Ομιλία του Βουλευτή Δ. Καιρίδη στην Ολομέλεια της Βουλής για το ν/σ του ΥΠΕΞ σχετικά με το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού

Κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητάμε εδώ τον νέο Κανονισμό του Υπουργείου Εξωτερικών. Επιτρέψτε μου να κάνω τρεις προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

Η πρώτη έχει να κάνει με τα κρίσιμα επίκαιρα ζητήματα, με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που βρίσκονται για μια ακόμα φορά στην επικαιρότητα. Νομίζω ότι οποιοσδήποτε δίκαιος, αντικειμενικός παρατηρητής, κύριε Υπουργέ, θα συμφωνούσε με το συμπέρασμα ότι η διαχείριση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης που ξεκίνησε τέτοια εποχή, ιδιαίτερα στον Έβρο πριν από ένα χρόνο και συνεχίστηκε και στη θάλασσα κατά τη διάρκεια του 2020 μέχρι και τώρα, υπήρξε -αντικειμενικά μιλώντας- υποδειγματική.

Νομίζω ότι αυτό αναγνωρίζεται τόσο στο εσωτερικό –αν διαβάσει κανείς τις δημοσκοπήσεις, αλλά και τον Τύπο- όσο και στο εξωτερικό και είναι ένα θετικό πρόσημο επιπλέον στις πολλαπλές κρίσεις που έχει κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα ελληνική Κυβέρνηση τον ενάμιση χρόνο τώρα που βρίσκεται στην εξουσία, είτε λέγεται πανδημία είτε λέγεται οικονομική κρίση. Όμως και στο εξωτερικό μέτωπο νομίζω ότι τα πήγαμε πολύ καλά, χωρίς να εφησυχάζουμε και χωρίς βεβαίως να παίρνουν τα μυαλά μας αέρα.

Για να είμαι δίκαιος, θα σας έλεγα αυτό που είπα και στην Επιτροπή συνολικά για τη διπλωματική μας προσπάθεια, πώς τη βλέπουν τουλάχιστον από το εξωτερικό. Αναφερθήκατε στο πώς μας βλέπουν οι άλλοι και πόσο σημαντικό είναι το πώς μας βλέπουν οι άλλοι και επειδή έχω αφιερώσει τη ζωή μου τα τελευταία εικοσιπέντε-τριάντα χρόνια στο να μελετώ εκτός των άλλων και το πώς μας βλέπουν οι άλλοι, τολμώ να πω ότι οι άλλοι πραγματικά ζηλεύουν την ελληνική εξωτερική πολιτική.

Αναφέρομαι στους Τούρκους, στους γείτονές μας στα Βαλκάνια, σε όλη την περιοχή, με όλες τις ελλείψεις, τα προβλήματα, τις προκλήσεις που μπορεί κανείς να συζητήσει. Είναι καλό αυτό να το αναγνωρίζουμε, διότι καμιά φορά στον δημόσιο διάλογο στην πατρίδα μας επικρατεί ένας μηδενισμός ότι εμείς τα κάνουμε όλα λάθος και οι άλλοι τα κάνουν όλα καλά. Αξίζει τον κόπο να ανοίξουμε το φακό και να πούμε ότι οι άλλοι τουλάχιστον –με ό,τι αυτό σημαίνει, δεν σημαίνει ότι έχουν 100% δίκιο- πιστεύουν ότι τα κάνουμε όλα καλά, πάρα πολύ καλά, όχι μόνο σήμερα αλλά και παλαιότερα, για να είμαι δίκαιος και με τις προηγούμενες κυβερνήσεις.

