Όταν ήμουν παιδί, η 30η Ιανουαρίου ήταν, βέβαια, μέρα σχολικής γιορτής (όχι αργίας) για τους Τρεις Ιεράρχες, οι οποίοι μαθαίναμε ότι είναι οι προστάτες της παιδείας, αλλά, ταυτόχρονα, ήταν και η ημέρα των γενεθλίων της αγαπημένης μου γιαγιάς Καλλιόπης, με την οποία είχα ένα πολύ μεγάλο δέσιμο.
Τα γενέθλια της γιαγιάς επανέφεραν, κάθε φορά, στο παιδικό μυαλό μου τις πολύπλοκες διαδρομές του σύγχρονου Ελληνισμού. Η γιαγιά, όπως και η άλλη μου γιαγιά αλλά και οι δυο παππούδες μου, είχε γεννηθεί εκτός των ορίων του σύγχρονου ελληνικού κράτους και ήρθε πρόσφυγας από την Ανατολική Θράκη στην Προσοτσάνη της Δράμας.
Εν ολίγοις, κάθε 30η Ιανουαρίου, τα γενέθλια της γιαγιάς μου υπενθύμιζαν ότι αυτό που είχαμε ως δεδομένο ήταν πρόσφατο, μια αίσθηση που εμείς από τον βορρά την έχουμε πολύ πιο έντονα, όπως ανακάλυψα όταν πρωτο-συνάντησα τη νότια γυναίκα μου. Αυτό ίσως με παρακίνησε από νωρίς να μελετήσω περισσότερο και την ιστορία και τις διεθνείς σχέσεις της ευρύτερης περιοχής μας. Για να καταλάβω την ιστορία της γιαγιάς μου και όλων των προγόνων μου, Πόντιων από τη Ρωσία, Ανατολικοθρακιωτών και Μακεδόνων.
Τα τελευταία τρία, ωστόσο, χρόνια, η 30η Ιανουαρίου είναι η μέρα που έφυγε ο μπαμπάς μου. Έχω γράψει για τον πατέρα μου παλαιότερα. Επιγραμματικά σημειώνω ότι ανήκε στην ηρωική γενιά που γεννήθηκε στον μεσοπόλεμο, ανδρώθηκε στην Κατοχή και τον Εμφύλιο και έχτισε με πάθος, δύναμη και αισιοδοξία τη σύγχρονη Ελλάδα, η οποία, την περίοδο 1950-1980, βγήκε από την προαιώνια φτώχεια της.
Κλείνω με αυτή την εκμυστήρευση. Ο αδελφός του, ο θείος Θέμης, μου τηλεφώνησε την επόμενη των εκλογών από το Αμβούργο, όπου ζει με την οικογένεια του, ως ευκατάστατος συνταξιούχος οδοντίατρος, βουρκωμένος για το πόσο χαρούμενος και περήφανος ήταν που ο εγγονός ενός Πόντιου πρόσφυγα από τη Ρωσία εκλέγονταν μέλος της Βουλής των Ελλήνων. Ήταν, μάλλον, και για τον ίδιο μια δικαίωση για την οποία, ως Έλληνας μετανάστης, μπορούσε να περηφανευτεί στους Γερμανούς φίλους του.
Η χροιά της φωνής και ο τονισμός της γλώσσας του θείου Θέμη έμοιαζε εκπληκτικά με του πατέρα μου. Ήταν σαν να τον άκουγα…
(Τον καιρό της πανδημίας, αντί για μνημόσυνο, ένα κεράκι εις μνήμην …)