Εδώ το άρθρο
Οι κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας και από χθες και της Σλοβενίας επιχειρούν να αποφύγουν τη δημιουργία μηχανισμού ελέγχου για την εφαρμογή των κανόνων κράτους δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και για τον λόγο αυτό απειλούν να μπλοκάρουν τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και τον Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτό τονίζει στο liberal.gr o βουλευτής της Ν.Δ. και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Δημήτρης Καιρίδης, ο οποίος αναφέρεται και στον ρόλο της Γερμανίας στις εξελίξεις.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών που προέρχονται από το πρώην ανατολικό μπλοκ έχουν κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά με τις κυβερνήσεις τους να κινούνται στην εθνικολαϊκιστική δεξιά. Στο πλαίσιο αυτό επιδιώκουν πλήρη έλεγχο των εξουσιών κινούμενες σε βάρος των θεμελιωδών ευρωπαϊκών αξιών και προκειμένου να αποφύγουν οποιαδήποτε αλλαγή επιδιώκουν με το βέτο στον προϋπολογισμό και το Ταμείο Ανάκαμψης να αποφύγουν επιπτώσεις από την Ε.Ε.
Διευκρινίζει ότι η Ευρώπη επιχειρεί να συνδέσει την εκροή πόρων της προς τις χώρες μέλη με την εφαρμογή του μηχανισμού ελέγχου κάτι που θα έχει συνέπειες σε όσους δεν ακολουθούν τους κανόνες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της δικαιοσύνης. Από την άλλη σημειώνει ότι οι συνέπειες και για τις χώρες αυτές από ενδεχόμενη καθυστέρηση στην έγκριση του προϋπολογισμού και της λειτουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι μεγάλες αν υπολογίσει κανείς πως οι κοινοτικοί πόροι καλύπτουν το 3 με 4% του ΑΕΠ τους.
Ο κ. Καιρίδης αναφέρει ακόμη ότι η λογική καθεστώτων τύπου Όρμπαν δεν δύναται να μπλοκάρει τη λειτουργία της ενωμένης Ευρώπης και υπογραμμίζει πως η Γερμανία έχει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις.
Τονίζει πάντως πως υπάρχουν υποψίες και στις άλλες πρωτεύουσες των χωρών του νότου, όπως η Μαδρίτη η Ρώμη αλλά και το Παρίσι, ότι στο Βερολίνο δεν θα χάσουν κάποιοι και τον ύπνο τους αν υπάρξει καθυστέρηση στην εκταμίευση πόρων δεδομένου ότι η Γερμανία δεν ετάχθη φανατικά υπέρ της δημιουργίας του ταμείου Ανάκαμψης που δημιουργείται για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και των επιπτώσεών που επιφέρει στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η πανδημία του Covid19.
Συνέντευξη στον Τάσο Ευαγγελίου
Ουγγαρία και Πολωνία, στις οποίες προστέθηκε χθες και η Σλοβενία κρατούν όμηρο την Ευρώπη με το βέτο στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό αλλά και στο Ταμείο Ανάκαμψης. Τι συμβαίνει;
Η πρόταση των Ευρωπαίων είναι να εισαχθεί ένας μηχανισμός με τον οποίο να μπορεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διακόπτει τη χρηματοδότηση των κρατών που παραβιάζουν ή απειλούν να παραβιάσουν το κράτος Δικαίου και τις κοινές ευρωπαϊκές αξίες. Οι υπάρχοντες μηχανισμοί ελέγχου έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς και επιχειρείται τώρα μέσα από τον νέο προϋπολογισμό και το Ταμείο Ανάκαμψης, όπου περιλαμβάνεται ένα συνολικό ποσό 1,8τρις ευρώ για τα επόμενα επτά χρόνια, να υπάρξει έλεγχος. Ουγγαρία και Πολωνία αντιδρούν διότι τα τελευταία χρόνια έχουν προωθήσει μια σειρά μέτρων, ειδικά η πρώτη, που δεν ανταποκρίνεται στις κοινές ευρωπαϊκές αξίες περί Κράτους Δικαίου.
