Πηγή: Το Παρόν
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που ξεκίνησε τα ξημερώματα της 24ης Φεβρουαρίου, σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής γεμάτης ελπίδες και προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον, που ξεκίνησε με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου 1989.
Τα 33 χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε μπορούν να χαρακτηριστούν ως μια «Μπελ Επόκ», μια ωραία εποχή για την Ευρώπη, με διεύρυνση και εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ωστόσο, σήμερα, αποδεικνύεται ότι η Ευρώπη εφησύχασε και δεν κατάφερε γεωστρατηγικά να αφυπνιστεί για να μπορεί να υπερασπίζεται τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες αξίες αλλά και τα συμφέροντά της με τρόπο στιβαρό αλλά και αποτελεσματικό. Παραμένει μια υπερδύναμη ήπιας ισχύος, που έλκει, που διαθέτει ένα οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό μοντέλο, αλλά ταυτόχρονα είναι ένας πολιτικός νάνος, χωρίς να συμπληρώνει τη δύναμη πειθούς της με δύναμη καταναγκασμού, αν χρειαστεί. Έτσι, σήμερα εμφανίζεται αδύναμη και αμήχανη μπροστά στον ρωσικό στρατιωτικό καταναγκασμό.
Οι κυρώσεις δεν μπορούν να εμποδίσουν τον Πούτιν, καθώς τις είχε προεξοφλήσει και έχει προετοιμαστεί. Επιπλέον, προκειμένου να λειτουργήσουν οι κυρώσεις και να φανούν οι συνέπειές τους, χρειάζονται πολύ χρόνο και, επομένως, από τη φύση τους, δεν αφορούν το άμεσο μέλλον. Ωστόσο, είναι χρήσιμες στο να αποδείξουν την αποφασιστικότητα της Ευρώπης και της Δύσης, πέρα από τα λόγια. Προφανώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε έναν κόσμο όπου, εν μέρει, επιστρέφει ο στρατιωτικός καταναγκασμός, δεν μπορεί να ασκεί μια αποτελεσματική εξωτερική πολιτική μόνο με οικονομικές κυρώσεις.
Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν να επιλέξουν είτε να αποδεχθούν το κόστος για την προάσπιση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων και αξιών τους είτε να παραμείνουν υποχείρια και αντικείμενα αυτού του τύπου συμπεριφορών και εκβιασμών που βλέπουμε σήμερα στην Ουκρανία.
Στην Ευρώπη έχουμε κυβερνήσεις που λογοδοτούν στους λαούς τους και πληρώνουν υψηλό πολιτικό κόστος για την ακρίβεια, παρόλο που, συχνά, δεν φταίνε γι’ αυτήν. Αντιθέτως, ο Πρόεδρος Πούτιν ελέγχει ή μπορεί να αγνοεί τη ρωσική κοινή γνώμη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να αντιδράσει συλλογικά και δυναμικά, για να είναι πιο αποτελεσματική στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και, προς αυτήν την κατεύθυνση, κινήθηκε έγκαιρα ο έλληνας πρωθυπουργός. Αλλά, και σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να επιμείνουμε στη στήριξη που δίνουμε στους καταναλωτές ρεύματος και σε μια σειρά μέτρα και κατ’ εξοχήν στη γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού, που έχουμε προαναγγείλει και η οποία θα συμπαρασύρει προς τα πάνω τους μισθούς συνολικά και θα βοηθήσει να αναπληρωθεί μέρος της τρωθείσας αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων.