Συνέντευξη στον Νίκο Οικονόμου για την Εφημερίδα Μακεδονία
Η ρωσική εισβολή είναι το μεγάλο ξυπνητήρι για τη γεωστρατηγική αφύπνιση και την ενίσχυση της γεωστρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης, τονίζει ο Δημήτρης Καιρίδης. Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και βουλευτής ΝΔ του Βόρειου Τομέα Αθηνών επισημαίνει ότι η επιδίωξη του Πούτιν με την εισβολή στην Ουκρανία ήταν «να δορυφοριοποιήσει μία ακρωτηριασμένη Ουκρανία και να επαναχαράξει τα σύνορα και ευρύτερα τη διεθνή τάξη πραγμάτων στην ανατολική Ευρώπη».
Ένας πόλεμος στη μέση της Ευρώπης θεωρούνταν μέχρι πρότινος κάτι πρωτοφανές. Τι κατά τη γνώμη σας οδήγησε σε αυτή τη σύγκρουση;
Η εισβολή στην Ουκρανία ήταν μία επιλογή του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν όσο και αν προσπαθεί να την δικαιολογήσει επικαλούμενος διάφορες αιτιάσεις. Προφανώς συνέβαλε και το ευρύτερο πλαίσιο, το ότι έγιναν λάθη και από τη Δύση τόσο τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου όπου δε φάνηκε όσο γενναιόδωρη ίσως θα έπρεπε, αλλά και αργότερα όταν ο ρωσικός αναθεωρητισμός αφέθηκε ανεξέλεγκτος με την εισβολή πρώτα το 2008 στη Γεωργία και στη συνέχεια το 2014 στην Κριμαία και την απόσχιση μέρους του Ντονμπάς, καθώς η Δύση εφησύχασε. Επιπλέον η τριαντάχρονη πορεία της Ουκρανίας ως ανεξάρτητου κράτους ταλαιπωρήθηκε από οικονομική καχεξία, διαφθορά και εσωτερικό διχασμό μεταξύ δυτικόφιλων και ρωσόφιλων. Η επανάκαμψη της Ρωσίας, η οικονομική της ισχυροποίηση, αλλά και η γεωστρατηγική της ενδυνάμωση τής επέτρεψαν να φιλοδοξεί να επιβάλει τη θέλησή της με τη βία στην πιο αδύναμη Ουκρανία.
Θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτή η εισβολή; Πολλοί λένε ότι ο διεθνής παράγοντας, οι ΗΠΑ αλλά και η Ευρώπη, δεν αντέδρασαν δυναμικά για να φρενάρουν την επιθετικότητα της Ρωσίας. Συμφωνείτε;
Αυτή είναι η κριτική που ασκούν χώρες, όπως οι Βαλτικές και η Πολωνία, οι οποίες λένε κυρίως προς τους Γερμανούς, αναφερόμενοι κατ’ εξοχήν στην «κατευναστική» πολιτική κυρίως της Μέρκελ ότι «εμείς σας τα λέγαμε». Είναι μία κριτική που βρίσκει σήμερα πρόσφορο έδαφος εξαιτίας της βαθιάς ρήξης στις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης και της μεγάλης αντιρωσικής στροφής της Δύσης μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Δεν είναι ωστόσο βέβαιο τι θα μπορούσε πρακτικά να κάνει η Δύση σε μια χώρα που δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ χωρίς να προκαλέσει και εντέλει να δικαιολογήσει τη ρωσική παρέμβαση.
