πρέπει να συνδράμουμε με όλες μας τις δυνάμεις. Άρα, για την υπόθεση της ΕΥΠ, ο κ. Ανδρουλάκης έχει επιλέξει την πολιτική οδό, συμπεριλαμβανομένης της πρότασης σύστασης Εξεταστικής, για δε την υπόθεση Predator, επιπροσθέτως, και την ποινική.
Κλείνοντας, επιτρέψτε μου ένα γενικό σχόλιο. Το ζήτημα του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι θεμελιώδες. Ιδίως για μας, τη μεγάλη φιλελεύθερη, δημοκρατική και ευρωπαϊκή παράταξη της Νέας Δημοκρατίας, είναι και ταυτοτικό. Είμαστε οι θεμελιωτές της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, της καλύτερης και συμπεριληπτικότερης που γνώρισε ο τόπος αλλά και οι εγγυητές της έκτοτε, όπως φάνηκε από τον αγώνα που δώσαμε το καλοκαίρι του 2015 για να κρατήσουμε τη χώρα στην Ευρώπη αλλά και αργότερα απέναντι σε όσους απεργάζονταν θεσμικές εκτροπές.
Αποτελεί μείζονα πρόκληση το γεγονός ότι οι ίδιοι που επιχείρησαν να υπονομεύσουν τη δημοκρατία, τόσο μέσα από την καλλιέργεια του πιο χυδαίου λαϊκισμού που γνώρισε ο τόπος όσο και από μια σειρά από εξωθεσμικές παρεμβάσεις, για τις οποίες δυο κορυφαίοι υπουργοί τους έχουν παραπεμφθεί στο Ειδικό Δικαστήριο, διαδίδουν ότι η δημοκρατία κινδυνεύει σήμερα στη χώρα μας. Ακόμα περισσότερο, αυτοί που πολιτεύτηκαν στοχοποιώντας δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης, εμφανίζονται ως τιμητές της ελευθεροτυπίας.
Κι αν κάποιοι από μας μπήκαν στον πειρασμό της αντιπαράθεσης με εκπροσώπους του Τύπου γρήγορα παραδέχτηκαν το λάθος. Σε αντίθεση με την αξιωματική αντιπολίτευση που επιμένει να μιλά για μήντια της λίστας Πέτσα. Θαρρείς και σε μια διαφημιστική αγορά εκατοντάδων εκατομμυρίων, μια κρατική διαφημιστική καμπάνια, που έτσι κι αλλιώς ακολούθησε λίγο-πολύ την κατανομή της αγοράς, «εξαγόρασε» τον Τύπο και ακύρωσε την ελευθεροτυπία στην πατρίδα μας.
Αλλά ας αφήσουμε τα προσωπικά. Η δημοκρατία στην πατρίδα μας πέρασε μια μεγάλη δοκιμασία στη δεκαετία της κρίσης αλλά άντεξε και, σήμερα, σταδιακά αναβαθμίζεται. Αυτό αποδεικνύουν οι δείκτες περί δημοκρατίας και του Economist και του Freedom House που είναι οι πιο αξιόπιστοι και γι’ αυτό τους επικαλούνται διεθνώς το περισσότερο (τους καταθέτω για τα πρακτικά). Προβλήματα υπάρχουν και πρέπει να επιμείνουμε στη λύση τους αλλά, συνολικά, συγκρινόμαστε και είμαστε στο επίπεδο των άλλων νοτιο-ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Ιταλία και η Γαλλία.
Το πρόβλημα δεν είναι οι πολιτικές ελευθερίες και ότι αυτές συμπεριλαμβάνουν: τον πολιτικό πλουραλισμό, τον εκλογικό ανταγωνισμό, το αδιάβλητο των εκλογών ή την ελευθεροτυπία. Το μείζον πρόβλημα αφορά την πληρέστερη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξαιτίας, κυρίως, της εξαιρετικά βραδείας απονομής της δικαιοσύνης στην πατρίδα μας. Κι εκεί θα πρέπει να επικεντρώσουμε τις δυνάμεις μας στο μέλλον: πως θα επιταχύνουμε την απονομή της δικαιοσύνης.
Μην δημιουργούμε εντυπώσεις περί καθεστώτος και εκτροπής που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα και που συσκοτίζουν τα υπαρκτά προβλήματα και δυσκολεύουν τη λύση τους. Οι αστήρικτες γενικόλογες καταγγελίες δεν μπορούν να κρύψουν την οκνηρία όσων δεν μπορούν να είναι συγκεκριμένοι και ουσιαστικοί.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
η σύσταση της Εξεταστικής είναι μια ευκαιρία όχι για να διχαστούμε ή για να αποσταθεροποιήσουμε πολιτικά τη χώρα, την ώρα που καραδοκούν τόσοι εξωτερικοί κίνδυνοι και τεράστιες προκλήσεις, αλλά για να ενώσουμε δυνάμεις και να λύσουμε μια διαχρονική παθογένεια, καθώς η ΕΥΠ δεν είναι η πρώτη φορά που απασχολεί τον δημόσιο βίο της πατρίδας μας. Ας μην τη σπαταλήσουμε.
Σας ευχαριστώ.