Τρίτον, θα πήγαινα και ένα βήμα παραπέρα από αυτά που μας είπε ο καλός και έμπειρος συνάδελφος Γιώργος Κουμουτσάκος για τη σημερινή παγκοσμιοποίηση, για το πόσο κρίσιμη είναι η εξωτερική πολιτική σήμερα και θα έλεγα αναστοχαζόμενος την πορεία του νεότερου ελληνικού κράτους από ιδρύσεώς του, ιδίως σήμερα που συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την έκρηξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ότι ειδικά στα εξωτερικά τα έχουμε πάει καλά και ότι η πορεία

του ελληνικού κράτους, του ελληνικού έθνους συνολικά, έχει εξαρτηθεί σε έναν ιδιάζοντα μεγάλο βαθμό από τα εξωτερικά και από τη δυνατότητα της Ελλάδας και των εκπροσώπων της ελληνικής ηγεσίας να συμπλέκει τα ελληνικά συμφέροντα με τα συμφέροντα άλλων ισχυρών δυνάμεων στην περιοχή, ώστε να τα εξυπηρετεί καλύτερα.

Έτσι πέτυχε η Ελληνική Επανάσταση -το ξέρουμε όλοι- εντέλει και οδηγηθήκαμε στο ευτυχές αποτέλεσμα της ιδρύσεως για πρώτη φορά κράτους εδώ στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της νοτιανατολικής Ευρώπης, του πρώτου εθνικού κράτους, δημοκρατικού ελεύθερου κράτους που βγαίνει από την τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Έτσι πέτυχε η Ελλάδα και σε όλη της τη διαδρομή μέχρι και σήμερα τους διάφορους μεγάλους θριάμβους, με πρώτο και καλύτερο -τελευταία βεβαίως- αυτό που γιορτάζουμε πάλι φέτος, τα σαράντα χρόνια από την ένταξη και τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οποτεδήποτε η Ελλάδα απέτυχε στο εξωτερικό μέτωπο το πλήρωσε πάρα πολύ ακριβά. Οποτεδήποτε απομονώθηκε και δεν κατάφερε να συμπλέξει τα δικά της συμφέροντα με τα συμφέροντα άλλων ισχυρών, όπως απομονώθηκε το ‘74 ή το ‘22 ή το 1897, το έθνος πλήρωσε βαρύ το τίμημα.

Άρα, ιδίως για την Ελλάδα η εξωτερική πολιτική είναι κρίσιμος παράγοντας εθνικής ευημερίας και προόδου, περισσότερο θα έλεγα από άλλα κράτη, τα οποία έχουν ευτυχήσει να βρίσκονται σε ασφαλέστερα και σταθερότερα γεωστρατηγικά περιβάλλοντα, όπως κατεξοχήν αυτά της βόρειας και της δυτικής Ευρώπης. Αυτές οι τρεις προκαταρκτικές παρατηρήσεις νομίζω ότι είναι κρίσιμες.

Όπως είπαμε και στην Επιτροπή, το νομοσχέδιο εισάγει βασικές μεταρρυθμίσεις, απαραίτητες στη σημερινή εποχή. Κατ’ εξοχήν εκσυγχρονίζει και εξορθολογίζει την άσκηση της οικονομικής διπλωματίας, που είναι το μεγάλο ζητούμενο της σύγχρονης εποχής της παγκοσμιοποίησης.

Σε άλλα κράτη, όπως είπα και στην Επιτροπή, η οικονομική διπλωματία είναι το 90% της διπλωματικής προσπάθειας, για παράδειγμα στο πρότυπο το οποίο μας έχει συμβουλέψει και στο παρελθόν και από το οποίο έχουμε πάρει κάποια μαθήματα, η Ολλανδία, αλλά και πολλές άλλες χώρες στη βόρεια Ευρώπη.

Βεβαίως, εμείς δεν έχουμε την πολυτέλεια να δώσουμε το 90% της προσπάθειας, ακριβώς γιατί έχουμε ανοιχτά γεωστρατηγικά ζητήματα, κυρίως με τους κακούς ανατολικούς μας γείτονες, αλλά οπωσδήποτε πρέπει να επιταχύνουμε στον τομέα της οικονομικής διπλωματίας που είναι τόσο κρίσιμος.

