Ελλάδα, Δύση και Βόρεια Μακεδονία

8.2.2019

Η Ελλάδα έγινε χθες η πρώτη χώρα που επικύρωσε το πρωτόκολλο ένταξης της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Η ΠΓΔΜ θα γίνει το 30ο μέλος της ατλαντικής συμμαχίας που γιορτάζει φέτος τα 70α γενέθλιά της. Με τη χθεσινή απόφαση του ελληνικού κοινοβουλίου, η Ελλάδα στοιχίζεται πλήρως πίσω από τους περιφερειακούς σχεδιασμούς της Δύσης και επιβεβαιώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τον δυτικό προσανατολισμό της εξωτερικής της πολιτικής.

Η Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν δυτικόφιλη. Όμως, κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, η σχέση της με τη Δύση και, ιδίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες, είχε δοκιμαστεί. Το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απέσυρε την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Το 1982 ο Ανδρέας Παπανδρέου πρόσφερε αμέριστη στήριξη στους Παλαιστινίους του Γιασέρ Αραφάτ αλλά και στα αντι-δυτικά καθεστώτα του αραβικού κόσμου, όπως η Συρία και η Λιβύη. Η ελληνική συμμετοχή στο ΝΑΤΟ χαρακτηρίστηκε τότε από τη συνεχή εγγραφή ελληνικών αστερίσκων στα κοινά ανακοινωθέντα που εκδίδονταν, μετά από κάθε συνάντηση κορυφής της συμμαχίας.

Στη δεκαετία του 1990 η Ελλάδα φάνηκε να υποστηρίζει  τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και, ακόμα χειρότερα, την πολιτική του για τη «Μεγάλη Σερβία». Το 2008 ο Κώστας Καραμανλής δεν δίστασε να συγκρουστεί με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζωρτζ Μπους, ο οποίος ενώ δήλωσε το πρωί ότι η ΠΓΔΜ θα εισέλθει στο ΝΑΤΟ, αναγκάστηκε να ανασκευάσει το βράδυ, κατά τη διάρκεια της συνόδου του Βουκουρεστίου.

Τέλος, το καλοκαίρι του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας προκήρυξε και κέρδισε ένα δημοψήφισμα, το οποίο χρωματίστηκε από τις καταγγελίες εναντίον της Γερμανίας και της Ευρώπης.

Χρειάστηκε να ξανα-έρθει στην εξουσία η κυβέρνηση της «πρώτης φοράς Αριστερά», μετά τον Σεπτέμβριο του 2015, για να αφήσει η Ελλάδα πίσω της κάθε επιφύλαξη, αστερίσκο, ένσταση ή προβληματισμό για την αμερικανική και τη δυτική στρατηγική στην περιοχή μας.

Η Ελλάδα σήμερα διαμορφώνει μια στρατηγική συμμαχία με τις συντηρητικές, φιλο-δυτικές χώρες του αραβικού κόσμου, όπως η Αίγυπτος και η Ιορδανία, μαζί με το Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο. Αίρει μια εκκρεμότητα στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια που επέτρεπε στη Ρωσία να αναμιγνύεται σε βάρος της δυτικής στρατηγικής στην περιοχή. Και, ταυτόχρονα, το ελληνόφωνο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αναγνώρισε την αυτοκεφαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, σε βάρος των προνομίων του Πατριαρχείου της Μόσχας στη χώρα αυτή.

Με όλα αυτά, η Ελλάδα ευθυγραμμίζεται πλήρως με τη δυτική στρατηγική. Για όλους τους δυτικόφιλους, αποτελεί μια ικανοποίηση ότι η ουδετερόφιλη πτέρυγα της ελληνικής πολιτικής, που ταλαιπώρησε τη χώρα από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και, μεταπολεμικά την εξέφρασε με πάθος η Αριστερά, ηττήθηκε κατά κράτος και, μάλιστα, από έναν αυτο-αποκαλούμενο αριστερό πρωθυπουργό, όπως ο Τσίπρας. Απομένει να φανεί τι κέρδισε αλλά και τι έχασε η χώρα από την επιλογή αυτή.