Άρθρο μου στην έκτακτη έκδοση της Καθημερινής (3.12.2023) με τίτλο: «Χένρι Κίσινγκερ – Τα δύο πρόσωπα ενός μάγου της διπλωματίας»
Ο Χένρι Κίσινγκερ υπήρξε ίσως ο πιο γνωστός Αμερικανός υπουργός εξωτερικών και σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του 20ου αιώνα. Ταυτόχρονα, ήταν κι ένας από τους πιο καταξιωμένους διεθνολόγους: ως καθηγητής στο Χάρβαρντ μέχρι το 1969 και ως παγκοσμίου βεληνεκούς αναλυτής μετά το 1977. Στην πορεία, δαιμονοποιήθηκε από την παγκόσμια αριστερά για τον κυνισμό του αλλά και από την νέα δεξιά του Ρήγκαν για τον ρεαλισμό του. Στην Ελλάδα, θεωρήθηκε ότι συνέβαλε στην τραγωδία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974, κατηγορούμενος ότι δεν σταμάτησε τον Αττίλα, όπως έκαναν οι προκάτοχοι του το 1964 και το 1967.
Όμως, ποιος, πραγματικά, ήταν ο Κίσινγκερ και ποια είναι η βαθύτερη ουσία του έργου και των ιδεών του; Η απάντηση βρίσκεται στην καταγωγή του. Ως Γερμανοεβραίος, γεννημένος στην Ευρώπη του μεσοπολέμου, κάτι που διαρκώς θύμιζε η έντονη προφορά του, δεν μπορούσε παρά να έχει μια απαισιόδοξη πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης και, ακόμα περισσότερο, των σχέσεων μεταξύ των κρατών. Όπως και άλλοι πρωτοπόροι της νεοπαγούς επιστήμης των διεθνών σχέσεων, θεμελίωσε την πιο αμερικανική από τις κοινωνικές επιστήμες, που είναι οι «διεθνείς σχέσεις», με βάση την ευρωπαϊκή του εμπειρία και τη μεσοπολεμική του απαισιοδοξία.
Ο Κίσινγκερ έταξε σκοπό της ζωής του να τιθασέψει τον εγγενή αμερικανικό ιδεαλισμό και τον υπερ-αισιόδοξο βολονταρισμό του, ο οποίος εύκολα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν μεσσιανισμό, πολύ επικίνδυνο στην εποχή του πυρηνικού ανταγωνισμού των ΗΠΑ με τη Σοβιετική Ένωση. Η κοσμοθεωρία του αποτυπώθηκε, από νωρίς, ήδη στη διδακτορική του διατριβή για τη διπλωματία του Μέτερνιχ, η οποία, στην πορεία, κατέστη ένα μνημειώδες έργο των διεθνών σχέσεων.
Στόχος του ήταν η αντιπαραβολή της Συνθήκης των Βερσαλλιών του 1919 με το Συνέδριο της Βιέννης του 1815. Η πρώτη γρήγορα οδήγησε σε ένα νέο αιματοκύλισμα. Το δεύτερο θεμελίωσε μια εκατονταετή περίοδο ειρήνης στην Ευρώπη. Η εξήγηση για τον Κίσινγκερ ήταν απλή: από τη μια ο αποτυχημένος ουτοπικός ιδεαλισμός του Ουίλσον, που αποτελεί και τη φυσική «ιδεολογία» της Αμερικής, και από την άλλη ο ψυχρός, κυνικός αλλά αποτελεσματικός ρεαλισμός του Μέτερνιχ και του Κάσλρεϊ, ο οποίος μπορεί να μη συγκινεί την ευμετάβλητη κοινή γνώμη στην εποχή της δημοκρατίας, αλλά σταθεροποίησε το διεθνές σύστημα μετά τη Ναπολεόντια αναταραχή.
Όλη η “Κισινγκέρια” σκέψη και πράξη είχε ως στόχο να περιορίσει τις σταυροφορικές παρορμήσεις της Αμερικής. Την εγγενή πεποίθηση της ότι μπορεί και πρέπει να προσπαθεί να μεταμορφώσει τον υπόλοιπο κόσμο καθ’ εικόνα και ομοίωση της. Για τον Κίσινγκερ αυτό δεν ήταν μόνο ανέφικτο αλλά και επικίνδυνο, καθώς μπορούσε να οδηγήσει σε μια κλιμάκωση και, εν τέλει, σε έναν πυρηνικό όλεθρο. Για τον Κίσινγκερ η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν μια «δαιμονική δύναμη», που έπρεπε όχι απλώς να ανασχεθεί αλλά και να συρρικνωθεί, όπως αρέσκονταν να υποστηρίζουν οι εκπρόσωποι της νέας δεξιάς και, κατεξοχήν, ο Ρήγκαν. Αντίθετα, ήταν μια Μεγάλη Δύναμη, την οποία η Αμερική όφειλε να εξισορροπήσει μέσα στο πλαίσιο της ισορροπίας δυνάμεων. Αυτό προϋπέθετε μια σειρά από ηθικούς συμβιβασμούς: «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» (π.χ. η Κίνα του Μάο), τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν έχουν θέση στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και ούτω καθεξής.
Η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν η “επίσκεψη του Νίξον στην Κίνα.” Η μεγαλύτερη αποτυχία του ήταν η υποτίμηση του Κογκρέσου και της κοινής γνώμης. Ήθελε να είναι ο Μέτερνιχ της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Όμως, κάτι τέτοιο προϋπέθετε μια αδρανή κοινή γνώμη, που δεν θα διεκδικούσε ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Κι αυτό, προς μεγάλη απογοήτευσή του, ήταν εντελώς αδύνατον σε συνθήκες δημοκρατικής διακυβέρνησης, ιδίως την εποχή των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60 και του ‘70 (νεολαίας, φεμινισμού, ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ). Άλλωστε, ακόμα και ο Μέτερνιχ, που τόσο πολύ θαύμαζε, διέφυγε νύχτα από τη Βιέννη, για να γλιτώσει από τον επαναστατημένο όχλο το 1848.