Σε τι αποσκοπεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν;
Πρώτον να δορυφοριοποιήσει μία ακρωτηριασμένη Ουκρανία και να την προσδέσει γεωστρατηγικά στη Μόσχα και δεύτερον να επαναχαράξει τα σύνορα και ευρύτερα τη διεθνή τάξη πραγμάτων στην ανατολική Ευρώπη, όπως αυτή εγκαθιδρύθηκε το 1991 με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Σηματοδοτώντας την επανακάμψη της Ρωσίας ως μεγάλης δύναμης με αποφασιστικό λόγο και άποψη στην ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Αυτό σημαίνει και επιστροφή σε εποχές ψυχρού πολέμου;
Υπό μια έννοια ο ψυχρός πόλεμος είναι το αισιόδοξο σενάριο γιατί αυτή τη στιγμή έχουμε θερμό πόλεμο. Προφανώς έχουμε μπροστά μας μια βαθιά και θα δούμε πόσο μη αναστρέψιμη ρήξη μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Νομίζω όμως ότι στο βαθμό που έχει ανοίξει μια βαθιά πληγή στο ουκρανικό που δύσκολα θα επουλωθεί, οι σχέσεις Δύσης-Ρωσίας θα είναι ψυχρές.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών έχουν ήδη ξεκινήσει. Είστε αισιόδοξος; Τι μπορούμε να προσδοκούμε;
Βρισκόμαστε σε αδιέξοδο το οποίο προκλήθηκε από την αποτυχία του Πούτιν να κερδίσει έναν πόλεμο αστραπή, έναν Βlitzkrieg καταλαμβάνοντας γρήγορα γρήγορα και από τις πρώτες ημέρες το Κίεβο και ανατρέποντας την ουκρανική κυβέρνηση. Κατά συνέπεια έχουμε μπει σε μία φάση παράτασης των πολεμικών επιχειρήσεων με βομβαρδισμούς αμάχων, με ό,τι αυτό σημαίνει για την αυξανόμενη αιματοχυσία, την ανθρωπιστική κρίση και την διογκούμενη προσφυγική κρίση. Αυτά που φαίνεται ότι ζητά ο Ρώσος Πρόεδρος δύσκολα μπορεί να γίνουν αποδεκτά από μια κυβέρνηση ανεξάρτητου κράτους. Από την άλλη όλοι κατανοούν ότι ο Πούτιν δεν μπορεί να υποχωρήσει και να εμφανιστεί ότι ηττάται χωρίς να διακινδυνεύσει τουλάχιστον την πολιτική του επιβίωση εντός Ρωσίας. Γι’ αυτό και δυστυχώς σε αυτή τη φάση δεν βλέπω εύκολα περιθώρια ενός συμβιβασμού και μίας αποκλιμάκωσης.
Ο ρόλος της Ευρώπης ποιος πρέπει να είναι και μπορεί να είναι ο ρόλος της από εδώ και πέρα;
Η ρωσική εισβολή είναι το μεγάλο ξυπνητήρι για τη γεωστρατηγική αφύπνιση και την ενίσχυση της γεωστρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης. Ήταν κάτι που το συζητούσαμε επί δεκαετίες και που τώρα η ρωσική πίεση σπρώχνει μπροστά. Βλέπετε τη Γερμανία, την πιο ισχυρή οικονομικά χώρα της ΕΕ, να αλλάζει άρδην την αμυντική της πολιτική αλλά και άλλες χώρες, όπως η Φιλανδία και η Σουηδία να επανεξοπλίζονται και να συζητούν για πρώτη φορά την πιθανή ένταξή τους στο ΝΑΤΟ. Είναι προφανές ότι εμείς μαζί με τους Γάλλους θέλουμε όλες αυτές τις κινήσεις να ενταχθούν σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο ώστε να μη δημιουργούν άλλου είδους παρενέργειες, ξέροντας καλά και έχοντας διδαχθεί σωστά από την ευρωπαϊκή ιστορία. Αν υπάρχει ένα θετικό απ’ όλο αυτό το κακό που συμβαίνει στα ανατολικά είναι η μεγάλη ευκαιρία για την Ευρώπη να τρέξει μπροστά και να αποκτήσει δίπλα στην ήπια ισχύ και τα εργαλεία «σκληρής» ισχύος του στρατιωτικού καταναγκασμού που είναι απαραίτητα προκειμένου να υπερασπιστεί τις αρχές και τα συμφέροντά της στον ανταγωνιστικό 21ο αιώνα.