Οι ευρωπαίοι ήλπιζαν πως Πολωνοί και Ούγγροι και όποιοι άλλοι ενδεχομένως είχαν συμφέρον να αντιδράσουν δεν θα το έπρατταν δεδομένου ότι έχουν πολλά, πάρα πολλά, να ωφεληθούν από τα χρήματα που πρόκειται να λάβουν. Καθώς και ότι για να μην χάσουν κοινοτικούς πόρους αλλά και τη στήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας θα επέλεγαν να προχωρήσουν σε εσωτερικές ρυθμίσεις.
Τελικά αυτό δεν κατέστη εφικτό και σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντιπαράθεση με την Ουγγαρία και την Πολωνία (με την προσθήκη της Σλοβενίας) να εγείρουν θέμα βέτο μπλοκάροντας συνολικά τον προϋπολογισμό. Οι επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης δεν είναι αμελητέες και αυτό δύναται να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα.
Όπως ακριβώς είπατε. Στις δύο πρώτες χώρες προστέθηκε και η Σλοβενία καταγγέλλοντας τη σύνδεση των πόρων με την εφαρμογή των κανόνων του κράτους δικαίου. Αυτές οι χώρες προέρχονται από αυτό που παλαιότερα αποκαλούσαμε ανατολικό μπλοκ. Υπάρχει κάποια εξήγηση και ως τον τρόπο που λειτουργούν;
Κοιτάξτε σε αυτές τις χώρες οι κυβερνήσεις έχουν κάποια κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά και οι ηγεσίες τους κινούνται στο χώρο που ευρέως ονομάζουμε εθνικολαϊκιστική σκληρή, ακραία αν θέλετε, δεξιά. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργούν και αυτό ακριβώς είναι το σημείο που η Ευρώπη επιδιώκει να αλλάξει πιέζοντας μέσω της σύνδεσης εκροής πόρων με την εφαρμογή των κανόνων του Κράτους Δικαίου.
Βέβαια στο σημείο αυτό θέλω να επισημάνω ότι η κατάσταση σε κάθε μια από αυτές είναι διαφορετική. Στην Ουγγαρία ο Βίκτωρ Ορμπάν, που κυβερνά την τελευταία 10ετία, μονοκομματικά και με αυξημένες πλειοψηφίες, έχει καταφέρει να αλλάξει το σύνταγμα της χώρας, να ελέγξει την δικαστική εξουσία, να ελέγξει σχεδόν πλήρως το μιντιακό τοπίο και να αλλάξει τώρα και τον εκλογικό νόμο καθιστώντας δύσκολη μια ενδεχόμενη αλλαγή και μια νίκη της αντιπολίτευσης.
Στην Πολωνία, που είναι η σημαντικότερη ίσως χώρα από την ανατολική Ευρώπη, εκτιμάται ότι η κατάσταση μπορεί να σωθεί. Έχει μια κυβέρνηση συνασπισμού, που ναι μεν εξελέγη πέρυσι αλλά με μειωμένη πλειοψηφία και δεν έχει την ευρεία πλειοψηφία που απαιτείται για να αλλάξει το σύνταγμα. Η δέ αντιπολίτευση δείχνει να είναι ισχυρή ενώ μερίδα των Μέσων Ενημέρωσης αλλά και τμήμα του δικαστικού σώματος εξακολουθεί να αντιστέκεται. Γύρω από την Πολωνία είναι και η μεγαλύτερη αγωνία για τις Βρυξέλλες και γι αυτό γίνεται και η προσπάθεια να ενταχθεί ο μηχανισμός σύνδεσης διάθεσης πόρων με την εφαρμογή κανόνων Κράτους Δικαίου. Εκτιμώ πως είναι πολύ κρίσιμο για το μέλλον της Ευρώπης και ιδίως για την επιτυχία της ενσωμάτωσης της πρώην ανατολικής Ευρώπης στον ευρωπαϊκό χώρο να μη χαθεί η Πολωνία μέσα από μια σειρά συγκρούσεων.
