Μικρό καλάθι για τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν (Μακεδονία της Κυριακής)

Συνέντευξη στον Νίκο Οικονόμου

Θετική εξέλιξη χαρακτηρίζει τον διάλογο με την Τουρκία ο Δημήτρης Καιρίδης, προσθέτοντας με νόημα ενόψει της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν: «Δεν μπορούμε να περιμένουμε θεαματικά αποτελέσματα. Είναι σημαντικό που θα μιλήσουν οι ηγεσίες των χωρών, αλλά η περιπλοκότητα των σχέσεων και η διαφορά που μας χωρίζει δεν επιτρέπουν άλματα επίλυσης».

Ο βουλευτής της ΝΔ Βορείου Τομέα Αθηνών και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων σε συνέντευξή του στη «ΜτΚ» τονίζει ότι ο διάλογος για την Ελλάδα έχει πρωτεύουσα σημασία στη στρατηγική της εξαιτίας της αποδοχής του Διεθνούς Δικαίου και των επιχειρημάτων που απορρέουν απ’ αυτό. Θεωρεί ότι η Τουρκία επεδίωξε το 2020 μια γρήγορη και εκβιαστική λύση των ελληνοτουρκικών με στρατιωτικοποιημένο συγκρουσιακό τρόπο και ότι «προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη ρευστότητα της συγκυρίας και την αμηχανία του δυτικού παράγοντα. Το σχέδιο όμως δεν πέρασε. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα και αποφασιστικά στα μέτωπα του Έβρου, του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, συνέδεσε τα ελληνοτουρκικά θέματα με τα συμφέροντα της Ευρώπης και των ΗΠΑ αφυπνίζοντας τες και μπήκε ένα ανάχωμα στην επισπεύδουσα τουρκική στρατηγική».

Κύριε Καιρίδη, πώς αποτιμάτε σε πολιτικό επίπεδο την επίσκεψη Τσαβούσογλου στην Ελλάδα; Ένα πρώτο βήμα σε ήρεμα νερά ύστερα από τρικυμία που διαρκεί πάνω από ενάμισι χρόνο λένε πολλοί.

Όντως, το να μπορούμε να συζητάμε με την Τουρκία, ενώ θα έπρεπε να είναι αυτονόητο ως γείτονας και «σύμμαχος» στο ΝΑΤΟ, μετά τα όσα συνέβησαν στις σχέσεις μας, τουλάχιστον το 2020, συνιστά οπωσδήποτε μια θετική εξέλιξη. Έχει όμως σημασία να αξιολογήσουμε πως φτάσαμε ως εδώ. Πεποίθηση μου είναι ότι η Τουρκία επεδίωξε μια γρήγορη και εκβιαστική λύση των ελληνοτουρκικών με στρατιωτικοποιημένο συγκρουσιακό τρόπο. Προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη ρευστότητα της συγκυρίας και την αμηχανία του δυτικού παράγοντα.

Το σχέδιο όμως της εξαναγκαστικής διπλωματίας έναντι της Ελλάδας δεν πέρασε. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα και αποφασιστικά στα μέτωπα του Έβρου, του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, συνέδεσε τα ελληνοτουρκικά θέματα με τα συμφέροντα της Ευρώπης και των ΗΠΑ αφυπνίζοντας τες και μπήκε ένα ανάχωμα στην επισπεύδουσα τουρκική στρατηγική. Έτσι, η Τουρκία αναδιπλώθηκε και στράφηκε στο τραπέζι των συζητήσεων από το πεδίο της σύγκρουσης με βάση και τη σημαντική αλλαγή που επήλθε στην αμερικανική κυβέρνηση με την εκλογή του προέδρου Μπάιντεν.

Παρά το βελούδινο κλίμα που κυριάρχησε στην Αθήνα, είναι πολύ πρόσφατο το θερμό λεκτικό επεισόδιο στην Άγκυρα, αλλά κι οι διαφωνίες των δύο πλευρών που είναι τεράστιες. Τι μπορεί να μας προσφέρει η δική μας πρόθεση για έναν εποικοδημοτικό διάλογο, όταν οι δύο πλευρές διατηρούν τόσο μεγάλες αποστάσεις στις απόψεις τους;

Είναι απολύτως βέβαιο ότι υπάρχει χάσμα απόψεων, που ξεκινούν από το κλίμα και την ατζέντα και καταλήγουν στο ίδιο το περιεχόμενο της διαφοράς. Όμως, πρέπει να καταλάβουμε ότι ο διάλογος για την Ελλάδα έχει πρωτεύουσα σημασία στη στρατηγική της, εξαιτίας της αποδοχής του Διεθνούς Δικαίου και των επιχειρημάτων που απορρέουν απ’ αυτό, σε αντίθεση με την Τουρκία που έθετε, τουλάχιστον μέχρι τώρα, σε πρώτο πλάνο, τον στρατιωτικό εξαναγκασμό, σε συνδυασμό με μια ψευδεπίγραφα ελεύθερη διαπραγμάτευση επί παντός επιστητού. Κι επειδή οι σχέσεις των κρατών δεν διαμορφώνονται ερήμην της παγκόσμιας κοινότητας και των κανόνων της, όλοι καταλαβαίνουμε το συγκεκριμένο πλεονέκτημα της χώρας μας.