Και η Ελλάδα; Είμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας; Έπρεπε να τοποθετηθούμε με αυτόν τον σαφή τρόπο;
Η Ελλάδα πάντοτε ήταν στη σωστή μεριά της ιστορίας και δεν μπορούσε τώρα να μην είναι. Η σύγχρονη Ελλάδα γεννήθηκε μέσα από μία φιλελεύθερη επανάσταση σε ρήξη με την αυτοκρατορική τάξη πραγμάτων και τον οθωμανικό αυταρχισμό και πορεύτηκε όλα αυτά τα 200 χρόνια του ελεύθερου βίου της από τη σωστή μεριά της ιστορίας. Και στον Πρώτο και στον Δεύτερο και στον Ψυχρό Πόλεμο. Πάντοτε υπήρχαν μειοψηφίες στο εσωτερικό που προσπάθησαν να την πάνε στη λάθος μεριά αλλά τελικά επικράτησε το σωστό. Όπως και τώρα υπάρχουν φωνές. Όμως η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης και του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν ξεκάθαρες, συνεπικουρούμενες -για να είμαι δίκαιος- σε πολύ μεγάλο βαθμό και από τα μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να μην πάρει σαφή θέση σε αυτόν τον διχασμό μεταξύ Δύσης και Ρωσίας τόσο για λόγους αρχής και ηθικής τάξης όσο και για λόγους συμφέροντος. Διότι η Ελλάδα έχει απόλυτο εθνικό συμφέρον στην καταδίκη κάθε αναθεωρητισμού, κάθε ιστορικού ρεβανσισμού και κάθε προσπάθειας επιστροφής στην εποχή των αυτοκρατοριών, καθώς γειτνιάζει όπως είναι γνωστό με την Τουρκία. Μια χώρα που έχει ασελγήσει σε βάρος της Κύπρου από το 1974 και η οποία συνεχώς απειλεί και προκαλεί σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.
Οι επιπτώσεις του πολέμου πάντως θα είναι βαριές σε ότι αφορά στην οικονομία και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στις τιμές σε βενζίνης και το φυσικό αέριο. Εδώ η Ευρώπη πώς πρέπει να αντιδράσει;
Οι απόψεις των ειδικών διχάζονται. Υπάρχουν οι απαισιόδοξοι που θεωρούν ότι όλα αυτά θυμίζουν τη δύσκολη περίοδο του στασιμοπληθωρισμού, με υψηλή ανεργία και υψηλό πληθωρισμό της δεκαετίας του 70 με τις δύο κρίσεις του πετρελαίου, το 73 και το 79. Άλλοι θεωρούν ότι το πρόβλημα είναι παροδικό, ότι η αγορά θα ισορροπήσει, ότι ήδη οι υψηλές τιμές δημιουργούν κίνητρα για την αύξηση της παραγωγής του σχιστολιθικού, για την έλευση περισσότερου υγροποιημένου φυσικού αερίου και για μια σειρά από κινήσεις που σε βάθος εξαμήνου θα φέρουν μια ομαλοποίηση στην αγορά. Το βέβαιο είναι ότι η ενεργειακή πρόκληση αποτελεί μια ακόμη ευκαιρία για περισσότερη Ευρώπη και για από κοινού ευρωπαϊκή αντιμετώπιση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρότεινε όπως κάναμε με την πανδημία και το Ταμείο Ανάκαμψης έτσι να κάνουμε και τώρα με ένα Ειδικό Ενεργειακό Ταμείο που θα απαλύνει τις συνέπειες της κρίσης και θα στηρίξει τους πιο ευάλωτους και τις πιο ευάλωτες χώρες. Το βέβαιο είναι ότι χρειάζεται να φύγουμε από τη διάσπαση των ενεργειακών αγορών και να πετύχουμε με επενδύσεις και με σωστές πολιτικές την ενοποίηση της ενεργειακής αγοράς ώστε να πετύχουμε καλύτερες τιμές.
Θα έχετε ακούσει κι εσείς εκ νέου τα σενάρια που προβλέπουν ότι λόγω του πολέμου στην Ουκρανία θα πάμε σε πρόωρες εκλογές. Ο πρωθυπουργός απαντά ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας. Εσείς τι λέτε;
Και εγώ προφανώς αυτό θα σας επαναλάβω. Τώρα είναι η ώρα της δράσης για την αντιμετώπιση αυτής της θύελλας, μιας νέας θύελλας. Ωστόσο οφείλω και ένα πολιτικό σχόλιο: Ότι αυτά τα σενάρια τροφοδοτούνται από την εμφανή αδυναμία της αντιπολίτευσης να εκφράσει μία συγκεκριμένη και καθαρή θέση, χωρίς μεμψιμοιρίες και φτηνούς πολιτικαντισμούς και να πείσει ότι έχει αποκτήσει μια στοιχειώδη πολιτική αξιοπιστία.