15.4.2018
Η επίθεση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, της Βρετανίας και της Γαλλίας, εναντίον στόχων στη Συρία μπορεί να ήταν δικαιολογημένη αφού επαναβεβαίωσε την κόκκινη γραμμή της μη χρήσης χημικών όπλων στο διεθνές σύστημα, όμως δεν αλλάζει σημαντικά τα δεδομένα επί του εδάφους και αφήνει μια σειρά από αναπάντητα ερωτήματα.
Πρώτον, μπορεί ένας βομβαρδισμός και μάλιστα περιορισμένης έκτασης να υποκαταστήσει την πολιτική και μια στοιχειώδη στρατηγική για την επόμενη μέρα; Τι ακριβώς θέλει η Δύση στη Συρία και πως σκοπεύει να το επιτύχει;
Δεύτερον, μπορεί μια πολιτική να είναι αποτελεσματική όταν είναι τόσο αντιφατική, όπως είναι, για παράδειγμα, οι αντικρουόμενες δηλώσεις του Αμερικάνου Προέδρου Τραμπ; Πριν δυο εβδομάδες, ο Τραμπ είχε δηλώσει ότι οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν τελείως από τη Συρία. Χθες διέταξε μια από αέρος επιδρομή εναντίον του συριακού καθεστώτος. Σήμερα, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την τύχη των 2000 Αμερικάνων στρατιωτών που υποστηρίζουν τους Κούρδους στα ανατολικά της χώρας.
Τρίτον, οι νεκροί από τον συριακό εμφύλιο ξεπερνούν τις 350 χιλιάδες. Ένα πολύ μικρό ποσοστό από αυτούς σκοτώθηκαν από χημικά. Η εξόντωση αμάχων με συμβατικά όπλα και, μάλιστα, με ανελέητους αεροπορικούς βομβαρδισμούς είναι επιτρεπτή; Όσο ο Άσαντ εξοντώνει γυναικόπαιδα, χωρίς χημικά, χάρη στην αεροπορική υπεροπλία που του παρέχουν οι Ρώσοι και στα τάγματα εφόδου με Αφγανούς και μαχητές της Χεζμπολά που του παρέχουν οι Ιρανοί, δικαιούμαστε να αγνοούμε το συριακό δράμα;
Τέταρτον, μπορούν οι δυτικοί ηγέτες να συνεχίσουν να παριστάνουν τους αποφασιστικούς αλλά στην ουσία να αδρανούν; Να διατάσσουν μερικές εντυπωσιακές αεροπορικές επιδρομές αλλά να μην έχουν μια στοιχειώδη πολιτική για τις εξελίξεις επί του εδάφους;
Ο συριακός εμφύλιος φαίνεται πως πλησιάζει προς ένα κάποιο τέλος καθώς η συριακή αντιπολίτευση ηττήθηκε και το καθεστώς Άσαντ, χάρη στην ξένη υποστήριξη, διασώθηκε. Η Δύση από την αρχή της σύγκρουσης απείχε, εξαιτίας των αποτυχιών της στο Ιράκ και τη Λιβύη. Η Αμερική κινητοποιήθηκε καθυστερημένα και περιορισμένα μόνο για να αποτρέψει την επικράτηση του Ισλαμικού Κράτους. Αυτό έδωσε την ευκαιρία σε άλλους παίκτες, όπως το Ιράν και στη συνέχεια τη Ρωσία, να παρέμβουν υπέρ του Άσαντ, με μικρό σχετικά κόστος.
Όμως το τέλος της συριακής αντιπολίτευσης στον Άσαντ μοιάζει περισσότερο με την αρχή ενός νέου κύκλου αντιπαράθεσης. Μπορεί η Δύση, το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία να ανεχτούν ένα ενισχυμένο ιρανικό “σιιτικό” τόξο στη γόνιμη ημισέληνο, από το Ιράκ ως τη Συρία και το Λίβανο; Μπορούν οι ΗΠΑ και η Γαλλία να συναινέσουν στην εδραίωση ενός ρωσικού προτεκτοράτου στην Ανατολική Μεσόγειο; Μπορεί η Τουρκία να δεχτεί τη δημιουργία ενός συριακού Κουρδιστάν ανατολικά του Ευφράτη; Τα ερωτήματα είναι πολλά. Κάποιοι δραστήριοι τοπικοί παίκτες που δεν έχουν την πολυτέλεια να αγνοούν τις εξελίξεις, όπως το Ισραήλ και βέβαια η Τουρκία, έχουν ήδη δραστηριοποιηθεί.
Η Συρία, μια χώρα που ιστορικά και γεωγραφικά βρίσκεται στην καρδιά του αραβικού κόσμου, γίνεται το πεδίο σύγκρουσης για την αναδιάταξη όλης της, μετά την αραβική άνοιξη, Μέσης Ανατολής. Για την Ελλάδα, που γειτνιάζει με τη Μέση Ανατολή, η αναδιάταξη αυτή είναι ένας κίνδυνος αλλά και μια ευκαιρία να οικοδομήσει συμμαχίες που θα της χρησιμεύσουν στο μεγάλο εθνικό της θέμα, που δεν είναι άλλο από την αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού.