H oμιλία μου στη Βουλή στη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας σε βάρος του ΥΠΟΙΚ, Χ. Σταϊκούρα, Κυριακή, 25 Οκτωβρίου 2020:
“Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συνεδριάζουμε για τρίτη συνεχόμενη μέρα για να συζητήσουμε την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για την κορυφαία διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Κι όμως, νομίζω ότι, χωρίς καμία διάθεση αντιπαράθεσης, όλοι βλέπουμε και όλοι μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η κοινωνία δεν ασχολείται. Σας έχει γυρίσει -θα είμαι γαλαντόμος- μας έχει γυρίσει συνολικά, ως Βουλή, ως Εθνική Αντιπροσωπεία εδώ σήμερα το πρωί της Κυριακής 25η Οκτωβρίου, την πλάτη. Οι λόγοι είναι απλοί και εύκολα ανιχνεύσιμοι. Το έκαναν και κάποιοι από τους προλαλήσαντες. Επιτρέψτε μου να συνοψίσω:
Πρώτον, η χώρα αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή πανδημική κρίση, οικονομική ύφεση και μια εθνική απειλή μεγάλης έντασης και πρωτοφανούς διάρκειας από την Τουρκία.
Δεύτερον, η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη πιστώνεται με την αποτελεσματική διαχείριση της τριπλής κρίσης, σύμφωνα τόσο με τις δημοσκοπήσεις –χρησιμοποιώ στοιχεία κι όχι τα δικά μας θέλω- όσο και τις αναφορές του διεθνούς Τύπου και των ξένων ηγετών. Δεν τα λέμε εμείς. Τα λέει η κοινή γνώμη, τα λένε οι ξένοι, τα λένε τα στοιχεία. Δείτε τον πανευρωπαϊκό χάρτη της πανδημίας, για παράδειγμα.
Τρίτον, επί επτά συνεδριάσεις της αρμόδιας Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής τις αμέσως προηγούμενες μέρες, τέσσερις για το υπό συζήτηση επίδικο νομοσχέδιο της «δεύτερης ευκαιρίας» και τρεις για το προσχέδιο του προϋπολογισμού, δεν υπήρξε καμία υπόνοια κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης από μέρους σας.
Με την πρότασή του, αίφνης, στην Ολομέλεια ο κ. Τσίπρας αιφνιδίασε την κοινοβουλευτική του ομάδα, που έτρεχε να μαζέψει τις απαραίτητες υπογραφές και επιβεβαίωσε ότι ο στόχος ήταν μικροπολιτικός για την επανασυσπείρωση γύρω από τον αρχηγό, παρά για την ουσιαστική αντιμετώπιση ενός πολύ μεγάλου προβλήματος που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία και ελληνική οικονομία, αυτό της υπερχρέωσης.
Τέταρτον, επί δύο μέρες τώρα, σήμερα η τρίτη, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποτύχει να στοιχειοθετήσει την όποια, μα όποια, μια κάποια προσωπική μομφή εναντίον του κ. Σταϊκούρα. Είναι προφανές ότι η πρόταση δεν αφορά την πολιτική του Υπουργού, αλλά μια κυβερνητική επιλογή.
Γιατί η συγκεκριμένη επιλογή θα πρέπει να περάσει από τη βάσανο της πρότασης δυσπιστίας δεν έχει καταστεί φανερό. Η συζήτηση και η καταψήφιση του σχετικού νομοσχεδίου αρκούσε. Άλλωστε, κινδυνεύετε, δια της εις άτοπον απαγωγής, η μη υποβολή αντίστοιχης πρότασης δυσπιστίας σε όλα τα υπόλοιπα νομοσχέδια που φέραμε και σε όλους τους υπόλοιπους Υπουργούς να εκληφθεί ως επιδοκιμασία.
Πέμπτον, το πιο σημαντικό είναι ότι το νομοσχέδιο που επέλεξε να επικρίνει με τέτοια σφοδρότητα ο ΣΥΡΙΖΑ συμπληρώνει και εξυγιαίνει ένα ανεπίτρεπτο κενό, επεκτείνοντας την πτωχευτική προστασία και στους ιδιώτες, όχι μόνο στους εμπόρους και τις επιχειρήσεις, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, επ’ ωφελεία όσων υπερχρεώθηκαν, προκειμένου να είναι δυνατή η επανεκκίνηση τους με μια δεύτερη ευκαιρία.
Αν κάποιος δικαιούτο να αντιδρά στη συγκεκριμένη ρύθμιση θα έπρεπε να είναι ο πιστωτής και οι τράπεζες. Φαντάζομαι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταστεί συνήγορος των τραπεζών, με και σε όση σύγχυση κι αν βρίσκεται.
