H Διεθνής Διάσκεψη της Ρώμης (23/7) για την μετανάστευση και την ανάπτυξη, η κατάσταση στη Μεσόγειο με τις εντεινόμενες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, η σύναψη μνημονίου συνεργασίας ΕΕ-Τυνησίας για τα θέματα αυτά και η επιδίωξη υπογραφής ανάλογων συμφωνιών με τη Λιβύη και την Αίγυπτο, η έκρυθμη κατάσταση στο Σαχέλ με τελευταία περίπτωση το στρατιωτικό πραξικόπημα στο Νίγηρα και η περαιτέρω πορεία του Συμφώνου για το Άσυλο και τη Μετανάστευση, στο οποίο κατέληξαν οι Υπουργοί Εσωτερικών της Ένωσης ήταν τα θέματα που αναπτύχθηκαν στην εκπομπή του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου «Με το Πρώτο στην Ευρώπη και τον Κόσμο» (Α’ Πρόγραμμα, Σάββατα και Κυριακές 12.00-13.00). Καλεσμένος ήταν ο νέος Υπουργός Μεταναστευτικού και Ασύλου Δημήτρης Καιρίδης, ο οποίος εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Διάσκεψη της Ρώμης.
Η Διάσκεψη, που οργανώθηκε στη Ρώμη, με την πρωτοβουλία της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι είχε σαν θέμα το μεταναστευτικό στη Μεσόγειο και την ανάπτυξη στην περιοχή. Σ’αυτήν συμμετείχαν όλες οι μεσογειακές χώρες της ΕΕ, πλην Γαλλίας, αλλά και τα περισσότερα μεσογειακά κράτη της Β. Αφρικής και Μ. Ανατολής και όχι μόνον. Και βεβαίως διασκέψεις για τη Μεσόγειο έχουν γίνει ουκ ολίγες τα τελευταία τουλάχιστον 30 χρόνια, με πρωτοβουλίες της ΕΕ ή επιμέρους χωρών. Ο κ. Καιρίδης ερωτάται καταρχήν τι ήταν η συγκεκριμένη συνάντηση, ποιοι προσήλθαν και γιατί διοργανώθηκε στη Ρώμη από την Ιταλία.
Επίσης, η Διάσκεψη της Ρώμης έγινε λίγες μέρες μετά την υπογραφή μιας «Συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας ΕΕ-Τυνησίας» στην Τύνιδα, όπου για το γεγονός αυτό είχαν ταξιδέψει εκεί η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πάλι η Τζόρτζια Μελόνι, αλλά και ο πλέον υπηρεσιακός πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μάρκ Ρούτε. Οι ανακοινώσεις που έγιναν στη Ρώμη για το σύνολο των συμμετεχόντων βρίσκονται στο πνεύμα και επαναλαμβάνουν λίγο πολύ το περιεχόμενο του μνημονίου ΕΕ-Τυνησίας, το οποίο περιέχει πέντε πυλώνες: τη μακροοικονομική σταθερότητα της Τυνησίας, το εμπόριο των δύο πλευρών και τις επενδύσεις της ΕΕ εκεί, την πράσινη μετάβαση, τις επαφές μεταξύ των λαών, τη μετανάστευση, την αντιμετώπιση των διακινητών.
Έτσι, μια σειρά από πολιτικές έχουν προβλεφθεί, όπως η διασύνδεση της Τυνησίας με τις ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες με καλώδιο οπτικών ινών, η συμπερίληψη των τυνήσιων φοιτητών στο πρόγραμμα ERASMUS +, η δημιουργία πλαισίου για νόμιμη μετανάστευση από την χώρα αυτή προς την ΕΕ κλπ. Η ουσία όμως περιλαμβάνεται κυρίως στην οικονομική υποστήριξη της Τυνησίας ώστε να κρατήσει τους χιλιάδες πλέον παράτυπους μετανάστες που συρρέουν στην επικράτεια της από τις γειτονικές της χώρες και κυρίως την Υποσαχάρια Αφρική μακριά από τις ευρωπαϊκές ακτές και να καταπολεμήσει τους διακινητές που δραστηριοποιούνται και στα δικά της λιμάνια. Από την άποψη αυτή η Συμφωνία ΕΕ-Τυνησίας αποτελεί μοντέλο και για ανάλογες συμφωνίες που θέλουν να συνάψουν οι Βρυξέλλες επίσης με τη Λιβύη και την Αίγυπτο και ενδεχομένως και τις υπόλοιπες χώρες της Β. Αφρικής και Μ.Ανατολής που πήραν μέρος.
