Κατόπιν πρόσκλησης, δημοσιεύτηκε σήμερα στη νέα εφημερίδα “60 plus”, το κάτωθι κείμενό μου, ένεκα απολογισμού της χρονιάς που έφυγε και προγραμματισμού της νέας που μόλις άρχισε, με την υποσημείωση ότι όσο κακός είναι ο αυτο-θαυμασμός αλλά τόσο κακό είναι και το αυτο-μαστίγωμα, καθώς και τα δυο αποφεύγουν την ισορροπημένη και γι’ αυτό ειλικρινή κριτική, από την οποία μπορεί να γίνουμε καλύτεροι. Αφορμή για το άρθρό μου ήταν μια πρόσφατη συνομιλία μου με έναν Γερμανό φίλο. Ιδού:
Η αλλαγή του χρόνου προσφέρεται για έναν απολογισμό, μια ματιά στο χθες προκειμένου να σχεδιάσουμε καλύτερα το αύριο. Η χώρα μας, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, αντιμετωπίζει εδώ και δυο χρόνια μια σφοδρή πανδημική κρίση με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες. Η Ελλάδα μπορεί να περηφανεύεται ότι, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, δεν είναι ο «αδύναμος κρίκος» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι επιδόσεις της στην αντιμετώπιση της τρέχουσας πολύπλευρης κρίσης κρίνονται διεθνώς επιτυχείς και, πάντως, με εξαίρεση το ποσοστό εμβολιασμένων, πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Ελλάδα οργάνωσε άψογα τον μηχανισμό μαζικών εμβολιασμών, βασισμένο στη ψηφιακή τεχνολογία, σε αντίθεση με τα προβλήματα που αντιμετώπισαν άλλες χώρες, όπως η Γερμανία. Για δυο χρόνια κατάφερε να συνεχίσει την εκπαιδευτική διαδικασία, χάρη στην τηλεκπαίδευση, που λειτούργησε πολύ καλύτερα από ότι στη Γερμανία. Πρότεινε και, εν τέλει, υιοθετήθηκε πανευρωπαϊκά το πιστοποιητικό εμβολιασμού για το ασφαλές άνοιγμα του τουρισμού και των διευρωπαϊκών μετακινήσεων. Ήταν η πρώτη που εισήγαγε την 3η, αναμνηστική, δόση εμβολιασμού και, μαζί με τη Γαλλία, τη λήξη του πιστοποιητικού αν αυτή δεν γίνει. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, εισήγαγε την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού τόσο για τους υγειονομικούς όσο και για μεγάλη πληθυσμιακή ομάδα, τους πολίτες άνω των 60.
Στην οικονομική διαχείριση της πανδημίας, η Ελλάδα επέδειξε γρήγορα αντανακλαστικά και ευελιξία, παρέχοντας ισχυρή στήριξη στη χειμαζόμενη ιδιωτική οικονομία, εξασφαλίζοντας το ασφαλές άνοιγμα του τουρισμού, που τα κατάφερε πέραν πάσης προσδοκίας, διεκδικώντας ένα γενναίο αναπτυξιακό πρόγραμμα από την Ε.Ε. και επιμένοντας στις μεταρρυθμίσεις. Το σημαντικό είναι ότι η χώρα δεν «σκόρπισε» απλώς χρήματα, όπως κατηγορήθηκε η προηγούμενη γερμανική κυβέρνηση ότι έκανε, αλλά χρησιμοποίησε την κρίση ως καταλύτη για «μεταρρυθμιστικά άλματα», όπως, κατεξοχήν, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα επανέρχεται στα προ-πανδημίας επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας πιο γρήγορα από τη Γερμανία και με έναν πληθωρισμό κατά 50% χαμηλότερο από τον γερμανικό. Σε αντίθεση με τη διεθνή οικονομική κρίση το 2008 που την έπληξε πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε., στη σημερινή κρίση οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι συγκρίσιμες, αν όχι καλύτερες, από της Γερμανίας κι αυτό είναι αξιοπρόσεχτο.
Η ως άνω αντιπαράθεση των επιδόσεων της Ελλάδας και της Γερμανίας δεν συνηθίζεται στην Ελλάδα, είναι, όμως, συχνή στον γερμανικό Τύπο. Η εδώ αναπαραγωγή της δεν γίνεται για λόγους αυτοθαυμασμού και εφησυχασμού. Το αντίθετο: η Ελλάδα έχει πολλά τραύματα να επουλώσει, μετά τη δεκαετή οικονομική της καθίζηση, και με ανοιχτές τις προκλήσεις της διπλής, πράσινης και ψηφιακής, μετάβασης αλλά και της αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής. Το ζήτημα είναι να μαθαίνουμε τόσο από τα λάθη μας όσο και από τις επιτυχίες μας για να αποφεύγουμε τα πρώτα και να επιμένουμε και να εμβαθύνουμε τις δεύτερες.