Στην Ελλάδα σήμερα έχουμε δυο μεγάλα κόμματα «στα χαρτιά», δηλαδή σύμφωνα με τους αριθμούς των τελευταίων εκλογών και των δημοσκοπήσεων: τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Με την έννοια αυτή, στη χώρα μας, το κομματικό σύστημα μπορεί να χαρακτηριστεί ως δικομματικό.
Ωστόσο, εύλογα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι αυτός ο δικομματισμός είναι περισσότερο τύποις και λιγότερο ουσία. Και ο λόγος είναι απλός: εδώ και 7 συνεχόμενα χρόνια, από το 2016 και μετά, ουδέποτε αμφισβητήθηκε η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις, όλων των εταιριών, αλλά και στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 2019, η ΝΔ είναι σταθερά και καθαρά πρώτη.
Μάλιστα, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μετρήσεις, οι μετακινήσεις ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του 2019 στη ΝΔ σήμερα είναι διπλάσιες από τις μετακινήσεις ψηφοφόρων της ΝΔ του 2019 στον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Με άλλα λόγια, η καθαρή ροή ψηφοφόρων μεταξύ των δυο κομμάτων παραμένει σήμερα, μετά από 4 χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ, υπέρ του πρώτου κόμματος.
Αυτό αποδεικνύει την πολιτική αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προσφέρει μια αξιόπιστη κυβερνητική εναλλακτική στον Έλληνα ψηφοφόρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί εγκλωβισμένη μια συμπαγή μάζα ψηφοφόρων, ιδίως τώρα που το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη δείχνει να «ξεφουσκώνει» μετά τις αρχικές προσδοκίες που είχε δημιουργήσει, αλλά ο ίδιος παραμένει εγκλωβισμένος στα αριστερά και απομονωμένος από το πολιτικό κέντρο, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να απειλήσει την πρωτιά της ΝΔ.
Εν ολίγοις, μπορεί να έχουμε δυο μεγάλα κόμματα «στα χαρτιά» αλλά επί της ουσίας έχουμε μια μόνο κυβερνητική πρόταση εξουσίας, αυτή της ΝΔ. Την αδυναμία της αντιπολίτευσης επιτείνει και η σύγχυση για τις μετεκλογικές συνεργασίες που προτείνει. Πίσω από όρους και προϋποθέσεις, επιχειρεί να συγκαλύψει το απλό γεγονός ότι όσο κι αν ενωθεί στις αντιφάσεις της, λύση στο κεντρικό ζητούμενο των εκλογών που είναι η κυβερνησιμότητα δεν μπορεί να δώσει.
Το εντυπωσιακό σε όλα αυτά είναι η ανεμελιά και η αμεριμνησία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται την ουσιαστική αυτοκριτική για τα πεπραγμένα του και αποφεύγει να αναμετρηθεί με το «προπατορικό αμάρτημά» του, που είναι το πρώτο εννεάμηνο της διακυβέρνησης του το 2015, μαζί με την ακραία και χυδαία αντιπολίτευση που άσκησε για να κερδίσει τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Τέσσερα χρόνια τώρα στην αντιπολίτευση δεν επεξεργάστηκε και δεν κατέθεσε καμία ουσιαστική πρόταση για τα «δύσκολα» της ελληνικής πραγματικότητας. Οι προτάσεις του εξαντλούνται σε έναν ανεύθυνο και, απολύτως, αναξιόπιστο λαϊκισμό: μοιράζει μειώσεις φόρων, αυξήσεις συντάξεων και μισθών, διαγραφές χρεών. Όμως, η κυβερνητική του πολιτεία είναι πολύ νωπή για να μπορεί να κοροϊδεύει ξανά χωρίς αντίλογο.
Στην τηλεοπτική της συνέντευξη στον ΣΚΑΙ, η εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Πόπη Τσαπανίδου, δήλωσε, με μια υπερβολική ίσως αφέλεια, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αν χάσει θα χάσει από την κυβερνητική προπαγάνδα και την παραπλάνηση του λαού. Η κ. Τσαπανίδου εξέφρασε τη βαθύτερη συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ. Για όλα φταίνε οι άλλοι: δεν αρμενίζουμε στραβά αλλά στραβός είναι ο γιαλός.
Πέρα από τη βαριά περιφρόνηση για την κρίση του κυρίαρχου, κατά τα λοιπά, λαού, στην οποία παραπέμπει αυτή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, αποκαλύπτει και την φτώχεια και τα αδιέξοδα της παρούσας ηγεσίας του. Πετροβολά την κυβέρνηση σε όποιο πραγματικό ή φανταστικό στραβοπάτημά της, με βραχύβια επικοινωνιακά τεχνάσματα, αποφεύγει τις ουσιαστικές πολιτικές προτάσεις ή τις φρέσκες ιδέες είτε από τεμπελιά είτε από αδυναμία, και, περιχαρακώνει όσους ψηφοφόρους της μπορεί, για να μην αμφισβητηθεί την επόμενη μέρα.
Όλα αυτά παραπέμπουν σε ένα τέλμα και μια παθογένεια του πολιτικού συστήματος. Γιατί για να λειτουργήσει αυτό σωστά χρειάζεται εξίσου, πέρα από μια καλή κυβέρνηση, και μια καλή αντιπολίτευση. Και η χώρα μπορεί να έχει το πρώτο αλλά σίγουρα δεν έχει το δεύτερο.