Ο φόβος κινητοποιεί. Βγάζει τη Γερμανία από τη χαλάρωση και τον εφησυχασμό, τη πιο στραμμένη στα οικονομικά και μακριά από τα γεωστρατηγικά, χώρα της Ευρώπης. Κάπως έτσι, όσα δεν έγιναν σε δεκαετίες, συνέβησαν μέσα σε λίγες μόνο ημέρες, αναφέρει στο Liberal ο βουλευτής της ΝΔ Δημήτρης Καιρίδης για την γεωστρατηγική ενηλικίωση της Γερμανίας, μια ιστορικών διατάσεων μεταστροφή.
Μιλά για την ανάγκη ο γερμανικός στρατιωτικός επανεξοπλισμός να ενταχθεί σε μια ευρύτερη ευρωπαική προσπάθεια και να αποτελέσει μέρος ενός αναδυόμενου ευρω-στρατού, για να μη προκαλέσει τα αντι-γερμανικά αντανακλαστικά των υπολοίπων ευρωπαίων, για την ευκαιρία συνολικά της ΕΕ να σοβαρευτεί γεωπολιτικά, αλλά και για τις ευρωπαϊκές κυρώσεις. Μπορεί να σφίγγουν σαν τανάλια γύρω από τη ρωσική οικονομία, ωστόσο λειτουργούν μακροπρόθεσμα και δεν είναι ικανές να σταματήσουν την εισβολή και το πόλεμο στην Ουκρανία, για τον οποίο λέει ότι εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, ο πρόεδρος Πούτιν δεν αντέχει τίποτα λιγότερο από μια «νίκη».
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Στο επιχειρησιακό σκέλος, ο πόλεμος στην Ουκρανία φαίνεται ότι δεν είναι περίπατος για τη Ρωσία. Σε αυτό το κλίμα, υπάρχει πραγματικά πεδίο για διαπραγματεύσεις και να τερματισθεί ο πόλεμος;
Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα δεν νομίζω ότι ο πρόεδρος Πούτιν αντέχει οτιδήποτε λιγότερο από μία «νίκη». Το τι σημαίνει «νίκη», απομένει να το δούμε. Αλλά υπενθυμίζω ότι η πλειοψηφία των αναλυτών, σε αντιδιαστολή με τις επίπονες πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, αιφνιδιάστηκαν από τη ρωσική εισβολή για έναν απλούστατο λόγο: ο Πούτιν είχε καταφέρει να κερδίσει όλα όσα ήθελε από την Ουκρανία, χωρίς να χρειαστεί να ρίξει μία πιστολιά. Τόσο τη φινλανδοποίηση της Ουκρανίας, όσο και τη μη ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Αντί για απομονωμένος, είχε καταστεί το επίκεντρο της διεθνούς διπλωματίας και ασφάλειας, με συνεχείς επισκέψεις Ευρωπαίων ηγετών στη Μόσχα.
Επομένως, όσοι ορθολογικά ανέλυαν την κατάσταση δεν ανέμεναν μια τέτοια ακραία κίνηση από το Κρεμλίνο. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μπει σε μια άλλη φάση, όπου η «λογική» δεν είναι επαρκές εργαλείο ανάλυσης. Ο Πούτιν έπαιξε τα ρέστα του στην Ουκρανία και δεν μπορεί να κάνει εύκολα πίσω. Αυτά τα καθεστώτα δεν μπορούν να δεχθούν συμβιβασμούς, διότι η οποιαδήποτε «ήττα» θέτει ζήτημα επιβίωσης για τα ίδια.
