Κύπρος: 20 Ιουλίου 2020, εντυπώσεις και συμπεράσματα ενός μονοήμερου ταξιδιού

Η 20η Ιουλίου είναι η μέρα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974. 46 χρόνια μετά, η πληγή της διχοτόμησης παραμένει ανοικτή. Η εκπληκτική οικονομική και κοινωνική πρόοδος του κυπριακού ελληνισμού τις τελευταίες δεκαετίες, που έχει καταστήσει την Κυπριακή Δημοκρατία ένα από τα πλουσιότερα κράτη της Μεσογείου, δεν μπορεί να κρύψει τον πόνο που προκαλεί η πάντα παρούσα τουρκική βαρβαρότητα.

Συμμετείχα, μαζί με τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Νίκο Παναγιωτόπουλο (παλιό φίλο από την Καβάλα) και τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνο Φλώρο, στις εκδηλώσεις μνήμης για την εισβολή, εκπροσωπώντας τη Βουλή των Ελλήνων, ως αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.

Έζησα μια υποβλητική επιμνημόσυνη δέηση στον Τύμβο Μακεδονίτισσας, στα περίχωρα της Λευκωσίας, όπου είναι θαμμένοι πολλοί από τους νεκρούς της εισβολής (όσων οι σωροί βρέθηκαν). Παραβρέθηκα στο μνημόσυνο που τελέστηκε, υπέρ της μνήμης των πεσόντων, από τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, στον ιστορικό ναό της Παναγίας Φανερωμένης, στην παλιά πόλη της Λευκωσίας.

Τέλος, ακολουθώντας την παράδοση, μετά τον καφέ με τον Αρχιεπίσκοπο και την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κουβέντα μου μαζί του, κυρίως για τις σχέσεις με τη Ρωσική Εκκλησία, αλλά και το γεύμα με τον Κύπριο συνάδελφο Μιχάλη Σοφοκλέους και τη διευθύντρια Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, Μαρίνα Αδαμίδου, επισκέφτηκα τη φρεγάτα «Κανάρη» του πολεμικού μας ναυτικού, στη Λεμεσό, μαζί με την ηγεσία της Εθνικής Φρουράς. Σημειώνω μόνο ότι τα 132 μέλη του πληρώματος υπηρετούν επί εβδομάδες την πατρίδα με αυταπάρνηση, χωρίς δικαίωμα εξόδου στο λιμάνι, λόγω κορονοϊού.

Στο ενδιάμεσο, συνομίλησα με τις αδελφές των Ελλήνων αγνοουμένων, που ήρθαν από την Αθήνα, για να τιμήσουν τη μνήμη των αδικοχαμένων αδελφών τους. Οι περισσότερες από τις μητέρες δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Συγκλονίστηκα από την αξιοπρέπεια και την εγκαρτέρηση των γυναικών αυτών που ως σύγχρονες «Αντιγόνες», 46 χρόνια τώρα, ψάχνουν τη σωρό των αδελφών τους, για να ησυχάσουν κι αυτές και οι ψυχές των νεκρών.

Η τραγωδία της Κύπρου πληγώνει και συγκινεί και τον πιο ψύχραιμο. Πληγώνει, ιδίως, γιατί ο Τούρκος εισβολέας διακόρευσε τη μεγαλόνησο, αφού πρώτα κάποιοι του άνοιξαν την κερκόπορτα για να μπει. Της εισβολής προηγήθηκε ένα πραξικόπημα που οργανώθηκε από Έλληνες, σε βάρος του νόμιμου Προέδρου του νησιού, του Μακάριου. Τη “δουλειά” των Τούρκων την έκαναν πρώτα κάποιοι Έλληνες. Τυφλωμένοι από το μίσος τους, θεώρησαν ότι με την πατριδοκαπηλία θα έβρισκαν διέξοδο στα αδιέξοδα που η άφρονα πολιτική τους είχε σωρεύσει τα προηγούμενα 7 χρόνια στην Ελλάδα.

Κρατώ τη σοφή φράση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου, που εκφώνησε την κεντρική ομιλία του μνημόσυνου στην Παναγία Φανερωμένη: «Πατριώτης δεν είναι αυτός που τυλίγεται τη σημαία (ή την ανεμίζει επιδεικτικά). Πατριώτης είναι αυτός που κάνει πράγματα που ωφελούν την πατρίδα».

Αυτό είναι ίσως και το μεγάλο δίδαγμα της σημερινής ημέρας. Όσο ο ελληνισμός παραμένει ενωμένος, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Μόνο η εσωτερική διχόνοια μπορεί να τον οδηγήσει σε περιπέτεια. Τους πατριδοκάπηλους, που αρέσκονται να σπέρνουν αυτή τη διχόνοια για να κερδίζουν πολιτικά, τους έχουμε πληρώσει πολύ ακριβά. Όμως, όλοι πρέπει να κρινόμαστε όχι από το πόσο επιδεικτικά περιφέρουμε το εθνικό μας φρόνημα αλλά τι ουσιαστικά κάνουμε για την πατρίδα.

Επέστρεψα από την Κύπρο αισιόδοξος και απόλυτα σίγουρος για το αξιόμαχο των δυνάμεων μας απέναντι σε κάθε επιβουλή. Όπου κι αν πήγα έγινα κοινωνός της αδόλευτης αγάπης των Κυπρίων αδελφών μας για την Ελλάδα και τους ακατάλυτους δεσμούς της Ελλάδας με την Κύπρο μας. Η Κύπρος είναι Ελλάδα και η Ελλάδα Κύπρος.

Κλείνοντας, θα ήταν παράλειψή μου να μη σημειώσω τον επαγγελματισμό και την προθυμία της Ιωάννας Συγκρασίτη από τη Βουλή των Αντιπροσώπων που με συνόδεψε παντού και εξασφάλισε μια άψογη και ασυννέφιαστη επίσκεψη, με οδηγό τον ευγενέστατο Φώτη Χατζηγεωργίου.

Στις φωτογραφίες: στον Τύμβο Μακεδονίτισσας, με τις αδελφές των αγνοουμένων από την Ελλάδα, με τους αρχηγούς ΓΕΕΘΑ και ΓΕΕΦ, τον Υπουργό Άμυνας, τον διπλωματικό του σύμβουλο και, τέλος, ο πλοίαρχος της φρεγάτας “Κανάρης”, με τους αξιωματικούς του πλοίου.