Που μπορεί να οδηγήσει αυτή η σύγκρουση και πόσο μπορεί να πληγεί η πορεία σχετικά με το Ταμείο Ανάκαμψης που συνδέεται με την οικονομική κρίση στις χώρες μέλη της Ε.Ε εξ αιτίας της πανδημίας;
Η ελπίδα είναι πως θα βρεθεί ένας συμβιβασμός όπως συνήθως γίνεται. Και ότι οι χώρες αυτές θα συνειδητοποιήσουν πως έχουν πολλά να χάσουν αν δεν προχωρήσει η έγκριση του νέου προϋπολογισμού και η ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Άλλωστε από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ωφελούνται κατά δεκάδες δισεκατομμύρια κάθε χρόνο. Μιλάμε για το 3% με 4% του ΑΕΠ τους ετησίως.
Η κριτική που γίνεται στις Βρυξέλλες και η οποία έχει βάση είναι πως δεν μπορεί η ΕΕ να χρηματοδοτεί μέσω των επιδοτήσεων και των εκροών του προϋπολογισμού την καταπάτηση των δικαιωμάτων και των κανόνων του κράτους δικαίου στις χώρες αυτές. Ότι δεν μπορεί να χρηματοδοτείται με χρήματα των ευρωπαίων πολιτών, ειδικά στην περίπτωση της Ουγγαρίας, ένα σύστημα κλεπτοκρατίας όπως αυτό γύρω από τον νυν πρωθυπουργό Βίκτορα Ορμπάν.
Στο πλαίσιο αυτό αναζητείται λύση που όμως δεν θα οδηγήσει την Ε.Ε. σε υπαναχώρηση πολύ δε περισσότερο όταν το κράτους δικαίου και η κοινωνική συνοχή αποτελούν θεμελιώδεις αξίες της.
Ο ρόλος της Γερμανίας ποιος είναι σε αυτή την υπόθεση; Είναι γνωστό πως ασκεί επιρροή σε αυτές τις χώρες όπως και ότι δεν ήταν «φανατικά» υπέρ της δημιουργίας του ταμείου Ανάκαμψης. Εκτιμάτε πως θα πιέσει για άμεση λύση ή θα αφήσει την κατάσταση να εξελίσσεται;
Πράγματι, οι χώρες αυτές έχουν ωφεληθεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό από τις γερμανικές επενδύσεις. Τα δύο τρίτα των εξαγωγών της Ουγγαρίας προέρχονται από αυτοκινητοβιομηχανίες γερμανικών συμφερόντων που λειτουργούν στη χώρα αυτή. Επίσης οι χώρες αυτές, ιδίως η Πολωνία τα έχουν πάει καλά στον τομέα της οικονομίας σημειώνοντας ανάπτυξη που δεν θα ήταν εφικτή χωρίς τα γερμανικά κεφάλαια και την πρόσβαση στην Γερμανική οικονομία.
Αρκει να σημειωθεί ότι η Πολωνία (και αυτό πρέπει να το θυμόμαστε στην Ελλάδα όσο και αν είναι μια πικρή αλήθεια) τα τελευταία χρόνια έχει δείξει μια μεγάλη ανάπτυξη. Πριν από 30 χρόνια είχε το ένα τέταρτο του ελληνικού κατα κεφαλήν εισοδήματος και σήμερα μας έχει φτάσει. Η τάση δε να μας αφήσει πίσω διότι δείχνει έναν ρυθμό ανάπτυξης πολύ πιο δυναμικό από αυτόν που είχαμε τα τελευταία χρόνια.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο ρόλος της Γερμανίας, πέραν του ρόλου που έχει εντός Ε.Ε ως η μεγαλύτερη οικονομία, είναι ιδιαίτερα σημαντικός γι αυτές τις χώρες και σίγουρα ο λόγος της μετράει.
