26.4.2018
Η συνάντηση κορυφής Τραμπ-Μακρόν πραγματοποιήθηκε με φόντο την άνοδο της Κίνας. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν οι ατλαντικές δυνάμεις που κυριάρχησαν και διαμόρφωσαν τον κόσμο που ζούμε θα μπορέσουν να διαχειριστούν ειρηνικά την εκρηκτική άνοδο ή, καλύτερα, τη μεγάλη επιστροφή της ασιατικής υπερδύναμης. Για πολλούς αναλυτές των διεθνών σχέσεων, ο 21ος αιώνας θα καθοριστεί από τη σχέση της Δύσης (του παλαιού κόσμου) με την Κίνα (τον νέο νέο κόσμο) και το αν αυτή θα είναι μια σχέση ανταγωνισμού, σύγκρουσης ή συνεργασίας.
Η Κίνα άνοιξε την οικονομία της στην παγκόσμια αγορά το 1978, χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Τεν Σιάο Πινγκ. Από το 1979 είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη χώρα στον κόσμο, διπλασιάζοντας το ΑΕΠ της κάθε περίπου 5 χρόνια. Το 2017 η Κίνα είχε ΑΕΠ 14 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το 2030 προβλέπεται να είναι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, αν και το κατά κεφαλή εισόδημά της θα υπολείπεται κατά πολύ του αμερικανικού.
Με άλλα λόγια, καμία χώρα στον κόσμο δεν ωφελήθηκε από την παγκοσμιοποίηση και την αύξηση του παγκόσμιου εμπορίου όσο η Κίνα, η οποία σήμερα μπορεί να συγκαθορίζει, ολοένα και περισσότερο, την πορεία του κόσμου, όπως αποδεικνύει, μεταξύ των άλλων, το φιλόδοξο επενδυτικό σχέδιό της «μια ζώνη ένας δρόμος», ύψους 900 δισεκατομμυρίων δολαρίων, για τη σύνδεση της ανατολικής Ασίας με την Ευρώπη, τη νότια Ασία και την Αφρική.
Αυτό που είδαμε στην Ουάσινγκτον ήταν η παρουσίαση δυο αντικρουόμενων απαντήσεων στην κινεζική πρόκληση. Μέχρι τώρα οι ΗΠΑ αποτελούσαν ένα πετυχημένο παράδειγμα προσαρμογής στη νέα εποχή του αυξημένου διεθνούς ανταγωνισμού ενώ η Γαλλία ήταν μια πολύ περισσότερο προβληματική περίπτωση και γι’ αυτό παρέμεινε επιφυλακτική στην παγκοσμιοποίηση. Τώρα ο Αμερικάνος Πρόεδρος Τραμπ υποστηρίζει τον εθνικισμό και τον προστατευτισμό ενώ ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν επιχειρηματολογεί υπέρ των ανοιχτών οριζόντων και των μεταρρυθμίσεων. Προς το ποια κατεύθυνση τελικά θα κλίνει η απάντηση της Δύσης συνολικά θα καθορίσει και τη σχέση Δύσης-Κίνας και άρα την πορεία του κόσμου στον 21ο αιώνα.