Ολόκληρη η ομιλία μου στην Ολομέλεια της Βουλής για την Αναθεώρηση του Συντάγματος στις 22.11.2019:
“Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, το Σύνταγμα του 1975 άντεξε στην πίεση της μεγάλης κρίσης που ενέσκηψε στη χώρα μας το 2010 και έτσι βγαίνουμε σήμερα από αυτήν με αλώβητο το δημοκρατικό κεκτημένο. Υπήρξαν πολλές και δημοφιλείς προβλέψεις από Κασσάνδρες, ιδίως στην Αριστερά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό που φαντασιώνονταν «Βαϊμάρες».
Το Σύνταγμά μας τους διέψευσε και επιβεβαίωσε ότι είναι το καλύτερο στο μακρύ συνταγματικό βίο της Ελλάδας και δικαιολογημένα χαίρει του σεβασμού και της εκτίμησης, όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και διεθνώς. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι το Σύνταγμά μας στο πλαίσιο προσαρμογής στις νέες συνθήκες όφειλε να ενσωματώσει τα διδάγματα από τα παθήματα της μεγάλης κρίσης.
Η Αναθεώρηση όπως διαμορφώθηκε από την προηγούμενη, προτείνουσα Βουλή δεν το έκανε και αντιθέτως, για μια ακόμα φορά, υπέκυψε σε μεγάλο βαθμό στο συνταγματικό λαϊκισμό που είναι και η χειρότερη μορφή λαϊκισμού. Δεν αναζητήθηκαν οι δικλείδες ασφαλείας που θα θωράκιζαν τη χώρα δημοσιονομικά, αλλά μέσα από έναν ακατάσχετο συνταγματικό βερμπαλισμό επιδιώχθηκε από την τότε πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ η προώθηση των ιδεοληψιών του.
Ακούσαμε και σήμερα από νέους συναδέλφους της Αντιπολίτευσης για τις ευθύνες του παλαιού πολιτικού κόσμου για τη χρεοκοπία της Ελλάδας. Οι ευθύνες είναι δεδομένες, όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ως Αντιπολίτευση πριν το 2010 ήταν ανάχωμα ή επισπεύδων στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό; Αναρωτιέμαι, καλή τη πίστει, πραγματικά, όταν οι παλιοί έδιναν δέκα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ζητούσε εκατό; Και έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει και αυτός τη δική του ευθύνη στην υπερχρέωση της πατρίδας μας; Δεν είναι καιρός πια να είμαστε λίγο περισσότερο ειλικρινείς και χωρίς θεατρινισμούς να προχωρήσουμε σε μια γόνιμη και αναζωογονητική αυτοκριτική;
Υπό την έννοια αυτή, η αναθεώρηση που τώρα συζητάμε, η τέταρτη στην ιστορία του Συντάγματος του 1975, αποτελεί σε κάποιον βαθμό μια ακόμα χαμένη ευκαιρία για τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό του καταστατικού μας χάρτη.
Προσπάθεια τώρα δική μας, της Πλειοψηφίας, της Νέας Δημοκρατίας στην Αναθεωρητική Βουλή είναι να διασωθεί ό,τι μπορεί να διασωθεί και έτσι έχουμε τις συγκεκριμένες προς αναθεώρηση διατάξεις, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει αυτή του άρθρου 32, για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, αφού στο παρελθόν ήταν αυτή που είχε προκαλέσει μεγάλες κρίσεις και δραματικές εξελίξεις και βέβαια η διάταξη του άρθρου 54, που επιδιώκει να προφυλάξει από τυχόν αντισυνταγματικότητα τη μεγάλη εθνική συμφωνία που επίκειται για την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού.
Η διάταξη του άρθρου 32 είναι πρωτότυπη παγκοσμίως. Δεν συναντάται σε άλλα συντάγματα και προέκυψε από την ευγενή προώθηση του συνταγματικού νομοθέτη το 1975, να δημιουργούνται ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις γύρω από την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Στην πράξη αποδείχθηκε ατυχής, αφού αποτέλεσε αφορμή για την προσχηματική διάλυση της Βουλής και την πρόκληση πρόωρων εκλογών στις οποίες το ζήτημα του Προέδρου δεν έπαιξε ποτέ κανέναν ρόλο.
