Η ομιλία μου ως Εισηγητής της Πλειοψηφίας στη σημερινή συζήτηση στη Βουλή της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπή. Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία μου:
“Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Όσο κι αν οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούν να μας πείσουν γι’ αυτό, η αλήθεια είναι ότι δεν βρισκόμαστε σήμερα εδώ ούτε για μια εταιρία δημοσκοπήσεων ούτε για την ενημερωτική καμπάνια της κυβέρνησης για την πανδημία. Αγγίζει τα όρια του κωμικού να εγκαλείται η κυβέρνηση ότι χρηματοδότησε μια εταιρία για να εμφανιστεί πάνω από τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια δημοσκόπηση, όταν όλες οι δημοσκοπήσεις όλων των εταιριών σε όλη την περίοδο αναφοράς της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, συμφωνούν λίγο-πολύ στο ίδιο, δηλαδή, τη διψήφια διαφορά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας με την αξιωματική αντιπολίτευση.
Εξίσου εκτός πολιτικής πραγματικότητας είναι και οι κατηγορίες για την ενημερωτική μας καμπάνια. Δεν θα μπω στην ουσία των εγκλήσεων του ΣΥΡΙΖΑ εναντίον μιας απολύτως πετυχημένης εκστρατείας, που έσωσε ζωές και πέτυχε επιδόσεις πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και που επαινέθηκε από πολλούς εκπροσώπους του κλάδου των Μέσων Ενημέρωσης, καθώς συμπεριέλαβε πάνω από 1200 Μέσα Ενημέρωσης σε όλη τη χώρα, χωρίς αποκλεισμούς, με διαφανή κριτήρια, και σεβόμενη την πρόβλεψη για διάθεση του 30% της δαπάνης στα περιφερειακά μέσα για πρώτη ίσως φορά.
Έχουν, άλλωστε, εξετασθεί και απαντηθεί κατ’ επανάληψη, στο πρόσφατο παρελθόν, 5 φορές στο πλαίσιο του τακτικού κοινοβουλευτικού ελέγχου, αρκετές φορές στις συζητήσεις μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, και, διεξοδικά, με όλα τα στοιχεία, στη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, στις 10 Απριλίου του 2020.
Άλλωστε, η ουσία των εγκλήσεων θα εξετασθεί εκ νέου και θα απαντηθεί, με άνεση και πληρότητα, ακόμα και με επανάληψη των στοιχείων που ήδη έχουν κατατεθεί, στην Εξεταστική Επιτροπή, αν συσταθεί.
Το βασικό για μας εδώ είναι να κατανοήσουμε τους λόγους για τη σημερινή μας συζήτηση. Γιατί συζητάμε για ένα μη-θέμα που έχουμε συζητήσει διεξοδικά, και μέσα και έξω από τη Βουλή, και που, σε μεγάλο βαθμό, όπως ήδη εξήγησα αγγίζει, καταφανώς, τα όρια του κωμικού και που, σίγουρα, όπως θα εξηγήσω παρακάτω, δεν αφορά την κοινωνία.
Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σήμερα εδώ για τρεις, κυρίως, λόγους.
Ο πρώτος είναι θεσμικός και, γι’ αυτό, καταρχήν, αξιέπαινος. Έχει, κατά βάση, να κάνει με την απόφαση της Νέας Δημοκρατίας να ενισχύσει τα δικαιώματα της μειοψηφίας και να διευρύνει τις δυνατότητες κοινοβουλευτικού ελέγχου σε βάρος της κυβέρνησης, της εκάστοτε κυβέρνησης, ξεκινώντας από την παρούσα.
Θέλω να θυμίσω στο Σώμα ότι η σημερινή διαδικασία είναι πρωτόγνωρη και ενεργοποιείται για πρώτη φορά, με βάση την πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος, που δίνει τη δυνατότητα στην αντιπολίτευση, με τα 2/5 των ψήφων της Βουλής, να προχωρήσει στη συγκρότηση Εξεταστικής Επιτροπής, δύο φορές, κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής συνόδου.
Θέλω να σας θυμίσω κύριοι συνάδελφοι ότι η εν λόγω αναθεώρηση αποτελούσε δική μας πρόταση. Πρόταση που φέραμε κατά τη διάρκεια των εργασιών της προτείνουσας την αναθεώρηση Βουλής, το 2018, και την οποία υποστηρίξαμε τότε απέναντι στις λοιδορίες κάποιων, συμπεριλαμβανομένου του εισηγητή της τότε πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ κου Δουζίνα, ο οποίος την ειρωνεύτηκε, μαζί με όλες τις άλλες, ως «shopping list», για να μας θυμίζει τη γλώσσα της χώρας όπου δραστηριοποιείται.
