Τις τελευταίες μέρες είδαν το φως της δημοσιότητας το σχέδιο προϋπολογισμού του 2021, η έκθεση Πισσαρίδη και οι κυβερνητικές προτάσεις για το Ταμείο Ανόρθωσης. Έτσι, διαμορφώθηκε το πλαίσιο για έναν απαραίτητο δημόσιο διάλογο. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι ένας πετροπόλεμος με γενικολογίες και ανοησίες περί “νεοφιλελευθερισμού”.
Το διακύβευμα είναι εθνικό. Η κοινωνία μας δεν έχει απολύτως συνειδητοποιήσει το μέγεθος της ιστορικής μας αποτυχίας. Η Ελλάδα μπορεί να συγκαταλέγεται ακόμα, και παρά την πρόσφατη κρίση, στις πλούσιες χώρες, όμως η θέση της διαρκώς χειροτερεύει. Ενώ στα 30 χρόνια από το 1950 ως το 1980, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά μέσο όρο 6,5% ετησίως, στα 40 χρόνια που ακολούθησαν από το 1980 ως το 2020, ο ρυθμός έπεσε στο 0,7%.
Το αποτέλεσμα είναι το εθνικό κατά κεφαλήν εισόδημα, σε σχέση με το ευρωπαϊκό, να είναι εκεί που ήταν όταν ενταχθήκαμε στην Ε.Ε. το 1981, περίπου στα 2/3 του ευρωπαϊκού ή στο 60% του γερμανικού. Ξεκινήσαμε από το 15% του γερμανικού τη δεκαετία του 1950, εκτιναχθήκαμε στο 60% το 1980, παρά την τρομακτική ανάπτυξη της ίδιας της Γερμανίας, χάρη στη δική μας που ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Έκτοτε, όμως, παραμένουμε, με όρους σύγκλισης, στάσιμοι.
Την ίδια ώρα, οι Πολωνοί, που το 1990 είχαν το ένα τέταρτο του δικού μας κατά κεφαλήν εισοδήματος, σήμερα μας έφτασαν και ήδη τρέχουν γρηγορότερα από μας και μας προσπερνούν. Η Ελλάδα δεν απέτυχε μόνο να συγκλίνει με τον πλούσιο ευρωπαϊκό βορρά, ούτε είχε τη χειρότερη επίδοση στον ευρωπαϊκό νότο (μαζί με την Ιταλία), σιγά-σιγά την προσπερνά και η πρώην (κομουνιστική και φτωχή) ανατολική Ευρώπη!
Καμία χώρα μέλος της Ε.Ε. δεν είχε χειρότερη οικονομική επίδοση εντός της Ε.Ε. από την Ελλάδα (μόνο η Ιταλία μας πλησιάζει σε κακή επίδοση). Κι αυτό παρά τα 300 δισ. επιπλέον δημόσιου δανεισμού και άλλα τόσα σε επιδοτήσεις από την Ε.Ε. Πήραμε 3 ΑΕΠ ή 20 Σχέδια Μάρσαλ (αναλογικά) και δεν καταφέραμε να συγκλίνουμε! Να γιατί κάποιοι στον βορρά (όπως παλιότερα ο Σόιμπλε) παραμένουν καχύποπτοι στις χρηματικές μεταβιβάσεις στην Ελλάδα. Το πρόβλημα, λένε, δεν είναι τα χρήματα αλλά τι κάνεις με αυτά;
Το μεγάλο διακύβευμα είναι αν θα επιτρέψουμε τα επόμενα 40 χρόνια να είναι ίδια με τα προηγούμενα 40, με μια χαμηλή πτήση ανάπτυξης του 1-1,5% ή αν θα αγωνιστούμε να εκτινάξουμε το περίφημο ελατήριο της οικονομίας (που ξεχαρβάλωσε ο Αλέξης Τσίπρας το 2015 κλείνοντας τις τράπεζες…) και πετύχουμε κάτι κοντά στο 3%+, ώστε να πλησιάσουμε τους Γερμανούς και να μην καταλήξουμε μόνιμα στη φτωχή περιφέρεια της Ευρώπης.
Η πρόκληση είναι τεράστια γιατί στο μεταξύ η γήρανση και η συρρίκνωση του γενικού πληθυσμού μειώνει διπλά το εργατικό δυναμικό. Και, άρα η όποια αύξηση θα πρέπει να προέλθει από την αύξηση της συμμετοχής των εν δυνάμει παραγωγικών Ελλήνων στην απασχόληση (εδώ το ποσοστό μας είναι το χαμηλότερο στην Ευρώπη, κοντά στο 50% και μπορεί να γίνει 70%) και, κυρίως, την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Η αύξηση της παραγωγικότητας γίνεται με επενδύσεις. Και οι επενδύσεις προσελκύονται με πολύ συγκεκριμένους τρόπους, όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία. Άρα, περιθώρια για πολλές ανοησίες και αοριστολογίες δεν υπάρχουν.
Αυτή είναι η συζήτηση που πρέπει να γίνει επειγόντως στην πατρίδα μας, προκειμένου, την επόμενη μέρα της πανδημίας, να τρέξουμε μπροστά. Για το καλό όλων μας και, κυρίως, των παιδιών μας και των ξενιτεμένων φίλων και συγγενών μας.
Σε λίγο θα μπει το επετειακό 2021. Η Επανάσταση βασίστηκε στον πλούτο κάποιων ναυτικών μας νησιών και των εμπορικών δικτύων της ενδοχώρας, που δημιούργησε τις υποδοχές για τις νεωτερικές ιδέες της Ευρώπης αλλά και την υλική στήριξη του στρατιωτικού αγώνα. Ο λαός μας συνεχίζει να αντιμετωπίζει μια ισχυρή εξ ανατολών απειλή. Χωρίς πλούτο, η διπλωματία και το υψηλό φρόνημα θα δυσκολεύονται, ολοένα και περισσότερο, να συντηρούν την ισχυρή αποτροπή που χρειαζόμαστε.
Ο χαρισματικός φίλος και ίσως ο πιο ταλαντούχος οικονομικός μας ιστορικός, Κώστας Κωστής, στο βιβλίο του “Ο Πλούτος της Ελλάδας” περιγράφει τι πήγε στραβά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και η Ελλάδα δεν προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις μιας ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένης και ανταγωνιστικής διεθνούς οικονομίας. Δημοσιονομικός λαϊκισμός, αποστροφή στις μεταρρυθμίσεις, εγκλωβισμός της δημόσιας πολιτικής από ισχυρά μικρο-συμφέροντα σε βάρος του συμφέροντος των πολλών.
Βρέθηκα στη μαχόμενη πολιτική το 2019 εν πλήρει συνειδήσει της μεγάλης πρόκλησης της γενιάς μου: αν θα αφήσουμε την κρίση της περασμένης δεκαετίας να παγιωθεί και να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μόνιμης εθνικής παρακμής ή αν θα καταφέρουμε να ανασυνταχθούμε και αναταχθούμε, ξαναπιάνοντας το αναπτυξιακό νήμα των πρώτων μεταπολεμικών γενιών. Οι δυνάμεις της παρακμής είναι παντού και ισχυρές. Αρκεί κανείς να ακούσει τον αρχηγό της αντιπολίτευσης…