“Προβληματικές” και ζόμπι (Η Καθημερινή, Δημήτρης Καιρίδης, 25.06.2020)

Ο χθεσινός πρωτοσέλιδος τίτλος της Καθημερινής με εξέπληξε δυσάρεστα. Δεν είχε σχέση δε με το περιεχόμενο του άρθρου. Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι για τη στήριξη ζόμπι και του γνωστού παρασιτικού και κρατικοδίαιτου ελληνικού (ψεύτο-)καπιταλισμού.

Αντίθετα, αγωνιζόμαστε, κι εγώ προσωπικά εδώ και μήνες με παρεμβάσεις μου στους υπουργούς και τη γνωστή επίκαιρη ερώτηση που συζητήθηκε στις 5 Ιουνίου, για τη στήριξη βιώσιμων, αξιόχρεων και ενήμερων ελληνικών επιχειρήσεων που για “τυπικούς” λόγους χαρακτηρίζονται “προβληματικές” από τον ευρωπαϊκό κανονισμό του 2014. Την ώρα που η Γερμανία τα δίνει όλα για να στηρίξει με κάθε μέσο τις επιχειρήσεις, πρέπει κι εμείς να προστατεύσουμε, όσο γίνεται, θέσεις εργασίας και επιχειρήσεις, που η πλειοψηφία σήμερα είναι “προβληματικές” μετά από 10 χρόνια κρίσης.

H Καθημερινή, προς τιμή της, δημοσίευσε σήμερα το άρθρο-παρέμβασή μου, προς αποκατάσταση της αλήθειας στο περίπλοκο και κρίσιμο αυτό θέμα.

Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο του άρθρου μου εδώ:

Ο χθεσινός πρωτοσέλιδος τίτλος της Καθημερινής «Στήριξη σε εταιρίες-ζόμπι» είναι ατυχής και παραπλανητικός. Η μάχη που δίνει η ελληνική κυβέρνηση για την αλλαγή του ευρωπαϊκού κανονισμού του 2014, που απαγορεύει την ενίσχυση «προβληματικών» (κατά τον κανονισμό) επιχειρήσεων, δεν γίνεται για την ενίσχυση εταιριών-ζόμπι, όπως γράφτηκε, αλλά για τη διάσωση του ελληνικού παραγωγικού ιστού, καθώς η πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων είναι «προβληματικές» (κατά τον κανονισμό) και, άρα, κινδυνεύουν να μείνουν εκτός χρηματοδότησης, πέραν της de minimis ενίσχυσης.

Ο χαρακτηρισμός μιας εταιρίας ως «προβληματικής», κατά τον ευρωπαϊκό κανονισμό, έχει να κάνει με τη σχέση ιδίων με ξένα κεφάλαια. Μια εταιρία που έχει προχωρήσει σε επενδύσεις με leasing μπορεί εύκολα να καταστεί «προβληματική», σύμφωνα με τον κανονισμό. Μια εταιρία που της χρωστάει το κράτος και εγγράφει στον ισολογισμό της τις σχετικές απαιτήσεις ως επισφάλειες, το ίδιο. Γενικά, τα κριτήρια του συγκεκριμένου κανονισμού είναι απαρχαιωμένα και, συχνά, αυθαίρετα. Ιδιαίτερα για μια χώρα σαν την Ελλάδα, μετά από μια δεκαετή και βαριά οικονομική κρίση, τα κριτήρια του κανονισμού φαντάζουν παράλογα.

Αντιθέτως, μια επιχείρηση μπορεί να είναι καθόλα βιώσιμη, σύμφωνα με τα πολύ αυστηρά τραπεζικά κριτήρια, και απολύτως ενήμερη (φορολογικά και ασφαλιστικά), να παράγει, να εξάγει και να διατηρεί ή και να αυξάνει το μερίδιο αγοράς της αλλά ως «προβληματική», για τους ως άνω λόγους, να μη χρήζει κρατικής ενίσχυσης μέσα στην καταιγίδα της πανδημίας του κορονοϊού. Όμως, αυτή η εταιρία, που με το lockdown είδε τον τζίρο της να κατακρημνίζεται, δυσκολεύεται να εισάγει πρώτες ύλες και να εξάγει τα προϊόντα της εξαιτίας της αρρυθμίας στο διεθνές εμπόριο, είναι υποχρεωμένη να χορηγεί άδειες ειδικού σκοπού στα στελέχη της που ανήκουν, τα ίδια ή συγγενείς τους, σε ευπαθείς ομάδες, ως «προβληματική» αφήνεται στη μοίρα της. Και όχι μόνο αυτό αλλά έχει και να αντιπαλέψει την εχθροπάθεια, άλλοτε από άγνοια άλλοτε κακόβουλα, όσων τη χαρακτηρίζουν ζόμπι και, άρα, νεκρή που πρέπει να ταφεί!

Όλα αυτά προσπάθησα να εξηγήσω με την επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσα προς τον Υπουργό Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα, και απαντήθηκε στη Βουλή, στις 5 Ιουνίου 2020, από τον Υφυπουργό Θόδωρο Σκυλακάκη. Σε συνέχεια μιας σειράς συντονισμένων ενεργειών, υπήρξε η πολύ θετική εξέλιξη της ενίσχυσης των μικρών «προβληματικών» επιχειρήσεων και η διεκδίκηση για τη διεύρυνση της ενίσχυσης και στις μεσαίες επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 250 εργαζόμενους.

Την ώρα που το μείζον ζήτημα στην Ευρώπη σήμερα είναι η ανισορροπία των κρατικών ενισχύσεων, καθώς η Γερμανία δίνει πάνω από τις μισές του συνόλου, χάρη στους άφθονους διαθέσιμους πόρους της, και, άρα, την ώρα που οι περιφερειακές ανισότητες κινδυνεύουν να διευρυνθούν σε βάρος του ευρωπαϊκού νότου και, κατεξοχήν, της Ελλάδας, το πρωτοσέλιδο της Καθημερινής έστειλε το λάθος μήνυμα και στο εσωτερικό, στην πανταχόθεν βαλλόμενη ελληνική επιχειρηματικότητα, και στο εξωτερικό και σε όσους αντιστέκονται στις Βρυξέλλες για την αλλαγή του κανονισμού, ώστε να μπορέσουν να τύχουν βοήθειας οι ελληνικές επιχειρήσεις. Το τελευταίο που χρειάζεται η ελληνική επιχειρηματικότητα είναι να δυσφημίζεται, εξαιτίας παρανόησης είμαι βέβαιος, από Μέσα, όπως η Καθημερινή, που με σοβαρότητα και αξιοπιστία έχει σταθεί, στο παρελθόν, στο πλευρό της.

Κλείνοντας αξίζει να τονισθεί ότι χωρίς αυτές τις επιχειρήσεις, που είναι πάνω από τις μισές του συνόλου, δεν υπάρχει ελληνική οικονομία ούτε απασχόληση. Γι’ αυτό και η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης είναι ύψιστης εθνικής σημασίας και πρέπει να ευοδωθεί.