κ. Καιρίδη, εκλέγεστε στην Αθήνα αλλά δεν είστε από την Αθήνα;
Είμαι βόρειος. Γεννήθηκα στην Καβάλα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Κανείς εκ των παππούδων μου δεν γεννήθηκε πολίτης της Ελλάδας. Ρωσία, Πόντος, Ανατολική Θράκη και Μακεδονία. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στο Τουαψέ της ρωσικής Μαύρης Θάλασσας και ήρθε μικρό παιδί στη Δράμα. Είμαι, με άλλα λόγια, γιος ή εγγονός προσφύγων, τέκνο των «νέων χωρών».
Στην πορεία αγάπησα και με αγάπησε η Αθήνα. Ίσως, γιατί αμφότεροι οι γονείς μου ήταν κοσμοπολίτες και ανοιχτών οριζόντων και σέβονταν τον δυναμισμό και το εύρος των δυνατοτήτων της πρωτεύουσας. Ως βόρειος, εκλέγομαι στη βόρεια Αθήνα και βρέθηκα στην πολιτική μάλλον αναπάντεχα και, σίγουρα, απρογραμμάτιστα.
Πως έγινε αυτό;
Από μικρός ενδιαφερόμουνα για τα κοινά. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με πολλές εφημερίδες και συχνές πολιτικές συζητήσεις. Είμαι κι εγώ παιδί της μεταπολίτευσης και ενηλικιώθηκα στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1980 και των λαϊκιστικών υπερβολών της.
Μετά τη Νομική, έφυγα στις ΗΠΑ για μεταπτυχιακές σπουδές στις διεθνείς σχέσεις. Το μέγεθος και η απόσταση της Αμερικής από την Ελλάδα δεν με τρόμαζαν. Ήθελα να γνωρίσω και να κατανοήσω την «υπερδύναμη», πέρα από τις ευκολίες των αντι-αμερικανικών στερεοτύπων με τα οποία μεγαλώσαμε.
Τι κρατάτε από την «αμερικανική» σας εμπειρία;
Στόχος ήταν να εκμεταλλευτώ τις απίστευτες δυνατότητες των καλών αμερικανικών πανεπιστημίων, όπως το Φλέτσερ του Ταφτς. Τώρα που το σκέφτομαι, είχα μια περιέργεια στα όρια της βουλιμίας. Ήθελα να σπουδάσω το μεγαλύτερο «κοινωνικό σύστημα», δηλαδή το διεθνές που εμπεριέχει όλα τα άλλα, οικογένεια, φυλή, έθνη, κράτη, περιφέρειες κλπ. Και να το σπουδάσω στο επίκεντρό του που ήταν και παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, η Αμερική.
Τα χρόνια μου στη Βοστώνη ήταν εξαιρετικά δημιουργικά. Υπήρξα τυχερός στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία που άρχισε νωρίς στο Χάρβαρντ και η επιστροφή μου στην Ελλάδα ήταν εύκολη. Το ελληνικό πανεπιστήμιο, με κάποιες εξαιρέσεις, υπήρξε γενναιόδωρο και φιλόξενο. Μετά ήρθε η κρίση.
Πως βιώσατε την κρίση που ξέσπασε το 2010;
Ως τη μεγάλη μάχη της γενιάς μου, ιδίως στη διάρκεια της περιπέτειας του 2015. Να κρατήσουμε τη χώρα όρθια, δημοκρατική, ελεύθερη και ευρωπαϊκή. Να μην μας καταπιεί ο ανορθολογικός λαϊκισμός. Άρχισα να βγαίνω πιο συχνά στην τηλεόραση. Μέχρι που τον Σεπτέμβριο του 2014 ο Γιώργος Κουβαράς μου πρότεινε να κάνουμε μαζί μια τηλεοπτική εκπομπή σχολιασμού της επικαιρότητας στο Action 24.
Σας ήταν εύκολη η τηλεόραση;
Δίστασα πολύ και, αρχικά, φοβόμουν την τηλεοπτική υπερ-έκθεση. Όμως, ο Γιώργος έχει έναν τρόπο να σε πείθει και, πραγματικά, αισθάνθηκα ότι κάτι έπρεπε να κάνω καθώς έβλεπα τους μεγάλους κινδύνους για την πατρίδα από την επέλαση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Όταν ξεκίνησα, επέμεινα να παραμείνω ο εαυτός μου όχι μόνο στη σκέψη αλλά και στην έκφραση. Όχι κάποιος άλλος, φτιαχτός και «εκ του ασφαλούς». Αποφάσισα να μιλήσω όπως μιλούσα εκτός πλατό, όπως μιλούν και όπως θέλουν να σε ακούσουν οι κανονικοί άνθρωποι. Χωρίς τη ξύλινη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί και οι δημοσιολογούντες για λόγους αυτοπροστασίας και ελλείψεων. Κι αυτός ο «αυθορμητισμός» ήταν αναπάντεχος και άρεσε.
