Το 2021 συμπληρώνονται 200 χρόνια από την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης. Η επέτειος υπενθυμίζει, εκτός των άλλων, ότι το πρόβλημα «Τουρκία» έχει συνοδεύσει την πορεία του νεότερου ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα. Η αντιμετώπισή του, στη μια ή την άλλη του μορφή, έχει αποτελέσει τη μόνιμη σχεδόν σταθερά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και έχει καταναλώσει μεγάλο μέρος της ενέργειας του νεοσύστατου κράτους. Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση, η Ελλάδα παραμένει αντιμέτωπη με την τουρκική απειλή, απόδειξη ότι πρόσφατα αποφάσισε να προχωρήσει σε σημαντική αύξηση των αμυντικών της δαπανών.
Με λίγα λόγια, η μακροσκοπική θεώρηση της ιστορικής διαδρομής της νεότερης Ελλάδας εύκολα αναδεικνύει τους βασικούς άξονες της εξωτερικής της πολιτικής: δυτικός προσανατολισμός και αναζήτηση διεθνών συμμαχιών για την αντιστάθμιση της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει και τον δρόμο που οφείλει η ελληνική διπλωματία να ακολουθήσει και το 2021 αλλά και τα επόμενα χρόνια. Κι αυτός είναι ένας: η διεθνοποίηση του προβλήματος «Τουρκία».
Αν κάτι διδάσκει η Ελληνική Επανάσταση είναι ότι η Ελλάδα πετυχαίνει όταν καταφέρνει να διεθνοποιεί το πρόβλημα «Τουρκία», κινητοποιώντας ευρύτερες συμμαχίες υπέρ της. Αντίθετα, όποτε η Ελλάδα βρέθηκε απομονωμένη, όπως το 1922 ή το 1974, είχε πρόβλημα. Έτσι και σήμερα, η ελληνική διπλωματική προσπάθεια αφορά τη δημιουργία ευρύτερων συμμαχιών, στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ αλλά και περιφερειακά, στον αραβικό κόσμο και το Ισραήλ.
Για το λόγο αυτό, παραμένει κρίσιμη η διαμόρφωση του σωστού αφηγήματος για την «Τουρκία» που μπορεί να πείθει τους τρίτους. Η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να μη προβάλλει το γεγονός ότι είχε όλη την καλή διάθεση να στηρίξει τον εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας, ιδίως μετά το Ελσίνκι το 1999, και πως σήμερα θέλει την καλή γειτονία με την Τουρκία στη βάση του διεθνούς δικαίου και ενός οριοθετημένου διαλόγου για την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα, ο οποίος βεβαίως αν δεν καταλήξει σε αποτέλεσμα να οδηγεί στην από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα οφείλει να δείχνει ότι αυτή είναι εν δικαίω και η Τουρκία εν αδίκω και να μην αφήνει κανένα περιθώριο στο τουρκικό παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών (blame game) στην Ελλάδα.
Η επανασυσπείρωση της Δύσης με την εκλογή του Τζο Μπάιντεν είναι μια πρόσθετη ευκαιρία. Όπως, ενδεχομένως, και οι κυοφορούμενες πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία το 2021. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, μεσοπρόθεσμα, η Ελλάδα θα κληθεί να κάνει κάποιες δύσκολες επιλογές: μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας ή μεταξύ μιας «συναλλακτικής» (transactional) εξωτερικής πολιτικής με κάποιες χρήσιμες αλλά δυσάρεστες χώρες. Και, βέβαια, θα πρέπει να επιμείνει στη διεύρυνση του οπτικού της πεδίου, σε περιοχές όπως η ανατολική Αφρική και η νότια Ασία, στις οποίες δεν είχε ιδιαίτερη παρουσία μέχρι πρόσφατα. Όμως, κρίνοντας και από την επιτυχή αντιμετώπιση της έντασης διαρκείας που προκάλεσε η Τουρκία το 2020 στα μέτωπα του Έβρου, του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, η Ελλάδα έχει μεγάλες διπλωματικές όσο και αποτρεπτικές δυνατότητες και ξέρει να τις χειρίζεται και να τις αξιοποιεί αποτελεσματικά