Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πύκνωσε τις επιθέσεις του εναντίον της Ευρώπης το τελευταίο διάστημα. Ότι κι αν αποφασίσει το προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για τον Τούρκο Πρόεδρο, η Ευρώπη αδικεί την Τουρκία, συντάσσεται με την «κακομαθημένη» Ελλάδα και άγεται και φέρεται από την αμαρτωλή, ως πρώην αποικιοκρατική δύναμη, Γαλλία.
Εντωμεταξύ, στο διεθνή Τύπο υπάρχουν ακόμα κάποιοι που δεν αντιλαμβάνονται τα παιχνίδια του Τούρκου Προέδρου. Η σύγκρουση με την Ευρώπη εξυπηρετεί τις λαϊκιστικές στοχεύσεις του Τούρκου ηγέτη, καθώς ερεθίζει περαιτέρω τα εθνικιστικά αντανακλαστικά μιας ευερέθιστης κοινής γνώμης στο εσωτερικό, η οποία έχει γαλουχηθεί από ένα τουρκικό κράτος, το οποίο παραδοσιακά βλέπει παντού εχθρούς, με εμάς τους Έλληνες να έχουμε πάντα την πρωτοκαθεδρία ανάμεσά τους.
Η αντι-ευρωπαϊκή ρητορική τονώνει το εγώ μιας Τουρκίας που θέλει να αντιπαρατίθεται ως ίσος προς ίσον με την Ευρώπη. Μετά από αιώνες επιτιμητικών διδαχών και εντολών των Ευρωπαίων, η Τουρκία, χάρη, υποτίθεται, στον Ερντογάν, μπορεί να ανταπαντά.
Ιδεολογικά, η Ευρώπη της γαλλικής «λαϊσιτέ» (laïcité) είναι εχθρός. Το γεγονός ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ εμπνεύστηκε την πολιτική εκκοσμίκευσης της Τουρκικής Δημοκρατίας από το γαλλικό πρότυπο καθιστά τη Γαλλία ακόμα πιο μισητή.
Όσοι Τούρκοι συνεχίζουν να εμπνέονται από τις ευρωπαϊκές αξίες της δημοκρατίας, της ανεκτικότητας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν ψηφίζουν Ερντογάν. H στοχοποίηση της Ευρώπης βάλλει, καταρχάς, εναντίον όσων στο εσωτερικό ακόμα εμπνέονται από αυτήν και αποτελούν εσωτερικούς πολιτικούς αντιπάλους του. Άρα, με έναν σμπάρο δυο τριγώνια: οι αντι-ευρωπαϊκές κορώνες και συσπειρώνουν και κινητοποιούν την εκλογική του βάση και απονομιμοποιούν τους αντιπάλους του.
Το πόσο απροκάλυπτος είναι ο κυνισμός του Ερντογάν αποδεικνύεται και από ένα άλλο στοιχείο. Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, μετά το 2002, ο ίδιος δεν δίσταζε να παριστάνει τον φιλο-ευρωπαίο μεταρρυθμιστή. Και πολλοί φιλελεύθεροι Ευρωπαίοι τον είχαν πιστέψει. Εκατοντάδες ήταν τα θετικά δημοσιεύματα στον ευρωπαϊκό Τύπο υπέρ του. Εκείνα ήταν τα χρόνια που η Τουρκία πρόβαλε ως ένα μοντέλο φιλελεύθερης δημοκρατίας στον μουσουλμανικό κόσμο.
Ο Ερντογάν χρησιμοποίησε την Ευρώπη για να ξεδοντιάσει το κεμαλικό κατεστημένο και να περιθωριοποιήσει το «βαθύ κράτος» στη δικαιοσύνη, τη γραφειοκρατία και, ιδίως, στο στρατό. Όταν τα κατάφερε, με τη βοήθεια των Γκιουλενιστών, εγκατέλειψε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Στην πορεία ήρθε σε ρήξη με τους συμμάχους του, τους Γκιουλενιστές, και προσέγγισε τους πρώην εχθρούς τους, τους υπερεθνικιστές της ακροδεξιάς του MHP και του στρατού, ιδίως του ναυτικού, εξού και το δόγμα της «γαλάζιας πατρίδας».
Με λίγα λόγια, ο Ερντογάν επιβεβαίωσε ότι για έναν αυταρχικό ισλαμο-λαϊκιστή η Ευρώπη και η δημοκρατία είναι ένα λεωφορείο: το ανεβαίνει κανείς μέχρι να φτάσει στον προορισμό του, που είναι η απόλυτη εξουσία, και μόλις φτάσει εκεί δεν έχει κανένα πρόβλημα να το εγκαταλείψει. Βέβαια, ο Ερντογάν δεν το εγκατέλειψε απλώς αλλά θέλει να του βάλει και φωτιά.