Πήρα ένα ρίσκο, χωρίς να το πολυκαταλάβω, να αντιπαρατεθώ στον επελαύνοντα, συχνά, εντελώς ανεμπόδιστα, εθνικο-λαϊκισμό του Αλέξη Τσίπρα και της παρέας του. Με αυτά και με κείνα, η εκπομπή είχε ανέλπιστη επιτυχία. Έγινε καθημερινή και επεκτάθηκε σε χρόνο. Ήταν ποιοτική, είχε άποψη και επιχείρημα αλλά ήταν και επιθετική, χωρίς φόβο αλλά με πάθος στην υπεράσπιση συγκεκριμένων αξιών. Αυτών μιας ευρωπαϊκής, ορθολογικής και επιτυχημένης Ελλάδας.
Πως άλλαξε τη ζωή σας η τηλεόραση; Εσείς, ένας καθηγητής στο πανεπιστήμιο, ξαφνικά να γίνεστε δημόσιο πρόσωπο;
Ξαφνικά, ένας ολόκληρος κόσμος άρχισε να ανταποκρίνεται. Όταν βγαίναμε με τη γυναίκα μου έξω, συχνά, μας σταματούσε ο κόσμος, να συγχαρεί και να σχολιάσει. Για πέντε χρόνια, κάθε βράδυ, από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ήμουν στο στούντιο του Action 24 στο Γαλάτσι. Όλη η προσπάθεια είχε κάτι το αγνό κι αυθόρμητο. Το κανάλι μικρό, τα μέσα λίγα. Δύσκολα να μας κατηγορήσει κανείς για διαπλοκή, όπως τα μεγάλα κανάλια που είχε στοχοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και οι προπαγανδιστές του. Κι απόλυτη ελευθερία στο τι θα πούμε και τι θα πω. Ελεύθερα κι αυτόνομα. Δημιουργήσαμε κάτι που αγαπήθηκε από έναν κόσμο που βρήκε σε μας τη φωνή που του είχαν στερήσει. Και, όπως λέει και ο Σαββόπουλος, «φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα, κι ιστορία οι παρέες», μια τέτοια παρέα ήμασταν.
Και το πανεπιστήμιο;
Όλο το διάστημα μέχρι το 2019, το κύριο έργο μου παρέμενε το πανεπιστήμιο και οι πέριξ αυτού δραστηριότητές μου. Γιατί δεν κάθομαι «στα αυγά μου». Από το 2001 είχα δημιουργήσει ένα Θερινό Σχολείο για μεταπτυχιακούς, κυρίως, φοιτητές, πρώτα στην Ολυμπία και, στη συνέχεια, στο Ναύπλιο με διεθνή απήχηση και ακτινοβολία, χάρη σε συναδέλφους, όπως ο πολυτάλαντος φίλος Στάθης Καλύβας και ο «αδάμας» του Παντείου, Ανδρέας Γκόφας. Και, βέβαια, συνέδρια, βιβλία και πολύ διδασκαλία. Καθώς πλησίαζαν οι ευρωεκλογές, σιγά-σιγά, εντάθηκαν οι ευγενικές και κολακευτικές πιέσεις για την κάθοδό μου στην ενεργό πολιτική.
Εν τέλει, πως αποφασίσατε να μπείτε στην πολιτική;
Το βήμα δεν ήταν εύκολο. Δεν είχα καμία σχετική προϋπηρεσία. Χωρίς οικογενειακή ή κομματική διασύνδεση, χωρίς χρήματα και οργάνωση το εγχείρημα φαινόταν καταδικασμένο. Όμως, από την άλλη αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να απουσιάζω από την εκλογική αναμέτρηση του 2019 που θα έκρινε την πορεία της χώρας μας για πολλά χρόνια. Αν, δηλαδή, θα μπορούσε να γυρίσει σελίδα, καταδικάζοντας τον λαϊκισμό του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμμένου, ή αν θα παρέμεινε καθηλωμένη στην αβεβαιότητα και το σύρσιμο που οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αντιπροσώπευαν.
