Η Ελλάδα βιώνει μια εντεινόμενη κρίση στις σχέσεις της με την Τουρκία. Η μέχρι τώρα επιτυχής διαχείρισή της, ξεκινώντας από τον Έβρο τον περασμένο Φεβρουάριο, βασίστηκε στη ψύχραιμη αποφασιστικότητα. Για να τα καταφέρουμε και τώρα απαραίτητη προϋπόθεση είναι η σοβαρότητα, ιδίως των πολιτικών ηγεσιών που άσκησαν εξουσία στο παρελθόν.
Η αλήθεια είναι ότι η κρίση δίνει την ευκαιρία σε διάφορους, επενδύοντας στο θυμικό, να αποκτήσουν έναν κάποιο ρόλο. Όμως, δεν είναι τώρα η ώρα του θυμικού αλλά του ορθολογικού και ψυχρού υπολογισμού. Άλλωστε στο θυμικό μας στοχεύει ο Ερντογάν. Γνωρίζει ότι από αυτή την πλευρά του Αιγαίου, τα ΜΜΕ είναι ελεύθερα και το πολιτικό παιχνίδι ανταγωνιστικό σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη δική του. Γνωρίζει ότι η ελληνική κοινή γνώμη έχει δικαιολογημένα αγανακτήσει με την προκλητικότητά του. Και ποντάρει σε μια παγίδα κλιμάκωσης από τη δική μας πλευρά, προκειμένου να εμφανίσει την Ελλάδα στην Ευρώπη και διεθνώς, πέραν κάθε λογικής, εν αδίκω.
Στο μεταξύ, ο Σύριζα προτείνει κάτι, την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, που ο ίδιος απέφυγε να κάνει όταν ήταν στην κυβέρνηση. Ο Νίκος Κοτζιάς, κατά την αποχώρησή του από το Υπουργείο Εξωτερικών, είχε δηλώσει ότι τα προεδρικά διατάγματα της επέκτασης ήταν έτοιμα προς δημοσίευση. Μια καλοπροαίρετη ερώτηση είναι τι εμπόδισε τον Αλέξη Τσίπρα να προχωρήσει; Για να έχει αξιοπιστία η σημερινή του πρόταση θα πρέπει να εξηγήσει ποιο ήταν το πρόβλημα τότε, για να το ξέρουμε και να το αντιμετωπίσουμε, ει δυνατόν άμεσα. Από την άλλη, το ΚΙΝΑΛ υπερθεμάτισε ότι δεν χρειάζεται καν επίσημη πράξη επέκτασης για να έχουμε κυριαρχία στα 12 μίλια και να πράξουμε τα δέοντα.
Ταυτόχρονα, οι ηγεσίες των δυο μεγαλύτερων κομμάτων της αντιπολίτευσης καταγγέλλουν την κυβέρνηση γιατί η Ευρώπη δεν είναι πιο σκληρή προς την Τουρκία, ωσάν αυτό να εξαρτάται μόνο από την ελληνική κυβέρνηση και την ώρα που η ελληνική διπλωματία έχει ενεργοποιηθεί όσο ποτέ στο παρελθόν. Αδυνατούν, μάλιστα, να εξηγήσουν γιατί δεν έχουν καταφέρει να πείσουν, έστω και ελάχιστα, τις ομογάλακτες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη να μας συνδράμουν. Γιατί η Ισπανία με συγκυβέρνηση των Podemos του Πάμπλο Ιγκλέσιας διστάζει και γιατί η Ευρωπαϊκή Αριστερά, σε αντίθεση με την κεντροδεξιά, δεν έχει καταδικάσει την Τουρκία;
Η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα στην επέκταση των χωρικών της υδάτων και δεν θα δεχτεί κανενός είδους τετελεσμένο που να αμφισβητεί το δικαίωμα αυτό. Άλλωστε, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν η πρώτη που το έκανε στο Ιόνιο και έχει πολλές φορές διακηρύξει ότι θα το κάνει και αλλού. Επιπλέον, αξίζει να μη λησμονείται ότι η Τουρκία μπορεί να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και στα 20 και στα 40 και στα 60 μίλια από το Καστελόριζο.
Από κει και πέρα, η ελληνική πολιτική για να πετυχαίνει θα πρέπει να πείθει όχι μόνον εμάς αλλά και τους ξένους συμμάχους μας. Η διαπραγμάτευση δεν είναι μεταξύ μας, όπου λίγο πολύ συμφωνούμε. Τα επιχειρήματά μας θα πρέπει όχι μόνο να ακούγονται καλά στα αυτιά μας αλλά να πείθουν και τους τρίτους. Εάν τα κόμματα που άσκησαν εξουσία παρασύρονται με τέτοια ευκολία, τι μπορεί να περιμένει κανείς από τους μικροπλασιέ του εθνικο-λαϊκισμού που είναι πάντα έτοιμοι να ξεπουλήσουν την πραμάτεια τους σε βάρος του εθνικού συμφέροντος;
Εν κατακλείδι, απαραίτητη προϋπόθεση για να απομονώσουμε την τουρκική επιθετικότητα στην Ευρώπη και διεθνώς είναι να μην θολώνουμε αλλά αντίθετα να τονίζουμε την αντίθεση μεταξύ της δικής μας σοβαρότητας με την κοροϊδία και την απόλυτη αναξιοπιστία της Τουρκίας, όπως ακριβώς κάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.