Η μεγάλη μας αποτυχία

Απόψεις

Γιορτάζεται σήμερα, και στη χώρα μας, η Εργατική Πρωτομαγιά που καθιερώθηκε διεθνώς, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, ως ημέρα γιορτής του εργατικού κινήματος και των αγώνων του για τα δικαιώματα όλων των εργαζομένων.

Η φετινή επέτειος συμπίπτει με την προσπάθεια της κυβέρνησης να εκσυγχρονίσει την εργατική νομοθεσία, προσαρμόζοντάς την στις συνθήκες του 21ου αιώνα. Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση έχει στόχο την καλύτερη προστασία των εργαζομένων αλλά και την ευελιξία, ώστε οι επιχειρήσεις να ανταποκρίνονται στον οξυμένο διεθνή ανταγωνισμό και οι εργαζόμενοι στις νέες ανάγκες της σύγχρονης ζωής.

Δυστυχώς, για μια ακόμα φορά γινόμαστε θεατές σε μια κακόγουστη παράσταση με κραυγές και καταγγελίες από την αντιπολίτευση, ιδίως τον Σύριζα, που καμία σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα ή τις ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας.

Οι κραυγές δεν είναι αθώες. Αντιθέτως, είναι μια ευκαιρία να ξανασκεφτούμε το προφανές που επιμένουμε να αγνοούμε και που απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο. Η Ελλάδα έχει τη χειρότερη οικονομική επίδοση κράτους-μέλους της ΕΕ από την ένταξή της και μετά, το 1981. Η μέση ετήσια άνοδος του ΑΕΠ, μεταξύ 1981 και 2019, ήταν μόλις 0,9% (έναντι 6,5% μεταξύ 1950 και 1980).

Ταλαιπωρήθηκε τη δεκαετία του 1980 με τον δημοσιονομικό λαϊκισμό και κρατισμό, ξόδεψε δυο δεκαετίες μεταξύ 1990 και 2010 με έναν επίπλαστο εκσυγχρονισμό, ο οποίος με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως, κατεξοχήν, η ασφαλιστική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1992, απέφυγε τις βαθιές τομές που είχε ανάγκη η πατρίδα μας, βυθίστηκε σε μια πρωτοφανή οικονομική καθίζηση μετά το 2010, εξαιτίας της ανεμελιάς αντί της εγρήγορσης, που η ένταξη στο ευρώ προκάλεσε, αλλά και των μεγάλων αδυναμιών και ελλείψεων της νομισματικής ένωσης, και βρίσκεται σήμερα σε χειρότερο επίπεδο σύγκλισης με τη Γερμανία και τον ευρωπαϊκό βορρά, σε σχέση με το 1981, παρά τον υπερ-δεκαπλασιασμό του δημόσιου χρέους και τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.

Κι αντί να συζητήσουμε για τη συλλογική μας αποτυχία και τι πρέπει και μπορεί να γίνει για να την ξεπεράσουμε και να αρχίσουμε να συγκλίνουμε γρήγορα ξανά με την πλούσια Ευρώπη, όπως κάναμε πριν το 1980 για 30 χρόνια, και πριν φύγουν όλοι οι ικανοί νέοι μας στο εξωτερικό, ο Σύριζα ξαναθυμάται τον αντι-μνημονιακό του εαυτό και επιχειρεί να μας ξαναγυρίσει πίσω στη δεκαετία του 1970 και 1980.

Διάβαζα στον Οικονομικό Ταχυδρόμο της δεκαετίας του 1980 (ήμουνα νιός και γέρασα…) ότι δεν υπάρχουν επιχειρήσεις χωρίς εργαζόμενους αλλά και εργαζόμενοι χωρίς επιχειρήσεις, και μάλιστα κερδοφόρες, γιατί μόνο μέσα από τα κέρδη μπορούν να κάνουν επενδύσεις, να πληρώνουν φόρους και να επεκτείνονται, προσλαμβάνοντας κι άλλους εργαζόμενους. Σαράντα χρόνια μετά κάποιοι επιμένουν να αγνοούν τα αυτονόητα και να παριστάνουν τους “εργατοπατέρες”.

Με αυτά τα μυαλά, η χώρα χρεοκόπησε, η ανεργία εκτινάχθηκε, η διεθνής μας ανταγωνιστικότητα καταβαραθρώθηκε, οι ελληνικές αποταμιεύσεις έφυγαν στο εξωτερικό και, μαζί, μισό εκατομμύριο Έλληνες, και η κοινωνία διαιρέθηκε σε κάποιους προνομιούχους με εργασιακή ασφάλεια (ενίοτε και πρόωρη ή πολύ πρόωρη συνταξιοδότηση) και τους άλλους που εργάζονται, όταν εργάζονται, με ανασφάλεια ή/και ανασφάλιστοι.
Η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στο σουηδικό και το γερμανικό πρότυπο αποτελεί “εργασιακό μεσαίωνα” για τα παπαγαλάκια του αριστερού λαϊκισμού ή, μάλλον, καλύτερα για τα κοράκια που κάνουν σαν να χαίρονται με την καθήλωση της ελληνικής οικονομίας σε πτωματώδη κατάσταση και της ελληνικής κοινωνίας διχασμένη και χωρίς προοπτική.

Η ύφεση της πανδημικής κρίσης επαναφέρει το αίτημα των μεγάλων και πραγματικών μεταρρυθμίσεων για την προσαρμογή της Ελλάδας, επιτέλους, στον ανταγωνισμό του ευρώ και της παγκοσμιοποίησης ώστε να γίνουν επενδύσεις, να ανοίξουν δουλειές, να αυξηθούν οι μισθοί μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας (που είναι και ο μόνος βιώσιμος τρόπος μακροπρόθεσμα) και να ξεφύγουμε από το βαλκανικό περιθώριο που κάποιοι ονειρεύονται και επιδιώκουν