Η κοινή γνώμη, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, δικαιολογημένα συγκλονίστηκε από τη μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία που σημειώθηκε μεταπολεμικά στις ελληνικές θάλασσες, στα ανοιχτά της Πύλου, και συμπαρέσυρε στον θάνατο εκατοντάδες πρόσφυγες και μετανάστες.
Το δυστύχημα έχει αναζωπυρώσει τη συζήτηση αλλά και την πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το μεταναστευτικό, ένα πρόβλημα που έχει ταλαιπωρήσει πολύ την ευρωπαϊκή πολιτική ζωή στο πρόσφατο παρελθόν. Δυστυχώς, συχνά η αντιπαράθεση γίνεται με ευκολίες και τσιτάτα που δεν διευκολύνουν την αντιμετώπιση του ζητήματος αλλά την περιπλέκουν.
Ακόμα χειρότερα, η όλη συζήτηση συχνά υποκλέπτεται από δυο άκρα: τους επικίνδυνα αφελείς «δικαιωματιστές» και τους ξενόφοβους ακροδεξιούς. Οι πρώτοι δεν πιστεύουν στα σύνορα και μέμφονται την Ευρώπη ότι «δολοφονεί» τους πρόσφυγες. Οι δεύτεροι διεκδικούν μια Ευρώπη «φρούριο» που ποτέ δεν υπήρξε και κατηγορούν την πολιτική της ηγεσία ότι την έχει μετατρέψει σε «ξέφραγκο αμπέλι».
Τις τελευταίες μέρες είδαμε εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορούν την Ευρώπη, τις λιμενικές αρχές, ακόμα, και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας για το δυστύχημα. Ταυτόχρονα, διάφορους άλλους, στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, να δυσανασχετούν για την κήρυξη εθνικού πένθους. Οι μεν τροφοδοτούν τους δε. Το είδαμε αυτό να συμβαίνει και αλλού, όπως στη Γαλλία. Ο Μελανσόν ανταγωνίζεται και, ταυτόχρονα, «χρειάζεται» τη Λεπέν. Τα «ανοιχτά σύνορα» προκαλούν την υπερ-αντίδραση των «κλειστών συνόρων». Κι αυτή η άλληλο-τροφοδότηση αποδυναμώνει το πολιτικό κέντρο κι έτσι ο Μακρόν βρέθηκε χωρίς πλειοψηφία στη γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Ούτε οι μεν ούτε οι δε έχουν ή ενδιαφέρονται να προσφέρουν λύση στο πρόβλημα. Γι’ αυτούς είναι ένα μέσο για να αυξήσουν την επιρροή τους. Και αυτή η «εργαλειοποίηση» πρέπει διαρκώς να αποκαλύπτεται. Γιατί πολλοί έχουν και θα συνεχίσουν να κερδοσκοπούν πάνω στο μεταναστευτικό. Γι’ αυτό χρειάζεται να ειπωθούν μερικές απλές αλήθειες.
Η πλούσια Ευρώπη και δεν θέλει και δεν μπορεί να δεχτεί τα εκατοντάδες εκατομμύρια των εξαθλιωμένων της παγκόσμιας περιφέρειας. Η διαφορά στο βιοτικό επίπεδο είναι τέτοια, που το κίνητρο για μετανάστευση είναι μεγάλο, ιδίως σήμερα που λόγω των εξελιγμένων μέσων επικοινωνίας και μεταφοράς, η μετακίνηση είναι πολύ πιο εύκολη από άλλοτε. Άρα, η πίεση για μετανάστευση και η αντίσταση της Ευρώπης σε αυτήν είναι δεδομένη.
Επιπλέον, η μετανάστευση δεν εκτονώνει τη μεταναστευτική πίεση. Συνήθως την επιτείνει. Με άλλα λόγια, η μετανάστευση φέρνει μετανάστευση. Ο πιο σημαντικός παράγοντας για την αύξηση της μεταναστευτικής ροής είναι η ύπαρξη προηγούμενης μετανάστευσης. Το πιο δύσκολο είναι να φύγει ο «πρώτος» μετανάστης από ένα εξαθλιωμένο χωριό της Αφρικής ή της Ασίας. Αν τα καταφέρει, τότε είναι βέβαιο ότι θα επιχειρήσει να διευκολύνει τη μετανάστευση της οικογένειας, των συγγενών, των φίλων και των υπόλοιπων συγχωριανών του. Έτσι, μεταφέρθηκαν ολόκληρα χωριά στη Γερμανία και παντού στη βόρεια Ευρώπη. Αυτό το φαινόμενο της χιονοστιβάδας το αγνοούν ηθελημένα οι δικαιωματιστές. Όπως αγνοούν τις αντιδράσεις των γηγενών πληθυσμών, που δικαιούνται να έχουν λόγο για το ποιοι έρχονται στη χώρα τους, καθώς και τις αρνητικές συνέπειες που έχει για τη χώρα αποστολής η απώλεια των πιο δυναμικών ανθρώπων της.
Αντίστοιχα, οι ξενόφοβοι ακραίοι αγνοούν ότι η μετανάστευση είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο που πρέπει να το διαχειριστούμε αλλά δεν μπορούμε να το απαγορεύσουμε, ιδίως στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Επιπλέον, το διεθνές δίκαιο προβλέπει την προστασία των προσφύγων αλλά και τη δυνατότητα του καθενός να αιτηθεί άσυλο. Την υποχρέωση αυτή την έχουν προσυπογράψει όλες οι ευρωπαϊκές χώρες.
Με άλλα λόγια, η Ευρώπη έχει σύνορα που οφείλει να τα φυλάσσει. Η παράτυπη μετανάστευση πρέπει να ελεγχθεί και τα δίκτυα των διακινητών να παταχθούν. Δίαυλοι νόμιμης μετανάστευσης με βάση τις επιλογές, τις προτεραιότητες και τις ανάγκες των ευρωπαϊκών λαών μπορούν να υπάρχουν ενώ ταυτόχρονα πρέπει να διασφαλίζεται η προστασία των προσφύγων, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Πρόκειται για τη «μέση οδό» της μετριοπάθειας και του ορθού λόγου που δεν κερδοσκοπεί πάνω στο πρόβλημα αλλά επιχειρεί να το διαχειριστεί αποτελεσματικά. Γιατί η Ευρώπη οφείλει να παραμείνει ανθρωπιστική αλλά δεν μπορεί να είναι αφελής. Και θα πρέπει να μπορεί να συνδυάζει τις αξίες με τα συμφέροντά της.