Ακόμη, ειδικά τον τελευταίο χρόνο η Τυνησία δείχνει να έχει μετατραπεί σε hot spot μεταναστών που προσπαθούν να περάσουν στην Ευρώπη. Ορισμένα ΜΜΕ την αποκαλούν πλέον μια «νέα Λιβύη». Η κυβέρνηση της Τύνιδας αντιμετωπίζει τους μετανάστες κατά διαστήματα αυστηρά και έχει μεταφέρει αρκετούς από αυτούς, που πολιορκούν στο λιμάνι της Σφάξ για να περάσουν στην Ιταλία, στην έρημο κοντά στη Λιβύη, για να υποχρεωθεί να τους μετακινήσει ξανά σε πιο οργανωμένους οικισμούς μετά από ευρωπαϊκές καταγγελίες και διαμαρτυρίες. Ο κ. Καιρίδης εξηγεί γιατί βρίσκεται η Τυνησία στο μάτι του κυκλώνα της διακίνησης μεταναστών στην Ευρώπη, καθώς και ποια είναι τώρα η γενικότερη κατάσταση στη Δυτική και Ανατολική Μεσόγειο.
Το σημαντικότερο όμως ζήτημα στο χώρο αυτό έχει να κάνει με τις διαπραγματεύσεις του Συμβουλίου των Υπουργών Εσωτερικών της ΕΕ, το οποίο στις 20/6 κατέληξε, με ειδική πλειοψηφία και όχι ομοφωνία, σε μια συμφωνία για ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για το Άσυλο και τη Μετανάστευση. Η εν λόγω συμφωνία δεν είναι ακόμη η τελική, καθώς δεν έχει εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ενώ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει ακόμη να εγκρίνει τη μεταρρύθμιση.
Το πακέτο της συμφωνίας περιέχει δύο βασικές καινοτομίες:
Πρώτον, θα υπάρχουν γρήγορες διαδικασίες για τους αιτούντες άσυλο στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Θα πρέπει να υπάρχουν τα λεγόμενα κέντρα ασύλου κοντά στα σύνορα, σε αυστηρά ασφαλείς περιοχές κι εγκαταστάσεις. Στην ιδανική περίπτωση, εντός 12 εβδομάδων θα έχει ελεγχθεί εάν ο αιτών διαθέτει πιθανότητα ασύλου. Αν όχι, θα πρέπει να αποσταλεί αμέσως πίσω με αεροπλάνο «σε ασφαλείς, τρίτες χώρες», χωρίς να εισέλθει στην ΕΕ. Η πρόβλεψη είναι ότι η συνολική διάρκεια της διαδικασίας ασύλου ή απέλασης στα σύνορα, δεν πρέπει να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Η μεταρρύθμιση που συμφωνήθηκε προβλέπει, επίσης, αυστηρότερη μεταχείρισή των αιτούντων εάν προέρχονται από χώρες που χαρακτηρίζονται ως ασφαλείς και στις οποίες συμπεριλαμβάνονται πλέον όλα τα βαλκανικά κράτη, το Μαρόκο, η Σενεγάλη και η Γκάνα.
Δεύτερον, δεν θα υπάρχει τελικά αναγκαστική διανομή προσφύγων εντός της Ευρώπης, επειδή ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αρνούνται να φιλοξενήσουν μετανάστες από τη Μεσόγειο. Αντ’ αυτού θα δημιουργηθεί ένα νέο ευρωπαϊκό ταμείο που θα τροφοδοτείται από εισφορές χωρών που δεν δέχονται μετανάστες. Συγκεκριμένα, τα κράτη που δεν συμφωνούν με την ποσόστωση των μεταναστών που τους αναλογεί, θα πρέπει να πληρώνουν 20.000 ευρώ για κάθε μετανάστη ο οποίος δε γίνεται δεκτός. Η λύση της οικονομικής αποζημίωσης επαναλαμβάνει, βέβαια, κατά πολύ το σχέδιο που είχε εκπονήσει η Επιτροπή Γιουγκέρ το 2016 για να αντιμετωπιστεί το τότε μεγάλο προσφυγικό και μεταναστευτικό κύμα και να ανακουφιστούν η Ελλάδα και η Ιταλία, μαζί με τη μετεγκατάσταση 100.000 και 60.000 προσφύγων αντίστοιχα. Το σχέδιο αυτό λειτούργησε μόνον εν μέρει. Και τα κρίσιμα ερωτήματα που τώρα τίθενται είναι τι τύχη αναμένεται να έχει η νέα συμφωνία της ΕΕ –στην οποία συναίνεσε τελικώς και η χώρα μας, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις της- ποια θα είναι τα επόμενα στάδια για την τελική έγκριση, αλλά και κατά πόσον το πλαίσιο είναι επαρκές ;
Τέλος, η διαχείριση του προσφυγικού και κυρίως των παράτυπων μεταναστών έχει καταστεί βασικό ζήτημα για το πολιτικό σύστημα πολλών χωρών πλέον της ΕΕ. Εκλογικά αποτελέσματα και ατζέντες κομμάτων επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό και υπάρχει μια τάση ανόδου των ξενοφοβικών δυνάμεων όσο το φαινόμενο παραμένει και εντείνεται. Η εξέλιξη αυτού του θέματος θα καθίσταται ολοένα και κρισιμότερη καθ’ οδόν προς τις Ευρωεκλογές του ερχομένου Ιουνίου του 2024.