Μετά από μια περίοδο μεγάλης έντασης, που προκάλεσε η Τουρκία, πρώτα στον Έβρο και έπειτα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η Άγκυρα απέσυρε το Oruc Reis και επιστρέφει στις διερευνητικές επαφές. Επιστρέφει δηλαδή εκεί από όπου η ίδια είχε αρνηθεί να προσέλθει δυο φορές μέσα στο 2020, μια τον Αύγουστο και μια στα τέλη Σεπτεμβρίου. Επιπλέον, η Τουρκία αποδέχτηκε ως αφετηρία την ελληνική θέση, δηλαδή να ξεκινήσουν οι επαφές από εκεί που είχαν σταματήσει το 2016. Προφανώς, η Τουρκία θα προτιμούσε διαπραγματεύσεις εφ’ όλης της ύλης και όχι τη συνέχιση των διερευνητικών, των οποίων ο άτυπος και μη δεσμευτικός χαρακτήρας αλλά και το πλαίσιο διεξαγωγής τους έχουν παγιωθεί κατά τους προηγούμενους 60 γύρους.
Ο λόγος γι’ αυτή τη μεταστροφή είναι απλός. Η προσπάθεια της Τουρκίας να εκβιάσει την Ελλάδα και την Ευρώπη, εργαλειοποιώντας το προσφυγικό-μεταναστευτικό, απέτυχε και, μάλιστα, η αυξημένη φύλαξη των συνόρων μας οδήγησε σε κατακόρυφη μείωση των ροών το 2020.
Αλλά και η απόπειρα στρατικοποίησης της διαφοράς στη θάλασσα και επιβολής στην Ελλάδα μιας εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευσης επίσης δεν τελεσφόρησε. Αντιθέτως, η χωρίς προηγούμενο κινητοποίηση της Ελλάδας ενίσχυσε τις στρατηγικές συμμαχίες στην περιοχή, με τις αραβικές χώρες και το Ισραήλ, και τα διπλωματικά ερείσματα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Επιπλέον, η Ελλάδα πέρασε από τη θεωρητική επίκληση του διεθνούς δικαίου στην εφαρμογή του, υπογράφοντας συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αίγυπτο, συμφωνώντας να παραπέμψει το αντίστοιχο ζήτημα με την Αλβανία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και επεκτείνοντας την αιγιαλίτιδα ζώνη της στο Ιόνιο Πέλαγος στα 12 μίλια.
Η Τουρκία σήμερα είναι, κατ’ ελάχιστον, θορυβημένη από την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ σε βάρος της, τον κίνδυνο νέων κυρώσεων στο άμεσο μέλλον, την αποχώρηση Τραμπ από τον Λευκό Οίκο, την άφιξη του Μπομπ Μενέντεζ στην προεδρία της Επιτροπής Εξωτερικών της Γερουσίας, πολλούς διορισμούς σε κρίσιμες θέσεις από τον νέο Πρόεδρο Μπάιντεν και την ετυμηγορία του δικαστηρίου της Νέας Υόρκης για την υπόθεση της Halkbank. Πιεζόμενη οικονομικά, δεν θέλει τη ρήξη με την Ευρώπη και επιχειρεί μια αναδίπλωση.
Προφανώς, κανείς δεν δικαιούται να είναι αφελής με την Τουρκία. Και, γι’ αυτό η ελληνική κυβέρνηση προχωρά με ταχύτατους ρυθμούς σε ένα πρόγραμμα ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων, μετά από μια περίοδο αδράνειας. Η Τουρκία είναι ένα πρόβλημα διαρκείας που έχει, συν τω χρόνω, επιδεινωθεί εξαιτίας και των επιλογών του Προέδρου Ερντογάν, κυρίως μετά το πραξικόπημα του 2016, δηλαδή την αυταρχική στροφή στο εσωτερικό, τον στρατικοποιημένο αναθεωρητισμό στο εξωτερικό και την απομάκρυνση από τη Δύση. Είμαστε ειλικρινείς στις προθέσεις μας για επίτευξη λύσης στην οριοθέτηση αλλά κρατάμε «μικρό καλάθι».
Βασική στρατηγική επιλογή της Ελλάδας είναι η διεθνοποίηση του προβλήματος «Τουρκία». Από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης (τα 200 χρόνια της οποίας γιορτάζουμε φέτος), πετυχαίνουμε όταν καταφέρνουμε να κινητοποιούμε τον διεθνή παράγοντα. Αντίθετα, η απομόνωση, το 1897, το 1922 ή το 1974, οδήγησε σε αποτυχία.
Προϋπόθεση για τη διεθνοποίηση και την επιτυχία της διπλωματικής μας προσπάθειας, πέραν όσων πρέπει να κάνουμε για να αυξήσουμε την εθνική ισχύ μας, είναι να διαφημίζουμε το αυτονόητο, ότι δηλαδή εμείς είμαστε εν δικαίω και η Τουρκία εν αδίκω, αφού, εκτός των άλλων, εκείνη δεν έχει υπογράψει το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και έχει μια θέση για την επήρεια των νησιών που δεν ασπάζεται κανείς στον κόσμο, ούτε καν οι Τουρκοκύπριοι. Με άλλα λόγια, όχι μόνο θέλουμε αλλά επιβάλλεται να εμφανιζόμαστε ότι θέλουμε τη συνεννόηση, στη βάση του διεθνούς δικαίου, για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Αλίμονο αν χαρίσουμε αυτό το επιχείρημα στην άλλη πλευρά. Γι’ αυτό και ιστορικά, από την εποχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η ελληνική κεντροδεξιά απέφυγε την πολιτική του «μη διαλόγου» με την Τουρκία. Όσοι επιμένουν σήμερα σε μια τέτοια γραμμή, άλλοτε από άγνοια και άλλοτε εκ του πονηρού, βραχυκυκλώνουν, εν τέλει, την ελληνική διπλωματική προσπάθεια. Στο παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών (blame game) έχουμε το πάνω χέρι, αρκεί να μην αυτοχειριαστούμε.
Επιπλέον, οι διερευνητικές δεν είναι διαπραγμάτευση. Είναι αυτό ακριβώς που λέει η λέξη: διερευνητικές, δηλαδή προκαταρκτικές, άτυπες και μη δεσμευτικές επαφές, που γίνονται για να διερευνηθεί αν υπάρχουν σημεία σύγκλισης μεταξύ των δυο χωρών. Όσο όμως παραμορφώνονται και παρουσιάζονται σαν να ήταν επίσημες διαπραγματεύσεις, χάνουν τον ανεπίσημο, ευέλικτο και, εν δυνάμει, εποικοδομητικό χαρακτήρα τους και οδηγούνται, εκ των πραγμάτων, σε αδιέξοδο.
Η Ελλάδα προσέρχεται στη συζήτηση με την Τουρκία καλή τη πίστη και με αυτοπεποίθηση στα επιχειρήματα και τις δυνάμεις της. Κανείς δεν μπορεί να μας υποχρεώσει να συζητήσουμε θέματα που δεν θέλουμε και, έτσι κι αλλιώς, ουδέποτε συζητήσαμε. Όλοι κατανοούν διεθνώς, και τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια το επιβεβαιώνουν, ότι η συζήτηση περί «αναθεώρησης συνθηκών» και «αμφισβήτησης συνόρων» δεν έχει θέση στην Ευρώπη του 21ου αιώνα. Εν κατακλείδι, δεν χρειάζεται φοβικότητα και αδράνεια αλλά συνεχή εγρήγορση και κινητοποίηση σε όλα τα επίπεδα, όπως πράξαμε το 2020.