Εμείς επιμείναμε και, τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ επωφελείται από αυτό που τότε λοιδορούσε. Περάσαμε την πρότασή μας τότε και ψηφίσαμε, ως πλειοψηφία, την αλλαγή του άρθρου 68 παράγραφος 2 του Συντάγματος στην αναθεωρητική Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές του Ιουλίου του 2019. Χάρη σε αυτή μας την πρωτοβουλία βρισκόμαστε σήμερα εδώ.
Θέλω για την ιστορία να θυμίσω ότι η παράταξή μας έδωσε διαχρονικά τη μάχη για τη σχετική δυνατότητα της αντιπολίτευσης και ήδη από τη δεκαετία του 1980. Στη σχετική συζήτηση, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η τότε επιστημονική κοινότητα των Συνταγματολόγων διχάστηκε ως προς την ερμηνεία του άρθρου 68 του Συντάγματος, αν και επιφανή μέλη της συντάχθηκαν με την άποψη της Νέας Δημοκρατίας. Εν τέλει, επικράτησε η γνώμη της τότε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας του ΠΑΣΟΚ που φοβήθηκε και δεν κατέστη δυνατή η συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής, με πρόταση της Νέας Δημοκρατίας.
Το αποτέλεσμα ήταν, μέχρι σήμερα, αυτό το ύψιστο εργαλείο κοινοβουλευτικού ελέγχου να ενεργοποιείται μόνο σε βάρος παρελθόντων και όχι τρεχουσών κυβερνητικών πλειοψηφιών. Με άλλα λόγια, όποτε συστήθηκαν εξεταστικές επιτροπές, συστήθηκαν, ως επί το πλείστον, με στόχο τον εκ των υστέρων κοινοβουλευτικό έλεγχο των πεπραγμένων προηγούμενων κυβερνήσεων.
Σήμερα δίνουμε, για πρώτη φορά, τη δυνατότητα ελέγχου και της τρέχουσας κυβερνητικής πλειοψηφίας από την αντιπολίτευση. Και αποδεικνύουμε ότι εμείς, η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας, που θεμελίωσε την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, την καλύτερη, σταθερότερη και πιο συμπεριληπτική που γνώρισε ποτέ ο τόπος μας, παραμένουμε εγγυητές των θεσμών της και της ενίσχυσής τους. Ξεκάθαρα, χωρίς κόλπα, τερτίπια ή αστερίσκους.
Και είμαστε συνεπείς με μια θέση που πρώτοι εμείς, και για πολύ μεγάλο διάστημα, μόνον εμείς, είχαμε πάρει ήδη από τη δεκαετία του 1980. Κατά συνέπεια, η σημερινή συζήτηση και η σημερινή διαδικασία δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα χωρίς τη δική μας πολιτική επιμονή και θεσμική συνέπεια.
Και όλα αυτά, σε αντιδιαστολή και απόλυτη αντίστιξη με όλη την αντι-θεσμική συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως τα χρόνια της διακυβέρνησή του, μεταξύ του 2015 και του 2019, όταν συστηματικά και επανειλημμένα καταπατούνταν τα δικαιώματα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, όπως, πολύ συχνά, καταγγείλαμε και εμείς και τα άλλα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο βρισκόμαστε σήμερα εδώ είναι η προφανής πολιτική αδυναμία και σύγχυση, θα έλεγα περιδίνηση, του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι έχουμε να κάνουμε με ένα παράδοξο, πρωτόγνωρο για τα σύγχρονα πολιτικά μας χρονικά. Η κυβέρνηση αντί να φθείρεται, ενισχύεται. Η πολιτική της κυριαρχία αντί να αποδυναμώνεται, διευρύνεται, σε σχέση με το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουλίου του 2019.
