Η σημασία της αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Αρμενίων (Χ-ΤΥΠΟΣ)

Η απόφαση του Προέδρου Μπάιντεν για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, ανήμερα της μαύρης επετείου, στις 24 Απριλίου, είναι ιστορική και περιέχει πολλά μηνύματα.

Αποδεικνύει ότι ο Μπάιντεν δεν είναι Τραμπ αλλά δεν είναι ούτε Ομπάμα, ο οποίος το υποσχέθηκε αλλά δεν το έκανε. Ο Μπάιντεν εμφανίζεται συνεπής με τις δεσμεύσεις του.

Στην απόφασή του αυτή βοηθήθηκε από την Αντιπρόεδρο Χάρις, η οποία, προερχόμενη από την Καλιφόρνια, διατηρεί στενές σχέσεις με την αμερικανο-αρμενική κοινότητα, η οποία είναι ιδιαίτερα ισχυρή στην πολυπληθέστερη πολιτεία των ΗΠΑ.

Η απόφαση του Μπάιντεν ήταν το αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης των ερεισμάτων της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον. Η Τουρκία δεν έχει πια πολλούς φίλους στην Αμερική. Το Κογκρέσο, μάλιστα, είναι ακόμα πιο εχθρικό από ότι η κυβέρνηση ή η γραφειοκρατία. Το 1981, όταν ο Ρέηγκαν επιχείρησε κάτι ανάλογο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο τον εμπόδισαν.

Ρόλο έπαιξε και η αμετροέπεια της Τουρκίας στον Καύκασο, με την απροκάλυπτη υποστήριξη που παρείχε στο Αζερμπαϊτζάν σε βάρος της Αρμενίας.

Η απόφαση του Μπάιντεν δημιουργεί έναν μόνιμο και σοβαρό πονοκέφαλο στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και τη Δύση συνολικά. Η Τουρκία δεν μπορεί να ανήκει στη δημοκρατική Δύση, χωρίς μια ελάχιστη αυτοκριτική και μεταμέλεια, όπως, τουλάχιστον, έπραξε η Γερμανία μεταπολεμικά. Αντιθέτως, η άρνηση της γενοκτονίας οδηγεί τη σύγχρονη Τουρκία σε ταύτιση με τους νεοτουρκικούς σφαγείς.

Το βέβαιο είναι ότι το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει ανέβει ψηλά στις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ως ιδεολογική αιχμή στην αντιπαράθεση της υπερδύναμης με τα αυταρχικά καθεστώτα της Ανατολής.

Η αναγνώριση της Γενοκτονίας δημιουργεί μια σειρά από σοβαρές νομικές περιπλοκές για την Τουρκία, καθώς οι απόγονοι των θυμάτων μπορούν να διεκδικήσουν αποζημιώσεις για ένα έγκλημα, που σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, δεν παραγράφεται.

Η απόφαση του Μπάιντεν ανοίγει το δρόμο και για τη διεθνοποίηση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και, συνολικά, όλων των Χριστιανών της Μικράς Ασίας. Άλλωστε, οι Νεότουρκοι δεν ήταν διακριτικοί. Ξεκλήρισαν συνολικά τον γηγενή χριστιανικό πληθυσμό στην προσπάθειά τους να την εκτουρκίσουν βιαίως. Δεν είναι τυχαίο ότι το ποσοστό των Χριστιανών από 25% του συνόλου, την παραμονή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, έπεσε κάτω από το 1% δέκα χρόνια αργότερα.

Η προσπάθεια για την αναγνώριση των εγκλημάτων του παρελθόντος αφορά τα δημοκρατικά δικαιώματα των ίδιων των Τούρκων πολιτών σήμερα. Χωρίς την άνευ όρων καταδίκη τους, ο φασίζων λόγος και πρακτική θα συνεχίσουν να κυριαρχούν και να ταλαιπωρούν τη σύγχρονη Τουρκία και την περιοχή της. Άλλωστε, η αυταρχική στροφή στο εσωτερικό συνδέεται πάντα με την αυξανόμενη επιθετικότητα στο εξωτερικό.