Χιροσίμα και Ναγκασάκι: η ανθρωπότητα στην εποχή του πυρηνικού πολέμου

9.8.2018

Σαν σήμερα, πριν από 73 χρόνια, στις 9 Αυγούστου 1945, έπεσε η δεύτερη πυρηνική βόμβα στην ιστορία, τρεις μέρες μετά την πρώτη, στην ιαπωνική πόλη Χιροσίμα, καταστρέφοντας το Ναγκασάκι. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν η πρώτη χώρα που απέκτησε πυρηνικά όπλα και η μόνη, μέχρι σήμερα, που τα έχει χρησιμοποιήσει.

Η συζήτηση για τη σκοπιμότητα και την ηθική της αμερικανικής απόφασης συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας και αναζωπυρώνεται σε κάθε επέτειο. Οι Η.Π.Α. πέτυχαν να οδηγήσουν την Ιαπωνία σε μια παράδοση άνευ όρων, χωρίς οι ίδιες να αναγκαστούν να πραγματοποιήσουν μια συμβατική απόβαση, η οποία υπολογίζονταν ότι θα στοίχιζε τη ζωή ενός εκατομμυρίου Αμερικανών και, ταυτόχρονα, έστειλαν ένα ισχυρό μήνυμα στον Στάλιν, τον δικτάτορα της Σοβιετικής Ένωσης και μεγάλο νικητή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, για την αμερικανική υπεροπλία, η οποία καθιστούσε κάθε σκέψη για τη σοβιετική κυριαρχία στην Ευρώπη παρακινδυνευμένη.

Ο Αύγουστος του 1945 εισήγαγε την ανθρωπότητα, με βίαιο τρόπο, στην πυρηνική εποχή και άλλαξε για πάντα τον πόλεμο, αυτή την αρχέγονη ανθρώπινη δραστηριότητα, που ενώ είναι τόσο καταστροφική έχει χαρακτηριστεί και ως η «μαμή» της ιστορίας. Για πρώτη φορά, ένας πόλεμος με πυρηνικά μπορούσε να μην έχει νικητή αλλά να οδηγήσει στην εξόντωση του ίδιου του ανθρώπινου είδους και να έχει μόνο χαμένους. Η αδυναμία επικράτησης σε έναν πυρηνικό πόλεμο λειτούργησε αποτρεπτικά σε βάρος κάθε θερμοκέφαλου στις δυο αντίπαλες υπερδυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου. Η ισορροπία του τρόμου άλλαξε τα δεδομένα. Όπως υποστήριζε και ο Kenneth Waltz, ο μεγάλος νεορεαλιστής θεωρητικός των διεθνών σχέσεων, ο Ψυχρός Πόλεμος παρέμεινε ψυχρός χάρη στα πυρηνικά όπλα.

Σήμερα, τα πυρηνικά όπλα συνεχίζουν να αποτελούν ένα κορυφαίο ζήτημα για την παγκόσμια ασφάλεια. Για τις Η.Π.Α. αποτελούν ένα όπλο ξεπερασμένης τεχνολογίας αφού το οπλοστάσιο της έχει από καιρό μεταβεί στη νέα εποχή των έξυπνων αλλά συμβατικών όπλων. Για τη Ρωσία το μεγάλο πυρηνικό της οπλοστάσιο είναι απόδειξη στάτους ως μεγάλης δύναμης, την οποία θα πρέπει οι τρίτοι, ακόμα και οι Αμερικάνοι, να λαμβάνουν υπόψη τους. Το ίδιο ισχύει και για τη Γαλλία, η οποία από νωρίς επιδίωξε και κατάφερε να αποκτήσει τη δική της ανεξάρτητη δύναμη πυρηνικής αποτροπής, καθιστώντας τη την ισχυρότερη στρατιωτικά χώρα της Δυτικής Ευρώπης, μαζί με την επίσης πυρηνική Μεγάλη Βρετανία.

Για κάποιες χώρες τα πυρηνικά όπλα λειτουργούν εξισορροπητικά: για την Ινδία απέναντι στην ισχυρότερη Κίνα, για το Πακιστάν απέναντι στην ισχυρότερη Ινδία. Λίγες χώρες αποφάσισαν να αποσυρθούν από αυτά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όπως η Νότια Αφρική, η Αργεντινή και οι πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες του Καζαχστάν και της Ουκρανίας, οι οποίες βρέθηκαν να κατέχουν μέρος του σοβιετικού οπλοστασίου. Ο Μουαμάρ Καντάφι συνεργάστηκε με τους Δυτικούς, απεμπόλησε τα όπλα μαζικής καταστροφής αλλά το τέλος του έχει πείσει τον Κιμ Γιογκ Ουν στη Βόρεια Κορέα να μην ακολουθήσει το παράδειγμά του.

Σήμερα τα πυρηνικά βρίσκονται στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης των Η.Π.Α., του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν. Η μεγαλύτερη, ωστόσο, ανησυχία παραμένει μήπως ένα πυρηνικό όπλο πέσει στα χέρια ενός τρομοκράτη, εναντίον του οποίου δεν μπορεί να λειτουργήσει η παραδοσιακή αποτροπή, η οποία έχει καταστήσει την 6η και 9η Αυγούστου 1945 την εξαίρεση της ιστορίας.