Προφανώς και δεν περίμενε ότι θα υπάρξει τέτοια αντίσταση. Ίσως να είχε πιστέψει τη δική του προπαγάνδα ότι δεν υπάρχουν Ουκρανοί και πως όλοι είναι Ρώσοι – και άρα θα υποδεχθούν τις ρωσικές δυνάμεις με ανοικτές αγκάλες. Πιθανώς να ήθελε να κάνει μια περιορισμένη και στοχευμένη επιχείρηση με γρήγορη κατάληψη των κυβερνητικών κτιρίων και των μοχλών της εξουσίας, όμως τώρα βλέπει ότι θα χρειαστεί κάτι πολύ περισσότερο για να αλλάξει την κυβέρνηση Ζελένσκι.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, πως σχολιάζετε την κινητοποίηση της Δύσης και ειδικά την ιστορική μεταστροφή της Γερμανίας;
Είναι πράγματι μια ιστορικών διαστάσεων μεταστροφή. Όσον αφορά την Ευρώπη, πέρα από την αμηχανία, την οργή και την απογοήτευση με την οποία αντιμετωπίζει τις εξελίξεις στην Ουκρανία, είναι κυριολεκτικά, και δικαιολογημένα, έντρομη. Και ο φόβος κινητοποιεί. Και βγάζει την Ευρώπη από τη χαλάρωση και τον εφησυχασμό.
Ειδικά, στη Γερμανία, την πιο «ευρωπαϊκή» ίσως χώρα της Ευρώπης, με την έννοια της χώρας όπου, λόγω ιστορίας, ο εθνικισμός και ο μιλιταρισμός αποκηρύχθηκαν το περισσότερο, και με την έννοια της χώρας της περισσότερο «εφησυχασμένης», της πιο στραμμένης στα οικονομικά και μακριά από τα γεωστρατηγικά, είχαμε χθες αυτή την εντυπωσιακή ομιλία Σολτς στη Μπούντεσταγκ. Όσα δεν έγιναν σε δεκαετίες, έγιναν μέσα σε λίγες ημέρες. Η δε ανακοίνωση για το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα των 100 δισ. είναι εντυπωσιακή σε μέγεθος και φιλοδοξία.
Τι σημαίνει αυτή η μεταστροφή της Γερμανίας; Αποτελεί οριστικά παρελθόν η Ostpolitic ;
Έχουμε μπει σε ένα τελείως διαφορετικό κόσμο αλλά είμαστε ακόμη μόνο στην πάρα πολύ αρχή του. Αλλάζουν τα δεδομένα και οι παράμετροι και νομίζω ότι αποτελούν όλα αυτά μια ευκαιρία για την Ευρώπη, γεωστρατηγικά, να σοβαρευτεί. Βλέπουμε λοιπόν τις πρώτες κινήσεις, οι οποίες με όλη την αισιοδοξία που μπορεί να προκαλούν, έχουν κι αυτές κινδύνους. Την απόφαση, για παράδειγμα της Γερμανίας, θα πρέπει να τη δει κανείς και σε βάθος χρόνου. Δεν υπάρχουν πλέον ανέξοδες και ανέμελες επιλογές. Το να ξυπνήσει ξανά, αναγκαστικά, πιεζόμενος από τη γεωστρατηγική πραγματικότητα που διαμορφώνει, στα ανατολικά, η Ρωσία και ο νέος κόσμος που ανατέλλει, ο γερμανικός στρατιωτικός επανεξοπλισμός, είναι ένα θέμα που θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς, σε βάθος χρόνου, τι είδους συμφραζόμενα θα προκαλέσει.
Γι’ αυτό τον λόγο είναι απαραίτητο αυτός ο επανεξοπλισμός να ενταχθεί σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία, παρά να μείνει σε εθνικό επίπεδο. Πρέπει να γίνει μέρος μιας ευρωπαϊκής συλλογικής προσπάθειας. Να αποτελέσει μέρος ενός αναδυόμενου ευρω-στρατού, για να μην προκαλέσει τα αντι-γερμανικά αντανακλαστικά των υπόλοιπων Ευρωπαίων. Όπως η πίεση του Στάλιν οδήγησε στη γαλλο-γερμανική προσέγγιση και στην επαναστρατικοποίηση της Δυτικής Γερμανίας μεταπολεμικά και στην ένταξή της στο ΝΑΤΟ το 1955, έτσι και τώρα, η πίεση του Πούτιν οδηγεί στη γεωστρατηγική ενηλικίωση της Γερμανίας και, ενδεχομένως, σε μια μορφή ευρω-άμυνας και ευρω-στρατού.