Πως απαντά στο παράδοξο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ; Με μια στοιχειώδη αυτοκριτική; Με μια κατ’ ελάχιστον προσαρμογή και συστοίχιση με τα πλειοψηφικά ρεύματα της ελληνικής κοινωνίας, μακριά από ιδεοληψίες που δεν συγκινούν και δεν παρακινούν παρά ελάχιστες και περιθωριακές μειοψηφίες;
Η απάντηση είναι όχι. Ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται την αυτοκριτική και, αντί για προσαρμογή, επιστρέφει στις ακρότητες του πρώιμου κυβερνητικού αλλά και του προ-κυβερνητικού του παρελθόντος. Αντί να ενηλικιωθεί, ως μεγάλη παράταξη που άσκησε εξουσία και φιλοδοξεί να την ξανά ασκήσει, παλιμπαιδίζει, επιστρέφει στις λαϊκιστικές ευκολίες με τις οποίες πορεύτηκε στο παρελθόν και έγινε μεγάλο κόμμα αλλά οι οποίες βρίσκονται σε αναντιστοιχία όχι μόνο με τις απαιτήσεις των καιρών αλλά και με την ωρίμανση της ελληνικής κοινωνίας που προκάλεσε η κρίση που προηγήθηκε.
Αυτή είναι η βασική πολιτική ουσία της σημερινής συζήτησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε αδυναμία και επιχειρεί, μέσω της σκανδαλολογίας, όσο έωλη και, συχνά, κωμική κι αν είναι, να βρει ένα υποκατάστατο για την αδυναμία των πολιτικών θέσεων και επιχειρημάτων του και συνολικά της αντιπολιτευτικής του στρατηγικής.
Ποιος σκέφθηκε, άραγε, να επικεντρώσει την αντιπολιτευτική κριτική στις δημοσκοπήσεις μιας εταιρίας; Και να κατηγορήσει συλλήβδην τους Έλληνες δημοσιογράφους ότι δεν κάνουν τη δουλειά τους; Την ώρα που σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν τόσα και τόσα προβλήματα, στερούμενος ουσιαστικά θέσεων και προτάσεων πέρα από τις ανέξοδες καταγγελίες, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει ένα μη-θέμα.
Μοιάζει να πιστεύουν στον ΣΥΡΙΖΑ ότι έτσι είναι αν έτσι νομίζουν στην Αυστρία. Κανονικός Πιραντέλο. Άλλωστε, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφήνει καμία αμφιβολία. Εκκινεί με την αναφορά στον Σεμπάστιαν Κουρτς, προσφιλή στόχο εδώ και χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ. Που έτσι κι αλλιώς έχει επιλέξει να πορεύεται με αφέλειες και ιδεοληψίες, με θεούς και δαίμονες, με υπεραπλουστεύσεις, παρεξηγήσεις και προκλητική άγνοια του διεθνούς γίγνεσθαι. Αν δεν είχε παραιτηθεί ο Κουρτς, δεν θα είχατε καταθέσει την πρότασή σας;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οφείλω να ξεκαθαρίσω το αυτονόητο: η στοχοποίηση των δημοσκοπήσεων δεν θα αλλάξει τις δημοσκοπήσεις. Και η στοχοποίηση των Μέσων Ενημέρωσης δεν θα ανατάξει την πολιτική μοίρα του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ελληνικός λαός δεν καταψήφισε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, τρεις φορές το 2019, επειδή κάποιοι δημοσιογράφοι τον παραπλάνησαν. Ούτε, σήμερα, μεγάλο μέρος των ίδιων των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ διαφωνούν με τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ στην ελληνο-γαλλική συμφωνία, στη δημόσια ασφάλεια, στο μεταναστευτικό επειδή κάποιοι δημοσιογράφοι δεν κάνουν τη δουλειά τους. Τη δουλειά του δεν την κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ όχι οι δημοσιογράφοι. Και ο ελληνικός λαός δεν τρώει κουτόχορτο.
Υπάρχει, όμως, κι ένας τρίτος, ιδιαίτερα δυσάρεστος, λόγος, για τον οποίο βρισκόμαστε σήμερα εδώ. Έχει να κάνει με την επαναλαμβανόμενη, συστηματική και ξεκάθαρη εχθροπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ προς τα μέσα ενημέρωσης και τις δημοσκοπήσεις. Το κείμενο της πρότασης για σύσταση εξεταστικής επιτροπής είναι ακραία προσβλητικό για τους Έλληνες δημοσιογράφους, τους οποίος συλλήβδην χαρακτηρίζει ως υπόδουλους στην κυβερνητική εξουσία.