Βέβαια υπάρχει η υποψία σε κάποιες πρωτεύουσες του νότου, ενός νότου ο οποίος έχει υποστεί πολύ βαθύτερη καθίζηση τόσο από την κρίση του ευρώ που προηγήθηκε όσο και από την κρίση της πανδημίας – αναφέρομαι, πέραν της Αθήνας στην Ρώμη, την Μαδρίτη αλλά και στο Παρίσι – ότι κάποιοι στο Βερολίνο δεν θα έχαναν τον ύπνο τους αν η συμφωνία για τον νέο προϋπολογισμό και το Ταμείο Ανόρθωσης πήγαινε προς τα πίσω.
Στο πλαίσιο αυτό οι εξελίξεις από εδώ και πέρα θα δείξουν αν και κατά πόσο θα υπάρξουν οι απαραίτητες κινήσεις για τον απεγκλωβισμό του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού αλλά και του Ταμείου Ανάκαμψης από τέτοιες κινήσεις όπως το βέτο των χωρών που προέρχονται από το πρώην ανατολικό μπλόκ.
Υπάρχει δηλαδή ο κίνδυνος μιας μακρόχρονης διαπραγμάτευσης; Και δεν θα υποστεί μια ακόμη ζημιά στα μάτια των πολιτών το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αν δεν αντιδράσει στο βέτο και στην επιμονή των χωρών αυτών να μην επιθυμούν την εφαρμογή κανόνων Κράτους Δικαίου;
Το ζήτημα της αμφισβήτησης του κράτους δικαίου είναι υπαρκτό και είναι και σοβαρό διότι αναφέρεται στις θεμελιώδεις αξίες της Ευρώπης που είναι η δημοκρατία, οι ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, η δικαιοσύνη, δηλαδή αυτά που αποκαλούμε Κράτους Δικαίου που είναι το κράτος δικαίου. Πάνω σε αυτή τη βάση οικοδομήθηκε η Ενωμένη Ευρώπη μεταπολεμικά.
Η αλήθεια πάντως είναι ότι αν σήμερα η Ουγγαρία ήταν υποψήφια προς ένταξη χώρα ενδεχομένως να μην μπορούσε να γίνει μέλος λόγω των ελλειμμάτων και της οπισθοδρόμησης της δημοκρατίας στη χώρα αυτή από το 2010 και μετά. Όμως είναι μέλος και χρησιμοποιεί ακριβώς τις δυνατότητες που της δίνει η Ενωμένη Ευρώπη καθώς και τη συμμετοχή της στα ευρωπαϊκά όργανα για να «προστατεύεται» από τις όποιες πιέσεις των Ευρωπαίων εταίρων της.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχουμε βρεθεί σε ένα αδιέξοδο από μια Διεθνή Παραβατών με πρωτοπόρο τον Ορμπάν και συνοδοιπόρους τον Καζίνσκι αλλά και τον Γιένσεν της Σλοβενίας. Αυτό θέλουμε ως Ενωμένη Ευρώπη να αντιμετωπίσουμε.
Από την άλλη δεν πρέπει να ξεχνάμε και την μεγάλη πίεση που υπάρχει για επίσπευση των διαδικασιών εκταμίευσης πόρων προκειμένου να ανακουφιστούν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες και οι οικονομίες από την τρομακτική πίεση που έχει φέρει ο κορονοϊός, ιδίως το δεύτερο κύμα. Αρκεί να σημειωθεί πως τα 750 δίσ. ευρώ του ταμείου Ανάκαμψης φάνταζαν ως ένα ιδιαιτέρως μεγάλο ποσό στις αρχές του καλοκαιριού (και ήταν ένα τεράστιο βήμα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση), όμως σήμερα με βάση τις νέες αυξημένες ανάγκες που δημιουργεί το δεύτερο κύμα είναι το απολύτως ελάχιστο απαραίτητο. Άρα η οποιαδήποτε καθυστέρηση θα επιβαρύνει δυσβάσταχτα, θα έλεγα, την κατάσταση.
Η διαπραγμάτευση που θα γίνει θα είναι σκληρή. Εκτιμώ όμως ότι λύση θα δοθεί και ευελπιστώ ως οι κανόνες δικαίου της φιλελεύθερης δημοκρατίας θα υπερισχύσουν.