Την ίδια ώρα που συμβαίνουν τα παραπάνω στην Ευρώπη, ποια είναι η κατάσταση στις ΗΠΑ;
Τα πράγματα στις ΗΠΑ είναι πιο περίπλοκα και, σίγουρα, δύσκολα. Ας μην εστιάζουμε μόνο στις ανακοινώσεις και τη δράση της κυβέρνησης Μπάιντεν, αλλά να δούμε συνολικά το αμερικανικό πολιτικό σύστημα και την ενίσχυση, συν τω χρόνω, του αμερικανικού απομονωτισμού. Άλλωστε, αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα στην δυτική στρατηγική μεσο-μακροπρόθεσμα. Το γεγονός δηλαδή ότι οι ΗΠΑ, όπως τις ξέραμε, υποχωρούν και αποχωρούν από τον κόσμο και ο αμερικανικός απομονωτισμός βρίσκεται σε άνοδο στο εσωτερικό και των δυο αμερικανικών πολιτικών παρατάξεων.
Οι εξελίξεις στην Ουκρανία δεν θα κάνουν τις ΗΠΑ να επανακάμψουν στην παγκόσμια σκηνή και συγκεκριμένα στην ευρωπαική;
Απομένει να φανεί. Οι ΗΠΑ έχουν εκλογές τον Νοέμβριο και υπάρχουν φωνές στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα – σίγουρα μέσα στους Ρεπουμπλικάνους, με πρώτο τον πρώην πρόεδρο Τραμπ – που έχουν διαφορετική αντίληψη για τη σημερινή κρίση και τη στάση που πρέπει να τηρήσει η χώρα.
Πώς επηρεάζουν τις εξελίξεις οι κυρώσεις της Ευρώπης που αυξάνονται μέρα με την ημέρα ; Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει για τη Ρωσία, αυτή η οικονομική τανάλια που σφίγγει γύρω της;
Οι κυρώσεις είναι αυστηρές και γίνονται ολοένα και αυστηρότερες. Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας διαγκωνισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου διάφορες χώρες προτείνουν διάφορες κυρώσεις, οι οποίες αμέσως υιοθετούνται. Έχει διαμορφωθεί ένα τέτοιο κλίμα σε βάρος της Ρωσίας, και δικαιολογημένα, ώστε θα δούμε τις κυρώσεις να κλιμακώνονται. Αλλά αυτές λειτουργούν μακροπρόθεσμα, δεν μπορούν να σταματήσουν την εισβολή.
Είναι μια επιβεβλημένη απάντηση της Ευρώπης και της Δύσης να μην αφήσει αναπάντητη την προσπάθεια του Πούτιν, να ανατινάξει συνολικά τη μεταψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων, αλλά δεν αφορούν το αύριο αλλά το απώτερο μέλλον.
Αφενός θα πλήξουν τις προοπτικές της ρωσικής οικονομίας, αφετέρου θα στρέψουν περισσότερο τη Ρωσία προς την Κίνα, επομένως το χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης διευρύνεται, ο κόσμος επαναχαράσσεται, τα παλαιά αισιόδοξα δεδομένα των πρώτων μεταψυχροπολεμικών χρόνων πάνε περίπατο και εισερχόμαστε σε μια νέα φάση οξυμένου διεθνούς ανταγωνισμού με συγκεκριμένα στρατόπεδα και διαχωριστικές γραμμές.