Το δεύτερο που πρέπει να κάνουμε βεβαίως είναι σχετικά με τον απόδημο ελληνισμό, αυτόν τον πλούτο που έχει η χώρα μας, που δεν τον έχουν άλλοι λαοί ή

λαοί στην περιοχή μας. Το ελληνικό έθνος είναι κατεξοχήν έθνος διασπορικό. Αυτό δεν πρέπει απλώς να το λέμε και να ομνύουμε στις αρετές και τον πλούτο της διασποράς, κάτι που το είπα και στην Επιτροπή. Είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να περνά συνολικά τη δημόσια πολιτική και να το κάνουμε πράξη σε όλα τα επίπεδα.

Εάν κάτι έχει χαρακτηρίσει τη σχέση μας με την ομογένεια -οφείλω να το πω, κύριε Υπουργέ- είναι η υποκρισία. Διότι την ίδια ώρα που ομνύουμε στις αρετές της και τη δύναμή της, την ίδια ώρα ένας υφέρπων «κοτζαμπασισμός» από ιδρύσεως του κράτους μας δεν θέλει την ομογένεια στα πόδια της εγχώριας ελίτ συχνά, όπως αποδείχθηκε περίτρανα βεβαίως με την περίφημη υπόθεση των συμβουλίων ιδρύματος στα ελληνικά πανεπιστήμια που εισήχθησαν με το νόμο του 2011, να έρθουν οι διαπρεπείς Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού να βοηθήσουν στην αναβάθμιση του ελληνικού πανεπιστημίου. Διώχθηκαν, διαπομπεύθηκαν, εξευτελίστηκαν από τους Έλληνες «κοτζαμπάσηδες» ενός αντιδραστικού εγχώριου κατεστημένου και τους πολιτικά καλύπτοντές τους. Κλίνω προς τα αριστερά και όχι τυχαία.

(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)

Άρα και στην παιδεία και τον πολιτισμό και την οικονομία και σε μια σειρά από θέματα, όχι μόνο στα εθνικά θέματα, πρέπει να βρούμε τρόπους να εμπλέξουμε την ομογένεια και τη νέα διασπορά που έχουμε δημιουργήσει μέσα στην κρίση μετά το

2010, προκειμένου να χρησιμοποιήσουμε και να αξιοποιήσουμε αυτόν τον πλούτο. Κάναμε ένα βήμα με την ψήφο των Ελλήνων του εξωτερικού, για παράδειγμα. Άλλο ένα μέτρο το οποίο λυσσαλέα πολέμησαν οι «κοτζαμπάσηδες» στο εσωτερικό.

Τελειώνω με τη δημόσια διπλωματία. Πρέπει να την προσέξουμε. Δεν είναι ένα πάρεργο, δεν είναι κάτι το δευτερεύον στη σημερινή εποχή της δημοκρατίας της κοινής γνώμης το πώς επηρεάζουμε συστηματικά, όχι πρόσκαιρα, όχι μόνον με βάση μια κρίση. Πρέπει να έχουμε παρουσία στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπως κάνει η Τουρκία πάρα πολύ -και το ξέρετε πολύ καλά- στο διαδίκτυο , στις μεγάλες εφημερίδες του εξωτερικού, στην Ευρώπη, στην Αμερική και παντού αλλού, όπου παίζεται αυτό το ανοικτό παιχνίδι, που ξεφεύγει πια από τον παραδοσιακό ρόλο των διπλωματών.

Κάποτε οι διπλωμάτες έκαναν μόνοι τους εξωτερική πολιτική και, όπως ξέρετε, στη θεωρία η διπλωματία θεωρείται το τελευταίο οχυρό της παλιάς αριστοκρατίας, το τελευταίο οχυρό δημόσιας πολιτικής που εκδημοκρατίστηκε.

Σήμερα, όμως, έχει εκδημοκρατιστεί και η διπλωματία και γίνεται σε επίπεδο κοινής γνώμης και χρειάζονται οι πόροι, πέρα από τα θεσμικά εργαλεία που φτιάχνετε τώρα, για να το προχωρήσουμε.