Η από κοινού επιμέλεια των παιδιών και η ανάγκη της (H Καθημερινή, 09.12.2020)

Η κυβέρνηση προτίθεται να προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου καθώς έχουν περάσει 37 χρόνια από την τελευταία μεταρρύθμισή του το 1983. Στην προσπάθεια αυτή, βασική νέα ρύθμιση είναι η εισαγωγή ενός μαχητού τεκμηρίου, ώστε σε περίπτωση διαζυγίου, κάθε γονέας να μπορεί να μοιράζεται, τουλάχιστον, το ένα τρίτο του χρόνου του παιδιού μαζί του. Επιπλέον, προβλέπονται μια σειρά από άλλες δευτερεύουσες ρυθμίσεις με στόχο να καλλιεργηθεί μια κουλτούρα συνεννόησης μεταξύ των διαζευγμένων γονέων ως προς την άσκηση της επιμέλειας για το συμφέρον του παιδιού.

Η σημερινή κατάσταση είναι αποκαρδιωτική και χρήζει βελτίωσης. Κάθε χρόνο περίπου 17 χιλιάδες παιδιά βιώνουν το διαζύγιο ή τον χωρισμό των γονέων τους. Η από κοινού επιμέλεια, που ισχύει εντός του έγγαμου βίου, αποτελεί την εξαίρεση όταν αυτός λύεται. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η πρακτική που έχει επικρατήσει, και στις αποφάσεις των δικαστηρίων, είναι να ασκεί την επιμέλεια αποκλειστικά ο ένας γονέας, στην πράξη η μητέρα, με δικαιώματα συνεύρεσης του πατέρα μόλις δυο Σαββατοκύριακα τον μήνα.

Σήμερα, η από κοινού επιμέλεια είναι εφικτή μόνο αν συμφωνήσουν και οι δυο γονείς, πράγμα δύσκολο, όταν ο ένας ξέρει ότι μπορεί να κερδίσει δικαστικά την αποκλειστική επιμέλεια. Με άλλα λόγια, στην πράξη, η από κοινού επιμέλεια δίνεται μόνο όταν η μητέρα παραιτηθεί από το δικαίωμα της στην αποκλειστική επιμέλεια του παιδιού της. Συχνά, το αποτέλεσμα είναι οικογενειακά δράματα που καταστρέφουν τις ζωές των γονιών και δηλητηριάζουν τις ψυχές των παιδιών.

Η μετάβαση από την από κοινού στην αποκλειστική επιμέλεια μετά το διαζύγιο μπορεί να είναι για το παιδί τραυματική, αντίκειται στη διεθνή πρακτική αλλά και στις αποφάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Διεθνούς Σύμβασης για την Προστασία του Παιδιού, που η χώρα μας έχει κυρώσει με νόμο το 1992. Η επιστημονική κοινότητα αλλά και ο κοινός νους συμφωνούν ότι το παιδί χρειάζεται και τους δυο γονείς για να μεγαλώσει σωστά. Το μοντέλο του απόντα πατέρα, που ήταν πάντα προβληματικό, είναι απολύτως καταδικαστέο σήμερα. Οι σύγχρονοι μπαμπάδες και θέλουν και πρέπει να μπορούν να εμπλέκονται στην ανατροφή του παιδιού τους.

Το ζήτημα της ενδο-οικογενειακής βίας και των ελλειμμάτων στην ουσιαστική ισότητα των δυο φύλων είναι υπαρκτό και σοβαρό στην πατρίδα μας και χρήζει της φροντίδας της πολιτείας για την αντιμετώπισή του. Όμως, δεν θα πρέπει να συγχέεται με το εξίσου υπαρκτό πρόβλημα της αποξένωσης του γονιού από το παιδί του, το οποίο βλάπτει όχι μόνο τον γονιό αλλά, κυρίως, το παιδί, κάτι που οφείλει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψιν της μια πολιτεία που νοιάζεται για όλα τα μέλη της και, ιδίως, τα πιο αδύναμα.

Το παράδοξο είναι η αντίδραση, στη σύγχρονη αντίληψη και την ευρωπαϊκή πρακτική της από κοινού επιμέλειας, κάποιων οργανώσεων που διαμαρτύρονται για τη νέα ρύθμιση, παρά τη δικλείδα ασφαλείας που εισάγει, σύμφωνα με την οποία το τεκμήριο είναι μαχητό και άρα μπορεί να ανατραπεί, όταν ο ένας γονιός δεν πρέπει ή δεν μπορεί να συμμετέχει στην από κοινού επιμέλεια. Πολλές από τις οργανώσεις αυτές που, στο παρελθόν, είχαν προσφέρει πολλά για τα δικαιώματα των γυναικών στην πατρίδα μας, κινδυνεύουν να εμφανιστούν ασυνεπείς με την ιδεολογία τους. Άλλωστε, το «πατριαρχικό» μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο οι μπαμπάδες κερδίζουν τα προς τα ζην και οι μαμάδες ανατρέφουν, μόνες και κατ’ αποκλειστικότητα, τα παιδιά τους είναι ξεπερασμένο.

Οι αντιδράσεις τους κατάφεραν να αποτρέψουν την αντίστοιχη μεταρρύθμιση το 2008. Όμως, το κοινωνικό πρόβλημα της αποξένωσης του παιδιού από τον έναν γονέα και οι συγκρούσεις, που προκαλεί η πρακτική που θέλει, ως προς την επιμέλεια του παιδιού μετά το διαζύγιο, τον έναν γονέα ισχυρό και τον άλλο ανίσχυρο, επιβάλουν την προσαρμογή του οικογενειακού μας δικαίου στις σύγχρονες αντιλήψεις, όπως έχει γίνει παντού στην Ευρώπη.