Έτερη εξέλιξη της χθεσινής ημέρας, που πυροδότησε μεγάλη συζήτηση, η εντολή που έδωσε ο πρόεδρος Πούτιν να είναι σε ετοιμότητα οι πυρηνικές δυνάμεις. Πώς τη σχολιάζετε;
Ήταν μια κίνηση που ήρθε σε συνέχεια όσων υπονόησε στο διάγγελμά του, πριν την εισβολή, ο Πρόεδρος Πούτιν αλλά και δημοσίευσε στις εκθέσεις της η ρωσική κυβέρνηση πρόσφατα. Η εξάρτηση του ρωσικού γοήτρου από τα πυρηνικά όπλα είναι πολύ στενότερη, με την έννοια ότι, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ ή τη Κίνα, τα πυρηνικά είναι που καθιστούν τη Μόσχα στρατιωτική υπερδύναμη και την κάνουν να ξεχωρίζει από μια μεσαίου μεγέθους οικονομία. Αλλά από ένα σημείο και μετά, η ανάλυση ενός διεθνολόγου, πολιτικού επιστήμονα ή δημοσιογράφου δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε ορθολογικά κριτήρια. Αν η συζήτηση πάει σε κάτι πέρα από αυτά, η ανάλυση ανήκει σε άλλες ειδικότητες…
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συμπεριφορά της ρωσικής ηγεσίας διέπεται από ένα έντονο ψυχολογικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με το βαθύ και ανεπούλωτο τραύμα της σοβιετικής ήττας στον Ψυχρό Πόλεμο και με την επιθυμία, όχι απλώς για ρεβιζιονισμό (αναθεωρητισμό) αλλά για ρεβανσισμό, δηλαδή για εκδίκηση για το κακό που συνέβη το 1991, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ. Είναι στοιχεία που πρέπει να συνυπολογίσει κανείς, αναλύοντας τη σημερινή πολιτική του Κρεμλίνου.
Καλώς ή κακώς, η Ευρώπη εξαρτάται ενεργειακά από τη Ρωσία. Εκτιμάται ότι η ΕΕ θα αναθεωρήσει μετά τις τελευταίες εξελίξεις, το ενεργειακό της δόγμα, θα αναζητήσει νέες πηγές, πέραν του ρωσικού φυσικού αερίου, ως το μεταβατικό καύσιμο μέχρι την πλήρη απανθρακοποίηση;
Καταρχήν, βλέπουμε ότι η Ευρώπη σκέφτεται ξανά τα πυρηνικά για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Στη Γερμανία δεν έχουμε ακόμη δει μια τέτοια μεταστροφή, παρ’ ότι διαθέτει πυρηνικά εργοστάσια, τη λειτουργία των οποίων ανέστειλε σταδιακά μετά τη Φουκοσίμα, εξαιτίας της πίεσης της γερμανικής κοινής γνώμης και του πολιτικού συστήματος, με εξαίρεση τους Φιλελεύθερους (FDP), που είναι οι μόνοι που τάσσονται υπέρ της πυρηνικής ενέργειας, και που ναι μεν μετέχουν στο κυβερνητικό συνασπισμό, αλλά αποτελούν ένα μικρό κόμμα. Όμως, η συζήτηση έχει ξεκινήσει και εκεί και μένει να δούμε που θα πάει.
Εναλλακτικές, δηλαδή, υπάρχουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στο μεσοδιάστημα δεν υπάρχει και κόστος. Εφόσον, ωστόσο, θέλουμε να υπερασπιστούμε όχι μόνο αρχές, αλλά το ίδιο το βασικό μας συμφέρον, που είναι η ασφάλειά μας, θα πρέπει να συμφωνήσουμε, ως δημοκρατικές κοινωνίες, να αναλάβουμε και το κόστος. Τίθενται υπαρξιακά ζητήματα για την Ευρώπη, δεν μιλάμε για ένα πόλεμο στη Βόρεια Κορέα ή στη Μέση Ανατολή, αλλά στην καρδιά της Γηραιάς Ηπείρου.