Τι μπορούμε να προσδοκάμε από το ραντεβού του Ελληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 14 Ιουνίου;

Δεν μπορούμε να περιμένουμε θεαματικά αποτελέσματα. Είναι σημαντικό που θα μιλήσουν οι ηγεσίες των χωρών αλλά η περιπλοκότητα των σχέσεων και η διαφορά που μας χωρίζει, δεν επιτρέπουν άλματα επίλυσης. Μιλάμε κυρίως για άνοιγμα πολιτικών διαύλων επικοινωνίας και ουσιαστικά μετάθεση της αντιπαράθεσης από το πεδίο στο τραπέζι. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα έχει ολοκληρωμένη στρατηγική διαλόγου. Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει πει ξεκάθαρα, ότι πρέπει να συνομιλούμε και εφόσον διαφωνούμε μπορούμε να επιλύσουμε την διαφωνία μας στα πλαίσια της διεθνούς διαιτησίας.

Περιμένετε ένα ήσυχο καλοκαίρι στο Αιγαίο;

Η Ελλάδα έχει ξεκάθαρες προθέσεις και επιδιώξεις. Δεν πρωτοστατεί στην ένταση αλλά είναι προετοιμασμένη πλέον για κάθε ενδεχόμενο. Το μπαλάκι της έντασης ανήκει μέχρι τώρα προνομιακά στη γείτονα. Ελπίζω να το έχουν καταλάβει και οι Τούρκοι ότι τα προβλήματα απαιτούν πρωταρχικά συνθήκες ήρεμων νερών και κλίματος στοιχειώδους εμπιστοσύνης. Μακάρι το μονοπάτι του διαλόγου που ανοίγει να μετατραπεί σε γέφυρα διεξόδου προς κοινό όφελος.

Και το μεταναστευτικό; Εκτιμάτε ότι το επόμενο διάστημα θα εργαλειοποιηθεί ξανά από τη μεριά της Τουρκίας;

Κοιτάχτε, το μεταναστευτικό παραμένει ως πρόβλημα διαρκείας, πέρα από οξύνσεις και υφέσεις. Άλλωστε εκκρεμεί ως μεγάλη συζήτηση και στα ευρωπαϊκά πλαίσια αλλά και ως ζήτημα των σχέσεων ΕΕ και Τουρκίας. Σε ό,τι αφορά την εργαλειοποίηση εκ μέρους της Τουρκίας, απέναντι στην Ελλάδα, νομίζω ότι οι εξελίξεις του Φεβρουαρίου του 2020 στο Έβρο ήταν διδακτικές προς κάθε κατεύθυνση. Δεν νομίζω λοιπόν, να ξαναδούμε τέτοιου είδους εργαλειοποιημένα εγχειρήματα γιατί κινδυνεύουν, αυτή τη φορά εξαρχής, να μετατραπούν σε φάρσα για τους εμπνευστές τους.

Κουβέντα άνοιξε ήδη και για το ενδεχόμενο το Ταμείο Ανάκαμψης να μονιμοποιηθεί ως χρηματοδοτικό εργαλείο από τη μεριά της ΕΕ. Πώς βλέπετε ένα τέτοιο σενάριο;

Ήταν εκ νέου μια πρόταση του πρωθυπουργού αλλά και άλλων ευρωπαίων ηγετών. Θεωρώ ότι η ευρωπαϊκή εξέλιξη θα είναι με το μέρος αυτής της σημαντικής πρότασης. Η σταδιακή αμοιβαιοποίηση των οικονομικών θεμάτων της ΕΕ είναι βάση ολοκλήρωσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Αν θέλουμε η Ευρώπη να παίξει τον ιστορικό της ρόλο στον σημερινό κόσμο, πρέπει τέτοιες προτάσεις να προχωρήσουν άμεσα. Πολλά, φυσικά, θα εξαρτηθούν και από την επιτυχία του Ταμείου. Γι’ αυτό και θα πρέπει να κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να αξιοποιηθούν, στον μέγιστο βαθμό, οι πόροι του.

Σας ανησυχεί το τελευταίο διάστημα η έξαρση της οργανωμένης εγκληματικότητας στη χώρα μας; Και τι πρέπει να γίνει για να υλοποιηθεί μια από τις πιο βασικές προεκλογικές δεσμεύσεις της ΝΔ;

Βεβαίως με ανησυχεί, όπως κάθε Έλληνα πολίτη. Διότι, όπως σωστά ειπώθηκε το οργανωμένο έγκλημα δεν είναι όπως η χαμηλή καθημερινή παραβατικότητα που αντιμετωπίζεται με τα κλασικά συμβατικά μέσα οργάνωσης της πολιτείας. Είναι κορυφαίο ζήτημα που θίγει απευθείας τηλειτουργία της Δημοκρατίας. Αλλοιώνει τους κρατικούς θεσμούς, διαβρώνει την οικονομία, καταρρακώνει τις πολιτισμικές αξίες και τη ψυχολογία των πολιτών μιας χώρας. Επειδή δε λειτουργεί σε διεθνοποιημένη βάση, απαιτεί διακομματική πολιτική βούληση αντιμετώπισης, επιτελική και επιχειρισιακή αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ασφάλειας και διαμόρφωση ισχυρού ποινικού δικαίου για την τιμωρία και συντριβή του.

Όλα δείχνουνπάντως ότι επιστρέφουμε σε μια κανονικότητα μετά την πανδημία. Τι πρέπει να προσέξει η κυβέρνηση; Και με τις ταχύτητες πρέπει να τρέξει για να καλύψει τον χαμένο χρόνο της μάχης με τον κορονοϊό;

Προέχει να προσέξουμε όλοι μας, το πισωγύρισμα στην αιχμαλωσία του ιού. Τον έχουμε περιορίσει αλλά δεν τον έχουμε νικήσει. Η δε κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει απερίσπαστη πλέον, στην συνεπή ολοκλήρωση του προγράμματος της. Έχουμε τη μεγάλη ευκαιρία, με την αρωγή και του Ταμείου Ανάκαμψης, όλοι οι Ελληνες να ξαναχτίσουμε την χώρα μας, ταιριαστή με τις απαιτήσεις του 21ου αιώνα.