Αποφάσισα να συμμετάσχω στις ευρωεκλογές. Το εγχείρημα υπήρξε διδακτικό αν και αποδείχτηκε πιο δύσκολο από ότι περίμενα. Η εκστρατεία μου σημαδεύτηκε από μια ξαφνική επίθεση σε βάρος μου, πρώτα από τον ΣΥΡΙΖΑ και, στη συνέχεια, από τις ακροδεξιές παραφυάδες του. Όμως, κρατώ ως ανάμνηση την αγάπη ενός κόσμου, 140 χιλιάδων σε όλη την Ελλάδα, που είδαν στο πρόσωπό μου τον εκπρόσωπό τους.
Ακολούθησαν οι εθνικές εκλογές και η εκλογή σας στη βόρεια Αθήνα…
Πιστεύω ότι εκείνο που με οδήγησε στη διεκδίκηση μιας βουλευτικής έδρας ήταν το πείσμα να μην «τους κάνω τη χάρη». Και να ολοκληρώσουμε την αλλαγή σελίδας που είχε ανάγκη ο τόπος. Η εκστρατεία μου για τις εθνικές εκλογές κράτησε μόλις 3 εβδομάδες. Η βόρεια Αθήνα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη περιφέρεια της επικράτειας. Είναι χωρισμένη σε 14 πολυπληθείς Δήμους και έχει πάνω από μισό εκατομμύριο ψηφοφόρους. Κάποιοι από αυτούς με είχαν μάθει και με στήριξαν με πείσμα. Η εκστρατεία μου βασίζονταν σε μια πολύ απλή στρατηγική: θα μιλούσα σε όσους περισσότερους μπορούσα και θα έκανα μια συγκέντρωση σε κάποιο καφέ σε κάθε Δήμο της εκλογικής μου περιφέρειας. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν ανεπανάληπτη και, προς το τέλος, κάθε συγκέντρωση μετατρέπονταν σε ένα μεγάλο «πανηγύρι» από έναν κόσμο που πίστευε και διεκδικούσε μια Ελλάδα που μπορούσε καλύτερα.
Και μετά; Την επομένη της εκλογικής νίκης;
Η εκλογή μου ήταν μια καινούργια αρχή. Να οργανώσω το γραφείο μου και τη δουλειά μου, να μάθω τα κατατόπια της Βουλής και της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και να πετύχω τη μετάβαση, όχι πάντα εύκολη, από αδέσμευτο και ολίγον «αναρχικό» σχολιαστή της επικαιρότητας, σε μέρος μιας ευρύτερης ομάδας, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Τα δυόμισι χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε υπήρξαν παραγωγικά και διδακτικά. Έμαθα πολλά. Με λίγα λόγια, καλή η θεωρία αλλά τίποτα δεν μετρά σαν την πράξη. Έκανα πολλά, στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη, στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στη Διάσκεψη των Εθνικών Κοινοβουλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και στη Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης. Όπως και στις επιτροπές της Βουλής, Παραγωγής και Εμπορίου, Εξωτερικών και Άμυνας, Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Ελληνο-Ισραηλινής Φιλίας κ.ο.κ.
Από όλα αυτά, ποιο ξεχωρίζετε ως σημαντικότερο επίτευγμα;
Το σημαντικότερο ήταν και παραμένει η διαρκής επικοινωνία, μέσω, κατεξοχήν, της τηλεόρασης, με εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μου, με έναν λόγο ορθό, ανοικτών οριζόντων, ρεαλισμού και εθνικής αυτοπεποίθησης. Στη δημοκρατία η κοινή γνώμη πρωταγωνιστεί. Η διαμόρφωσή της είναι πρωταρχική λειτουργία της πολιτικής. Και η μάχη της κοινής γνώμης είναι η πιο κρίσιμη. Χωρίς νίκη σε αυτή τη μάχη, δεν μπορεί να προχωρήσει καμία μεταρρύθμιση. Θέλω να πιστεύω ότι σε αυτόν τον αγώνα συμμετέχω αποτελεσματικά και συμβάλλω, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, ώστε να μην επιστρέψει ο φθοροποιός λαϊκισμός.
Πως κρίνετε τη μέχρι τώρα πορεία της κυβέρνησή σας;
Η Ελλάδα έχει καταφέρει πολλά αυτά τα δυόμισι χρόνια. Κι αυτό αντανακλάται στην αναβαθμισμένη εικόνα της χώρας στο εξωτερικό αλλά και στην εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των Ελλήνων στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στην κυβέρνησή του. Όμως, έχουμε δρόμο μπροστά μας καθώς η δεκαετής κρίση μας καθήλωσε βαθιά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Πρέπει να επιμείνουμε στις μεταρρυθμίσεις. Το οφείλουμε στους εαυτούς μας αλλά και στα παιδιά μας, στην Ελλάδα του μέλλοντος με τις πολλές και μεγάλες δυνατότητες.