Παρακμή;

10.9.2018

Κάθε χρόνο η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης προσφέρει την ευκαιρία στην πολιτική ηγεσία της χώρας να παρουσιάσει όχι μόνο την οικονομική αλλά και την ευρύτερη κατάσταση της χώρας, όπως η ίδια την αντιλαμβάνεται. Με αφορμή, λοιπόν, αυτή τη μακρά ελληνική παράδοση, χρήσιμη είναι μια ανασκόπηση και ανάλυση του που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, πέρα από τις ανούσιες και προβλέψιμες αντιπαραθέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.

Παρά τη μεγάλη πρόοδο που έχει σημειωθεί στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, η ελληνική οικονομία σέρνεται. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υποτονικός και στηρίζεται μόνον από την εκρηκτική άνοδο του τουρισμού και τη μικρή βελτίωση στη ναυτιλία, τις εξαγωγές και την κτηματαγορά.

Στο μεταξύ, η κατανάλωση παραμένει καθηλωμένη, η εργασία υπερφορολογείται, οι δημόσιες επενδύσεις περικόπτονται και η δημόσια συζήτηση μονοπωλείται από το ζήτημα των συντάξεων. Δείχνουμε να είμαστε μια κοινωνία στραμμένη προς το παρελθόν, αδιάφοροι προς τη νέα γενιά και τιμωρητικοί απέναντι σε όσους συνεισφέρουν (και δεν απομυζούν) το δημόσιο ταμείο.

Παρά την επιστροφή στην ανάπτυξη, η Ελλάδα συνεχίζει να αποκλίνει από τον μέσο όρο της Ευρώπης, αφού οι Ευρωπαίοι αναπτύσσονται ταχύτερα από εμάς. Έτσι αντί να καλύπτουμε το χαμένο έδαφος, διευρύνουμε το χάσμα που μας χωρίζει όχι μόνον από τη Δυτική αλλά και από την πρώην Ανατολική Ευρώπη.

Το πιο κρίσιμο στοιχείο είναι η καθήλωση των επενδύσεων σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Οι συνολικές επενδύσεις είναι τόσο λίγες που η χώρα κάθε χρόνο απο-επενδύει, δηλαδή το συνολικό επενδεδυμένο κεφάλαιό της μειώνεται. Εξαιτίας της πτώσης των επενδύσεων μειώνεται η παραγωγικότητα και, άρα, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Τόσο οι Έλληνες όσο και οι ξένοι επενδυτές δεν μας εμπιστεύονται. Και το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι έτοιμο να κάνει ότι μπορεί, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής χρονιάς που μόλις ξεκίνησε, μέσα από μια άκρατη και άκαιρη παροχολογία αλλά και μια σκηνοθετημένη πόλωση μεταξύ πολιτικών δυνάμεων που έχουν προσυπογράψει λίγο-πολύ την ίδια οικονομική συνταγή, για να μας εμπιστεύονται ακόμα λιγότερο.

Στο μεταξύ, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι δεν έχουν εντελώς αρθεί, τα κέρδη των τραπεζών εμφανίζουν κάμψη, γιατί δεν έχουν καταφέρει να δανειοδοτήσουν την οικονομία, ενώ η χώρα παραμένει εκτός αγορών και χωρίς πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό. Οκτώ χρόνια και τρία μνημόνια μετά τη χρεοκοπία του 2010, το επιτόκιο του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου είναι πάνω από κει που ήταν τον Μάρτιο του 2010.

Όλα αυτά δεν συνθέτουν μια αισιόδοξη εικόνα ανάταξης αλλά ένα απαισιόδοξο σκηνικό παρακμής. Η χώρα έχει εξέλθει από την οξεία φάση της κρίσης (στην οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιστρέψει) και έχει εισέλθει στη χρόνια φάση μιας παρακμής που την απομακρύνει από τον αναπτυγμένο κόσμο και την επιστρέφει στα Βαλκάνια. Η γήρανση του πληθυσμού, η μετανάστευση πολλών νέων μυαλών, η διάλυση της δημόσιας παιδείας και πολλές άλλες αρνητικές εξελίξεις της δημόσιας ζωής επιτείνουν την εθνική μας παρακμή.

Κάποιοι θέλουν να παρουσιάζουν την παρακμή αυτή ως «επιστροφή στην κανονικότητα». Πολλοί Έλληνες, κουρασμένοι από την οκτάχρονη περιπέτεια, θα ήθελαν να τους πιστέψουν. Όμως αυτή η «κανονικότητα» δεν είναι καθόλου κανονική για την πατρίδα μας αφού αντιστρέφει δυο αιώνες σύγκλισής μας με την Ευρώπη και τον αναπτυγμένο κόσμο και μας καταδικάζει, περισσότερο από την ίδια την κρίση, σε μια επιταχυνόμενη εθνική καχεξία και, εν τέλει, συρρίκνωση.

Το ερώτημα που έχουμε μπροστά μας ως κοινωνία είναι αν έχουμε τη δύναμη να αντιστρέψουμε την πορεία αυτή. Το ευτύχημα (αλλά και το δυστύχημα) είναι ότι πολλά εξαρτώνται από τις πολιτικές μας επιλογές.