Έκτον, υπάρχει κάτι περισσότερο για το οποίο ο κόσμος μας έχει γυρίσει την πλάτη και βρισκόμαστε να συζητάμε εδώ σήμερα το πρωί «έρημοι κι απρόσωποι», όπως θα έλεγε ο εθνικός μας Νιόνιος. Με την πρότασή του ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος. Γιατί ήταν αυτός που κατάργησε τον «νόμο Κατσέλη», την προστασία της πρώτης κατοικίας, την αναστολή των πλειστηριασμών και εισήγαγε τους ηλεκτρονικούς για να ξεπεράσει τις αντιδράσεις των πρώην συντρόφων του, του Παναγιώτη Λαφαζάνη και της Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Με την πρόταση του ο ΣΥΡΙΖΑ μας ξαναθύμισε τις παλινωδίες, τις κωλοτούμπες, τον λαϊκισμό με τον οποίο ήρθε στην εξουσία και την αναπόφευκτη σύγκρουσή του με την πραγματικότητα, που προκάλεσε τεράστια ζημιά στην οικονομία.
Θέλω να είμαι σαφής και συγκεκριμένος. Καμία ελληνική κυβέρνηση σε καιρό ειρήνης δεν προκάλεσε τόση ζημιά στην ιστορία του τόπου όσο ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Για να μην μπερδευόμαστε, το 2015 είναι το προπατορικό σας αμάρτημα. Αυτό θα σας κυνηγάει, αυτό θα κουβαλάτε μαζί σας κι αυτό θα σας καθηλώνει στα έδρανα της αντιπολίτευσης.
Τελειώνω με το πιο βασικό. Έβδομον, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε τον λαϊκισμό. Επέλεξε τον λαϊκισμό και στα εθνικά θέματα. Δεν θα αναφερθώ σ’ αυτά διότι έπεται ο φίλτατος Υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος θα κάνει συνολική τοποθέτηση, φαντάζομαι, επί του θέματος.
Επιδιώκετε να παρασύρετε το πολιτικό σύστημα συνολικά και τη χώρα στη δίνη του λαϊκισμού. Αντί να συζητήσουμε πώς θα αντιμετωπίσουμε το ακανθώδες πρόβλημα των κόκκινων δανείων, που είχαν μετατρέψει τις τράπεζες μας σε «ζόμπι» και καθήλωσαν την οικονομία μας σε μία πρωτοφανή, πρωτόγνωρη, αναιμική ανάκαμψη μετά τη σφοδρή κρίση του 2010, αντί να συζητήσουμε με γενναιότητα τα δύσκολα που έχουμε μπροστά μας για να δώσουμε επιτέλους προοπτική στους νέους μας να μην φεύγουν στο εξωτερικό, αλλά να μένουν και να προκόβουν στον τόπο τους, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να κλαψουρίσει, να πει ψέματα για το παρελθόν του και να αποπροσανατολίσει από το κακό παρόν του.
Κυρίες και κύριοι, κανείς δεν συγκινείται για κανέναν δεν αφορούν, πλην της στενής ηγετικής ομάδας, τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και κανείς δεν συγκινήθηκε κανείς, πέραν της «ΑΥΓΗΣ», ούτε καν η «Εφημερίδα των Συντακτών», με την πρόταση δυσπιστίας. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού που μια πρόταση περνάει στα μονόστηλα των εφημερίδων. Αναρωτηθείτε γιατί.
Και κάτι τελευταίο. Αν δεν το καταλάβατε, πρέπει τώρα να το κάνετε. Το 2020 δεν είναι 2015. Ο λαϊκισμός δεν πουλάει. Δεν πουλάει εδώ, μετά από τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις της πενταετίας σας. Δεν πουλάει στην Ευρώπη, όπου ο λαός στρέφει τους ψηφοφόρους στους σοβαρούς και αποτελεσματικούς διαχειριστές, μακριά από τους κραυγάζοντες. Και επιτρέψτε μου την πρόβλεψη, δεν πουλάει ούτε στην Αμερική πια ενόψει των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου.
Όσο πιο γρήγορα το καταλάβετε τόσο καλύτερα για σας, αλλά και για την ευστάθεια του πολιτικού μας συστήματος, που χρειάζεται μια αξιόπιστη αντιπολίτευση κι όχι αυτό το συνονθύλευμα αντιφάσεων και παραδοξοτήτων που είσαστε σήμερα.”