Αυτή είναι μια βαθύτατα αντιδημοκρατική και επικίνδυνη αντίληψη, στην οποία επανέρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, θυμίζοντάς μας την απόπειρα εξω-θεσμικής εκτροπής που επιχείρησε το 2016, με τον περίφημο διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, ο οποίος ευτυχώς ακυρώθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τον πόλεμο που εξαπέλυσε εναντίον συγκεκριμένων Μέσων Ενημέρωσης και δημοσιογράφων, εναντίον των οποίων συλλήβδην λασπολόγησε, αλλά και μια σειρά άλλου τύπου παρεμβάσεις, τις οποίες επανέλαβε κατά τη διάρκεια της θητείας του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί μια χυδαιότητα. Ξέρει ότι τα Μέσα Ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι έχουν απαξιωθεί στα μάτια ενός μέρους της κοινής γνώμης. Και πως η στοχοποίησή τους «πουλάει». Σε μια κοινωνία όπου ένα μέρος της είναι επιρρεπές στη συνωμοσιολογία, ακόμα και με διακινδύνευση ανθρώπινων ζωών, τώρα με την πανδημία, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διστάζει να συνωμοσιολογήσει και να σπεκουλάρει πάνω στην έλλειψη εμπιστοσύνης πολλών πολιτών προς τους θεσμούς.
Δεν τον ενδιαφέρει ότι έτσι τροφοδοτεί έναν αφόρητο ανορθολογικό λαϊκισμό. Μια «αντισυστημικότητα» που δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνο στη συλλήβδην απαξίωση του πολιτικού μας συστήματος, που τροφοδοτεί και τις αντίστοιχες απολιτικές και αντιπολιτικές δυνάμεις στα άκρα, τις οποίες, ταυτόχρονα, αρέσκεται να καταγγέλλει αλλά στην ουσία εξυπηρετεί.
Από κοντά ακολουθεί και η μόνιμη επωδός του ΣΥΡΙΖΑ, δια πάσαν νόσον…, περί ακροδεξιάς διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Παιδαριώδη επιχειρηματολογία παραιτημένων πολιτικών που αδυνατούν να κάνουν τη δύσκολη δουλειά και να επεξεργαστούν θέσεις που να βγάζουν νόημα πέρα από κραυγές.
Και, βέβαια, δεν χρειάζεται να αναφερθώ στις δικές του δημοσκοπήσεις που, κατά καιρούς, δημοσίευε στα παραταξιακά του έντυπα για να αποδείξει ότι μπορεί να κερδίσει τις εκλογές του 2019, τις οποίες έχασε πανηγυρικά.
Κι εδώ έρχομαι στο τελευταίο σημείο που αξίζει να προσεχθεί. Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, πρότεινε και ο Αλέξης Τσίπρας, αρχικά, φάνηκε να αποδέχεται, να ψηφιστεί μια από κοινού πρόταση για μια Εξεταστική Επιτροπή που θα διερευνήσει όλη την περίοδο από το 2015 και μετά. Σε αυτό συμφώνησαν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε. Τι φοβάται; Γιατί δεν θέλετε να εξετάσουμε τη δική σας περίοδο; Γιατί δεν προχωράμε σε μια από κοινού Επιτροπή; Που να μην ευτελίζει τη συνταγματική δυνατότητα και να μην την υποβαθμίζει σε έναν φθηνό πολιτικάντικο αντιπολιτευτικό τακτικισμό, που δεν συγκινεί κανέναν έξω από αυτή την αίθουσα;
Είναι πραγματικά κρίμα που χάνεται μια ευκαιρία για μια ουσιαστικότερη συζήτηση για τη θεσμική θωράκιση της δημοκρατίας μας. Και, που είναι απαραίτητη σήμερα καθώς η τεχνολογία αλλά και οι παγκόσμιοι ανταγωνισμοί καθιστούν πιο επίκαιρη.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
η Νέα Δημοκρατία θα καταψηφίσει την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία στερείται αντικειμένου και αποτελεί απλώς ένα αντιπολιτευτικό πυρότεχνημα που κι αυτό, όπως και τόσα άλλα προηγουμένως, αρνείται να σκάσει. Θα περιμένει την απόφαση της εθνικής αντιπροσωπείας για την ενεργοποίηση ή όχι της θεσμικής δυνατότητας της αντιπολίτευσης να συγκροτηθεί η εν λόγω Εξεταστική Επιτροπή. Και θα συμβάλει συντεταγμένα, δημιουργικά και, απολύτως θεσμικά στις εργασίες της, καταγγέλλοντας, ταυτόχρονα, τις παλαιοκομματικές πρακτικές, τον λαϊκισμό και την πολιτική σύγχυση του ΣΥΡΙΖΑ.
Σας ευχαριστώ.”