Ο Ερντογάν είχε σχεδιάσει το 2020 και, πάντως, πριν τις αμερικανικές εκλογές να τρέξει τις διεκδικήσεις του απέναντι στην Ελλάδα με την απειλή ενός στρατιωτικοποιημένου εξαναγκασμού.
Επιζητούσε μια διπλωματική εκβιαστική διαπραγμάτευση ακόμη και ύστερα από ένα θερμό επεισόδιο αλλά δεν του βγήκε. Πόνταρε στοn δυτικό κατακερματισμό αλλά η τακτική του αποκαλύφθηκε, απομονώθηκε και αναδιπλώθηκε. Κατάλαβε τα όρια του και βλέπει ότι δεν μπορεί να προχωρήσει σε μια ολομέτωπη αντιπαράθεση με τη Δύση. Εν τω μεταξύ η ήττα Τραμπ και η ανάδειξη Μπάιντεν δυσκόλεψαν τα πράγματα για την Τουρκία.
Ο Ερντογάν βέβαια δεν θα εγκαταλείψει τους στόχους του. θα προχωρήσει πιο προσεχτικά αλλά με επιμονή, σε βάθος χρόνου, και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Θα προχωρήσει με διαφορετικές μορφές, εναλλασσόμενες με την απειλή της στρατιωτικοποίησης και αυτό έκανε με την πρόσφατη «επίθεση φιλίας προς Δύση» και την προσχώρηση στον διερευνητικό διάλογο με την Ελλάδα. Αλλά και αυτό δεν του βγαίνει.
Διαπιστώνει εμπράκτως ότι εγκλωβίζεται σε έναν μονοθεματικό διάλογο χωρίς να μπορεί να περάσει τις διευρυμένες διεκδικήσεις και να τις καταστήσει νόμιμες στο διεθνές περιβάλλον. Ξαναρχίζει λοιπόν τις επιθέσεις προς τη Δύση, δεν δίνει άμεση συνέχεια στις νέες διερευνητικές και ταυτόχρονα αρχίζει να ετοιμάζει ένα παιχνίδι επίρριψης ευθυνών (blame game), διαστρέφοντας την πραγματικότητα, με απώτερο σκοπό να εκθέσει την Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση ο Ερντογάν δεν θέλει επί της ουσίας τις διερευνητικές, διότι βλέπει ότι τον εγκλωβίζουν στην κατεύθυνση των ελληνικών επιδιώξεων.
Η Ελλάδα το 2020 με την αποφασιστικότητα στα μέτωπα του Έβρου και του Αιγαίου/Μεσογείου αλλά και με την ενεργή διπλωματία της, αφύπνισε και κινητοποίησε τον δυτικό παράγοντα (ΕΕ, ΗΠΑ) και έτσι οδηγήθηκε η Τουρκία από το πεδίο στο διάλογο. Η εξέλιξη αυτή βέβαια δεν λύνει αυτομάτως τα προβλήματα προς όφελος μας.
Ανοίγει όμως μπροστά μας ένα νέο πεδίο αναμέτρησης ενός δύσκολου αλλά και μετέωρου διαλόγου. Δεν περιμένουμε πολλά πράγματα, εκτός αν η Τουρκία αποφασίσει να αλλάξει ριζικά πορεία και να συζητήσει με όρους και διαδικασίες Διεθνούς Δικαίου. Μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο, αν κρίνουμε από τις νέες εξάρσεις ρητορικής της Τουρκίας, τη διαστροφή της πραγματικότητας αλλά και τις απειλές νέων συγκαλυμένων αλλά και ύπουλων προκλήσεων, τύπου Τσεσμέ. Αυτά δεν γίνονται μόνο για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης αλλά κυρίως επειδή δεν αποδίδει η αποδοχή της τουρκικής αναθεωρητικής επιχειρηματολογίας. Γι’ αυτό ο Ερντογάν τρέχει παράλληλα και το παιχνίδι των προκλήσεων επιζητώντας μια ελληνική υπεραντίδραση , που θα μας εκθέσει στα διεθνή βλέμματα, δικαιώνοντας την Τουρκία.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν έχει να φοβηθεί και να χάσει από τον διερευνητικό διάλογο με την Τουρκία. Προσέρχεται με εθνική αυτοπεποίθηση, διότι έχει το δίκιο με το μέρος της και συγκεκριμένη ατζέντα μίας και μόνης διαφοράς, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Ταυτόχρονα διαχειρίζεται με απόλυτη ψυχραιμία την κατάσταση, αποφεύγοντας τις παγιδευτικές προκλήσεις της Άγκυρας και αντιδρά με αναλογικό τρόπο και αντίστοιχη κλιμάκωση, αποκαλύπτοντας την πραγματικότητα των τουρκικών προκλήσεων στην διεθνή σκηνή, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τα εθνικά συμφέροντα.