Η πανδημία, σε όλο τον κόσμο, έπληξε τους νέους, οικονομικά και κοινωνικά, περισσότερο από τις άλλες ηλικίες και διεύρυνε τις ανισότητες εις βάρος τους. Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας είναι ότι της πανδημίας είχε προηγηθεί μια επώδυνη δεκαετής οικονομική κρίση που περιόρισε τις προοπτικές ιδίως των νέων και ώθησε πολλούς στο εξωτερικό.
Επιπλέον, ακόμα και πριν από την κρίση, η Ελλάδα κατατασσόταν στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρώπης σε ποσοστό διαγενεακής αδικίας. Στη χώρα μας, το σύνολο σχεδόν της κοινωνικής δαπάνης είναι αφιερωμένο στις μεγαλύτερες ηλικίες. Για τον λόγο αυτό, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει αλλού και συνέβαινε άλλοτε και σε εμάς, η ακραία φτώχεια είναι συγκεντρωμένη κυρίως σε νεαρά άνεργα ζευγάρια με παιδιά παρά στους ηλικιωμένους.
Η πανδημία περιόρισε δραματικά τις εκπαιδευτικές ευκαιρίες, παρά την αξιέπαινη προσπάθεια που έγινε με την τηλεκπαίδευση. Επιπλέον, «πάγωσε» την αγορά εργασίας, κάτι που διέσωσε όσους είχαν ήδη εργασία, χάρη και στην ενεργητική κρατική στήριξη, αλλά δεν βοήθησε όσους αναζητούσαν δουλειά ή εργάζονταν προηγουμένως ανασφάλιστοι, όπως συχνά συμβαίνει με τους νέους ανθρώπους.
Το πιο εντυπωσιακό, όμως, δεν είναι η δύσκολη θέση της νεολαίας, αλλά το γεγονός ότι το ζήτημα αυτό είναι πολύ χαμηλά στα θέματα ενδιαφέροντος του δημοσίου διαλόγου. Ούτε η αντιπολίτευση ούτε η δημοσιογραφία το θέτει με την επίταση που θα περίμενε κανείς.
Το αντίθετο μάλιστα είναι αλήθεια, καθώς στη χώρα μας ο δημόσιος διάλογος κυριαρχείται από τα προβλήματα και τις αγωνίες των μεγαλυτέρων. Τα προβλήματα και οι προοπτικές των νέων συχνά απουσιάζουν. Η εξήγηση έχει ίσως να κάνει και με το γεγονός ότι, λόγω της πτώσης της γεννητικότητας μετά το 1980 και της γήρανσης του πληθυσμού, οι νέοι στη σημερινή ελληνική κοινωνία είναι μειοψηφία. Επιπλέον, πολλοί έφυγαν ή φεύγουν στο εξωτερικό και όσοι μένουν δεν συμμετέχουν με το ίδιο ποσοστό όπως οι μεγαλύτεροι στις εκλογές. Η δημοκρατία είναι το κατεξοχήν πολίτευμα όπου «μετράνε τα κουκιά» και στη σημερινή Ελλάδα τα «κουκιά» τα έχουν οι μεγαλύτεροι.
Αυτό συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες, όμως πουθενά ο δημόσιος διάλογος δεν κωφεύει σε τέτοιο βαθμό στις αγωνίες των νέων. Το πρόβλημα είναι ότι χωρίς τους νέους δεν υπάρχει μέλλον και η ελληνική πολιτική εμφανίζεται συχνά να ασχολείται με το παρελθόν αλλά όχι με τις ραγδαίες αλλαγές που το μέλλον φέρνει και τις τεράστιες προκλήσεις προσαρμογής που αυτές συνεπάγονται. Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική κοινωνία αγαπά τα παιδιά της και είναι υπερήφανη για τις ισχυρές οικογένειες που τη συναπαρτίζουν, αλλά συχνά όλοι μας κάνουμε πολύ λίγα επί της ουσίας για τα παιδιά και τους νέους μας.
Αν το μέλλον των νέων μας δεν είναι η φυγή στο εξωτερικό ή στο αντισυστημικό περιθώριο, οφείλουμε να σχεδιάσουμε πολιτικές που τους δίνουν προοπτική προκοπής στον τόπο τους. Η Νέα Δημοκρατία είναι η κατεξοχήν παράταξη της δημιουργικής και αισιόδοξης Ελλάδας. Απέναντι στη μιζέρια, στην εσωστρέφεια, στη μεμψιμοιρία και στη φοβικότητα σε καθετί νέο της εγχώριας Αριστεράς, η κυβέρνηση απαντά με ολοκληρωμένες παρεμβάσεις που ξεκινούν από την αναβάθμιση των εκπαιδευτικών ευκαιριών και προχωρούν στον εκσυγχρονισμό του εργατικού δικαίου, στη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, στην ψηφιοποίηση και στη γενικότερη ανάταξη της οικονομίας που απαντά στις ανάγκες και στις προσδοκίες των νέων μας.
Αλλωστε, στα δύο κομβικά θέματα τα οποία η νεολαία έχει ως προτεραιότητα, την προστασία του περιβάλλοντος και τα δικαιώματα, η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη πρωταγωνιστεί. Σε μια εγχώρια πολιτική σκηνή που συχνά κατατρύχεται από τα φαντάσματα της δεκαετίας του 1980 ή, ακόμα χειρότερα, του 1940, είναι ανάγκη να μιλήσουμε για το νέο και τους νέους με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.
* Ο κ. Δημήτρης Καιρίδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, βουλευτής Ν.Δ. του Βόρειου Τομέα Αθηνών.