Ξέρουμε όλοι ότι η πρόθεση και το πνεύμα του άρθρου 32 καταστρατηγήθηκαν στο παρελθόν με τεράστιες αρνητικές συνέπειες για την πατρίδα μας. Η Ελλάδα μπήκε στη κρίση το 2010 και το κυριότερο επέστρεψε ξανά στην κρίση το 2015, εξαιτίας και της καταχρηστικής επίκλησης της συγκεκριμένης διάταξης από την τότε Αντιπολίτευση, που τη χρησιμοποίησε εργαλειακά και υπό αυτήν την έννοια αντιθεσμικά για να προκαλέσει την πρόωρη διάλυση της Βουλής και τη γρήγορη άνοδό της στην εξουσία.
Έτσι, κατά δική σας ομολογία, κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ, βρεθήκατε απροετοίμαστοι στην εξουσία και η χώρα πορεύτηκε στο εφιαλτικό ναρκοπέδιο του πρώτου εξαμήνου του 2015, τις συνέπειες του οποίου πληρώνουμε και θα πληρώνουμε για πολλά ακόμα χρόνια.
Η συναίνεση που επιτεύχθηκε στην προτείνουσα Βουλή για την αποδέσμευση της εκλογής του Προέδρου από την πιθανότητα διάλυσης της Βουλής είναι σημαντική και αποτελεί το ελάχιστο δίδαγμα από την κρίση της προηγούμενης περιόδου. Αποτελεί, δε, και μια αυτοκριτική της ίδιας της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για τις τυχοδιωκτικές και ακραία λαϊκιστικές επιλογές της τον Δεκέμβριο του 2014 και υπό την έννοια αυτή είναι απολύτως καλοδεχούμενη και θα μπορούσε να χαρακτηρίσει θετικά το όλο αναθεωρητικό εγχείρημα.
Για εμάς, στη Νέα Δημοκρατία, μετά την καταστροφική εμπειρία του 2010 και ιδίως το 2015, η αναθεώρηση του άρθρου 32 ήταν ύψιστης σημασίας και το απόλυτο ελάχιστο για να έχει νόημα η τρέχουσα αναθεωρητική διαδικασία. Με άλλα λόγια, χωρίς το άρθρο 32 πιστεύω ότι δεν θα προχωρούσαμε στην ολοκλήρωση της Αναθεώρησης, καθώς στο μεταξύ θυσιάσαμε πολλά και σημαντικά για τα επόμενα τουλάχιστον πέντε χρόνια, όπως η εμβληματική για εμάς αναθεώρηση του άρθρου 16.
Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για το άρθρο 32 είναι η μόνη εφικτή από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ με δική του πρωτοβουλία απέκλεισε από την τρέχουσα αναθεώρηση το άρθρο 30, σύμφωνα με το οποίο ο Πρόεδρος εκλέγεται από τη Βουλή.
Είναι ίσως κατανοητό κάποιοι στην Αντιπολίτευση να λυπούνται που δεν έχουν τη δυνατότητα να ξαναβάλουν τη χώρα σε περιπέτεια, όπως το 2015 με αφορμή την προεδρική εκλογή, όμως εκτίθενται, θέλοντας να πάρουν πίσω ό,τι ψήφισαν ή δεν ψήφισαν στην προτείνουσα Βουλή.
Η διάταξη του άρθρου 54 είναι περιοριστική, αλλά παρά τις όποιες επιφυλάξεις μπορεί να έχει κανείς, εξυπηρετεί το ύψιστο εθνικό συμφέρον που είναι να επιτραπεί επιτέλους στους Έλληνες του εξωτερικού να ψηφίζουν από τον τόπο διαμονής τους, με τις απαραίτητες διασφαλίσεις ότι διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με την πατρίδα και άρα δικαιούνται να έχουν λόγο για το μέλλον της.
Κάτι τέτοιο μεγαλώνει και ισχυροποιεί την Ελλάδα. Η διασπορά είναι το μεγάλο εθνικό μας κεφάλαιο που μπορεί να συμβάλει στην ευρύτερη ανάταξη της καθημαγμένης πατρίδας μας. Η Αναθεωρητική Βουλή μας στέλνει ένα ισχυρό προσκλητήριο στους Έλληνες απανταχού της γης, ότι τους θέλουμε δίπλα μας. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο κοτζαμπασισμός άλλων εποχών δεν έχει θέση στην Ελλάδα του παγκοσμιοποιημένου 21ου αιώνα.
Οι δύο αυτές αλλαγές, άρθρο 32 και άρθρο 54, μαζί με τις υπόλοιπες που προτείνει η Νέα Δημοκρατία, δημιουργούν ένα στέρεο θετικό αποτύπωμα για την τρέχουσα Αναθεώρηση που ενισχύει την πολιτική σταθερότητα και διευρύνει τη δημοκρατία μας και γι’ αυτό θα πρέπει να υπερψηφιστούν από όσο το δυνατόν περισσότερους συναδέλφους.
Σας ευχαριστώ.”