Το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στην είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών συγκλόνισε το πανελλήνιο. Ταυτόχρονα, επανάφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα του ελληνικού σιδηρόδρομου και άλλων εστιών κακοδαιμονίας του δημόσιου βίου μας. Την ώρα που σε κάποιους τομείς υπάρχει μεγάλη πρόοδος και η Ελλάδα δείχνει να προχωρά μπροστά, όπως στην ψηφιακή και την πράσινη μετάβαση, σε άλλους υπάρχουν εμπλοκές και καθυστερήσεις, συνθέτοντας μια αντιφατική εικόνα της σημερινής Ελλάδας.
Αν η βασική αιτία του δυστυχήματος ήταν το ανθρώπινο λάθος του σταθμάρχη της Λάρισας, που δεν έβαλε την επιβατική αμαξοστοιχία στη γραμμή ανόδου προς Θεσσαλονίκη αλλά και των μηχανοδηγών της αμαξοστοιχίας, που δεν έλεγξαν, δυο και τρεις φορές, γιατί κινούνταν επί ώρα στη γραμμή καθόδου, εύλογα ανακύπτει το ερώτημα, το οποίο ήδη κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο, γιατί απουσιάζουν τα ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου και διόρθωσης του όποιου ανθρώπινου σφάλματος, όπως συμβαίνει στα προηγμένα σιδηροδρομικά δίκτυα της Ευρώπης; Γιατί, εν έτει 2023, επιτρέπεται να κινείται ένα τρένο με μεγάλη σχετικά ταχύτητα στα «τυφλά», χωρίς τις υποδομές τηλεδιοίκησης που θα μπορούσαν να προειδοποιήσουν και, εν τέλει, να αποτρέψουν το ανθρώπινο λάθος;
Μια ουσιαστική συζήτηση δεν μπορεί να μην συμπεριλαμβάνει τις χρόνιες παθογένειες των σιδηροδρομικών έργων στη χώρα μας και τη διαχρονική καχεξία του ΟΣΕ, ενός δημόσιου οργανισμού που επιβεβαιώνει τις χειρότερες παραδόσεις των ελληνικών ΔΕΚΟ: αναξιοκρατία, κομματισμός, συντεχνιασμός, διαφθορά, διάχυση ευθυνών, έλλειψη λογοδοσίας και, εν τέλει, αναποτελεσματικότητα. Ο σχετικός διαγωνισμός για την τηλεδιοίκηση της γραμμής Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Προμαχώνας έγινε το 2014, η υλοποίησή του σταμάτησε το 2017, ξεκίνησε εκ νέου μόλις το 2021 και προβλέπεται να ολοκληρωθεί στο τέλος του 2023, μετά από συνεχείς παρατάσεις.
Η οργανωμένη Αριστερά ήδη επιχειρεί να ρίξει την ευθύνη στην ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Σημειωτέον ότι η σχετική πώληση έγινε το 2017 επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, στο ένα δέκατο της αρχικής τιμής του 2014, λόγω των χειρισμών και της αναξιοπιστίας της τότε κυβέρνησης. Ο αγοραστής, οι Ιταλικοί Σιδηρόδρομοι (FSI), είναι η τρίτη μεγαλύτερη σιδηροδρομική εταιρία στην Ευρώπη, με δραστηριότητα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Όμως, η υποδομή και η λειτουργία του δικτύου παρέμεινε στον ΟΣΕ και εκεί εστιάζεται η βασική παθογένεια του συστήματος, που, εν τέλει, οδήγησε και στο δυστύχημα.
Είναι γνωστό, αν και όχι πάντα με τη δέουσα ένταση, ότι τα σιδηροδρομικά έργα στην πατρίδα μας είναι μια πονεμένη ιστορία. Σε σχέση με άλλα έργα υποδομών, χαρακτηρίζονται από υπερβολικές καθυστερήσεις και υπερβάσεις. Το κύκλωμα παραγωγής τους, που διαχωρίζει τη μελέτη από την κατασκευή και την επίβλεψη, νοσεί και οδηγεί τόσο στη διάχυση της ευθύνης όσο και στην μη ανάπτυξη αξιόπιστης εγχώριας τεχνογνωσίας, όπως έχει συμβεί με τα οδικά έργα. Γίνεται μια προσπάθεια σήμερα να πάμε σε δημοπρατήσεις «με το κλειδί στο χέρι» για να αποφύγουμε αυτές τις παθογένειες. Αλλά, στο μεταξύ, έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος και έχουν ξοδευτεί δισεκατομμύρια ευρώ χωρίς το αντίστοιχο αποτέλεσμα.
Η χώρα χρειάζεται αξιόπιστο σιδηρόδρομο, τόσο στις επιβατικές όσο, και πολύ περισσότερο, στις εμπορευματικές μεταφορές. Η αναβάθμιση των διεθνών λιμένων μας, όπως του Πειραιά και, σύντομα, της Θεσσαλονίκης, της Αλεξανδρούπολης κ.ο.κ. καθίσταται άνευ νοήματος χωρίς τον αντίστοιχο αναβαθμισμένο σιδηρόδρομο μέσα από ένα σύστημα συνδυασμένων και αλληλο-συμπληρούμενων μεταφορών.
Η λύση δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στον κρατικοδίαιτο συντεχνιασμό που παρήγαγε έναν πανάκριβο και ταυτόχρονα αναχρονιστικό ΟΣΕ. Κάτι τέτοιο θα προσέκρουε και στην κοινοτική νομοθεσία. Μετά από μια δεκαετή οικονομική κρίση που πάγωσε, σε μεγάλο βαθμό, τις επενδύσεις στον σιδηρόδρομο, αυτό που χρειάζεται είναι η περαιτέρω εξυγίανση της παραγωγής των σιδηροδρομικών έργων, η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και ο αυστηρός έλεγχος.
Η τραγωδία των Τεμπών μας υπενθυμίζει ότι δίπλα σε μια Ελλάδα που αναπτύσσεται και αισιοδοξεί, υπάρχει μια άλλη Ελλάδα που κινείται με τον «αραμπά» και την ανευθυνότητα της εξασφαλισμένης μη απόδοσης ευθυνών και λογοδοσίας ως κατοχυρωμένο «δημοκρατικό δικαίωμα». Το μεγάλο εθνικό στοίχημα είναι να μην συμβιβαστούμε με τις δυο Ελλάδες αλλά να παλέψουμε να πλησιάσει η δεύτερη την πρώτη. Η γρήγορη διαλεύκανση και απόδοση των ευθυνών για την τραγωδία θα είναι μια καλή αρχή στην προσπάθεια αυτή.