Αν ένα πράγμα ανέδειξε η προεκλογική περίοδος είναι ότι στην παγίδα της απλής αναλογικής, που έστησε ο ΣΥΡΙΖΑ για να εμποδίσει την κυριαρχία της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, έπεσε ο ίδιος. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσήλθε στην κάλπη της αναλογικής χωρίς κυβερνητικό αφήγημα. Απέφυγε να διεκδικήσει την αυτοδυναμία γιατί τότε θα ακύρωνε την απλή αναλογική που ψήφισε.
Έτσι, βρέθηκε αναγκασμένος να αναζητεί συνεργασίες και συνεργάτες. Κι εκεί άρχισε το μπλέξιμο. Ξεκίνησε να μιλά για προοδευτική κυβέρνηση για να εισπράξει την άρνηση και του ΚΚΕ και του ΜΕΡΑ 25. Αναδιπλώθηκε και εκλιπάρησε για κυβέρνηση ανοχής αλλά δεν κέρδισε ούτε την ανοχή ούτε τη συνενοχή κανενός. Τέλος, κατέληξε στην πρόταση για κυβέρνηση ειδικού σκοπού, πιστεύοντας ότι, το μίσος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, μπορεί να συνενώσει την αντιπολίτευση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή της προεκλογικής εκστρατείας επέδειξε όλες τις αδυναμίες του: ασυνέπεια, αναξιοπιστία και, εν τέλει, ηττοπάθεια. Έφθασε στο σημείο, για να διασώσει το κυβερνητικό του αφήγημα, που έμπαζε από παντού, να διαβεβαιώνει ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν εννοούν αυτά που λένε. Αρνούνται τις συνεργασίες προεκλογικά, για να υφαρπάξουν την ψήφο του ελληνικού λαού, αλλά θα τις επιδιώξουν μετεκλογικά, κατά το συμφέρον τους, για να αποφύγουν τη βάσανο της κάλπης με ενισχυμένη αναλογική.
Το πρόβλημα με τη θέση αυτή είναι ότι επιβεβαιώνει όσα ισχυρίζεται και για όσα προειδοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ άρχισαν να αναρωτιούνται αν υπάρχει ο κίνδυνος να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ και να τους προκύψει ο Αλέξης Τσίπρας ως πρωθυπουργός.
Η ανησυχία τους είναι εύλογη εξαιτίας της στάσης της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη βάση του. Οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ δεν θεωρούν την καταστροφή της διακυβέρνησης Τσίπρα αντίστοιχη με τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη. Αντίθετα, σε όλες τις δημοσκοπήσεις εμφανίζονται να συμφωνούν με τις κυβερνητικές επιλογές πολύ πάνω από τον εθνικό μέσο όρο. Επιπλέον, είναι ψηφοφόροι που ενδιαφέρονται και έχουν χρόνια εκπαιδευτεί στην ανάγκη να κυβερνηθεί η χώρα και δεν θεωρούν το ΠΑΣΟΚ κόμμα διαμαρτυρίας. Η επιλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, που έχει να κάνει περισσότερο με την αδυναμία του να ελέγξει τις αποκλίνουσες τάσεις στο κόμμα του, έρχεται σε αντιπαράθεση με τους ψηφοφόρους του.
Εν τέλει, η σύγχυση στον ΣΥΡΙΖΑ, η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ και τα πυροτεχνήματα του Γιάνη Βαρουφάκη ενισχύουν τη ΝΔ και καθιστούν την πρότασή της για αυτοδυναμία ως τη μόνη αξιόπιστη κυβερνητική λύση. Απέναντι σε αυτήν την περιδίνηση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτάσσει μια ξεκάθαρη πρόταση: την αυτοδυναμία της ΝΔ. Και τη διεκδικεί με αξιώσεις χάρη στα πεπραγμένα της κυβέρνησής του, στη σύγκριση με τους αντιπάλους του που είναι συντριπτικά υπέρ του, στο ασταθές διεθνές περιβάλλον που τον αναδεικνύουν σε σταθεροποιητικό ανάχωμα στις εξωγενείς κρίσεις αλλά και στο γεγονός ότι εμφανίζεται μόνο αυτός να αντιλαμβάνεται το πραγματικό διακύβευμα της επόμενης τετραετίας.
Κι αυτό έχει να κάνει με τη μεγάλη αναπτυξιακή ευκαιρία για την Ελλάδα, μετά από χρόνια στασιμότητας και κρίσης, χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης, το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και την επιστροφή της βιομηχανίας στη Δύση από την Κίνα. Χωρίς να παραβλέπονται οι παθογένειες και οι ανεπάρκειές της, η Ελλάδα ποτέ δεν ήταν τόσο ελκυστική για τη διεθνή επενδυτική κοινότητα όσο σήμερα. Κι αυτό είναι κάτι που μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας αντιλαμβάνεται, θέλει να αξιοποιήσει και ψηφίζει ΝΔ, η οποία συντονίζεται καλύτερα με τις ανάγκες, τις αγωνίες και τις προτεραιότητες της.