Η σημερινή Κυριακάτικη και εορταστική Καθημερινή δημοσιεύει, στη σελίδα 31, κάτω από το σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη, ένα άρθρο μου που περιγράφει τους λόγους για τους οποίους μπορούμε να αισιοδοξούμε για το νέο έτος και το μέλλον. Ο στόχος είναι προφανής: ότι κι αν πιστεύει κανείς, η απαισιοδοξία δεν βοηθά και, βέβαια, το μέλλον ανήκει σε αυτούς που το κοιτούν κατάματα και δεν το φοβούνται.
Χρόνια πολλά σε όλες και όλους, ιδίως στους Χρήστους και τις Χριστίνες μας (μαζί και η πεθερούλα μου…)!
Ακολουθεί το άρθρο:
Είθισται στο τέλος μιας χρονιάς να γίνονται προβλέψεις γι’ αυτήν που έρχεται. Όμως, αν κάτι αποδείχτηκε το 2020 είναι το πόσο εύκολη είναι η έκπληξη και η ανατροπή.
Επιπλέον, έχει επικρατήσει ο αισιόδοξος συχνά να θεωρείται αιθεροβάμων ενώ ο συγκρατημένος και, ιδίως, ο απαισιόδοξος ρεαλιστής και σοβαρός. Θα τολμούσα, μάλιστα, να πάω κι ένα βήμα παραπέρα: η, ευρύτερη πραγματικά, διαχωριστική πολιτική γραμμή στην πατρίδα μας είναι μεταξύ των απαισιόδοξων, που στέκονται φοβικά απέναντι στο μέλλον και νοσταλγούν ένα ωραιοποιημένο παρελθόν και των αισιόδοξων που, αναγνωρίζοντας τους κινδύνους, επικεντρώνονται στις ευκαιρίες που οι νέες εξελίξεις φέρνουν.
Το παράδοξο είναι ότι στους πρώτους ανήκει και η ελληνική Αριστερά, που αρέσκεται να αυτοπροσδιορίζεται ως η «προοδευτική παράταξη». Ειδικά στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, το να είσαι αριστερός συχνά σημαίνει να ελεεινολογείς για το μέλλον, να αντιδράς σε κάθε αλλαγή και να επιδιώκεις, πάση θυσία, τη μίζερη προστασία ενός υπερχρεωμένου κράτους-πατερούλη. Αυτό αποτελεί μια ιστορική ανατροπή: κανονικά ο προοδευτικός είναι φύσει αισιόδοξος και πιστεύει ότι η πρόοδος είναι και εφικτή και επιθυμητή.
Το βέβαιο είναι ότι χωρίς μια στοιχειώδη αισιοδοξία και πίστη στο μέλλον, η εναλλακτική είναι η στασιμότητα και η παρακμή. Η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προεδρία της ΝΔ το 2016 και η άνετη επικράτησή του στις εκλογές του 2019 είχε να κάνει, πρωτίστως, με την απόρριψη αυτής της προοπτικής της εθνικής μας παρακμής και ενός εσωστρεφούς μέλλοντος, μπλοκαρισμένου από τις παθογένειες του παρελθόντος. Γι’ αυτό και η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη εκπροσωπεί, σχεδόν μονοπωλιακά, την «παράταξη» και το πολιτικό πνεύμα της αισιοδοξίας για τη χώρα μας.
Που βασίζεται, όμως, η πίστη ότι το μέλλον μπορεί να είναι καλύτερο; Σε μια απολύτως ρεαλιστική ανάγνωση των τρεχουσών διεθνών εξελίξεων, τις οποίες ακόμα και οι οικονομολόγοι, οι εγκυρότεροι των σύγχρονων «μελλοντολόγων», συχνά αγνοούν. Δεν είναι, βέβαια, μόνο ότι το εμβόλιο είναι εδώ και σύντομα ο μαζικός εμβολιασμός θα επιτρέψει το άνοιγμα της οικονομίας. Υπάρχουν δυο μεγάλες αλλαγές που ευνοούν την Ελλάδα και είχαν να κάνουν με την πανδημία, άμεσα ή έμμεσα.
Η πρώτη αφορά την εκρηκτική άνοδο της τηλε-εργασίας. Η πανδημία λειτούργησε επιταχυντικά προς αυτή την κατεύθυνση. Μακροπρόθεσμα, η τάση αποσύνδεσης του τόπου εργασίας από τον τόπο κατοικίας καθιστά την Ελλάδα έναν από τους πιο ελκυστικούς προορισμούς για τους «νομάδες» της παγκοσμιοποίησης. Στην Ελλάδα, όσα εμπόδια συναντά ίσως κανείς στην εργασία του τόσα πλεονεκτήματα έχει στη διαμονή του: φθηνό κόστος, πλούσια κοινωνικότητα, απαράμιλλο φυσικό τοπίο, ιστορία, πολιτισμό, κλίμα και διατροφή. Ήδη, μεσούσης της πανδημίας, χιλιάδες Έλληνες του εξωτερικού επέστρεψαν για να εργαστούν από εδώ. Σύντομα θα τους ακολουθήσουν πολλοί Ευρωπαίοι και άλλοι για να εκμεταλλευτούν τα ασύγκριτα πλεονεκτήματά του ελληνικού «ευ ζειν», το οποίο μπορεί να γίνει το θεμέλιο μιας δυναμικής «δημιουργικής οικονομίας» και «οικονομίας της εμπειρίας» σε δωδεκάμηνη βάση πέρα από το γνωστό «ελληνικό καλοκαίρι».
Η δεύτερη εξέλιξη είναι γεω-στρατηγική. Η ήττα του Ντόναλντ Τραμπ, ελέω κορονοϊού, επιστρέφει τις ΗΠΑ στο προσκήνιο και οδηγεί στην επανασυσπείρωση της Δύσης. Τίποτα δεν θα είναι εύκολο και η Ελλάδα καλείται μακροπρόθεσμα να κάνει μερικές δύσκολες επιλογές, όπως, για παράδειγμα, στη σχέση της με την Ουάσιγκτον και το Πεκίνο ή στον βαθμό «συναλλακτικότητας» (transactionalism, «δούναι και λαβείν»), πέραν της επίκλησης αρχών και αξιών, με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και τα ΗΑΕ. Όμως, σε κάθε περίπτωση, στη νέα διαίρεση του κόσμου τον 21ο αιώνα, η Ελλάδα, για μια ακόμα φορά όπως και στον 20ο, μπορεί να προσβλέπει σε μια ευρύτερη συσπείρωση ισχυρών συμμαχιών.
Στο ενδιάμεσο διάστημα, αμέσως μόλις τα ταξίδια γίνουν ξανά ασφαλή, προβλέπεται μια εκρηκτική άνοδος του τουρισμού, εξαιτίας μιας καταπιεσμένης ζήτησης και της επιθυμίας των πλούσιων του βορρά για ζωή. Το 2021, στα 200 χρόνια από την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, μπορεί να σηματοδοτήσει την αρχή ενός κύκλου που θα αποκαταστήσει, και με το παραπάνω, τη ζημιά της οικονομικής κρίσης, με μια δυναμική και μακροπρόθεσμα βιώσιμη ανάταξη. Άλλωστε, αν κάτι μας διδάσκει η Ελληνική Επανάσταση είναι ότι η Ελλάδα όταν πετυχαίνει, τα καταφέρνει χάρη στην αισιοδοξία, τη φιλοδοξία και την εξωστρέφειά της