Το ελληνικό έθνος είναι κατ’ εξοχήν έθνος διασπορικό. Αυτό δεν πρέπει απλώς να το λέμε. Η αναγνώριση της αξίας των απανταχού Ελλήνων θα πρέπει να διαπερνά συνολικά τη δημόσια πολιτική και να προσπαθεί να τους «εμπλέξει» στα εγχώρια δρώμενα προς όφελος όχι μόνο των δεσμών της ομογένειας με την πατρίδα αλλά και της αποτελεσματικότερης διακυβέρνησης της χώρας μας.
Ωστόσο, εάν κάτι έχει χαρακτηρίσει τη σχέση μας με την ομογένεια είναι η υποκρισία. Την ίδια ώρα που ομνύουμε στις αρετές, τη δύναμή και τον πλούτο της, ένας υφέρπων «κοτζαμπασισμός» από ιδρύσεως του κράτους μας, επιδιώκει να κρατά την ομογένεια μακριά. Είναι γνωστή η ιστορική αντίθεση «αυτόχθονων» και «ετερόχθονων» τα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση. Η αντίθεση αυτή μεταλλάχθηκε, συν τω χρόνω (γηγενείς και πρόσφυγες), και, σήμερα, διατηρείται, σε κάποιον βαθμό, στη σχέση μας με τους Έλληνες που ξενιτεύτηκαν.
Η κ. Τζάκρη, υπεύθυνη απόδημου ελληνισμού του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωσε στην ομογενειακή εφημερίδα της Νέας Υόρκης, «Εθνικός Κήρυξ», αναφερόμενη στους περιορισμούς του υφιστάμενου νόμου για τη ψήφο των αποδήμων Ελλήνων ότι «Όχι μόνο θα δώσουμε τη μάχη για την άρση των περιορισμών, αλλά και θα τους καταργήσουμε αμέσως μόλις επιστρέψουμε στη διακυβέρνηση της χώρας. Είναι άδικοι. Υποτιμητικοί. Δεν έχω λόγια να τους χαρακτηρίσω.»
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης της αναφέρει ότι «συντάξαμε τον νόμο ο οποίος προέβλεπε την καθολική συμμετοχή του Απόδημου Ελληνισμού και, μάλιστα, την εκλογή 15 βουλευτών Επικρατείας από τους Έλληνες της Διασποράς, αντί 3 βουλευτών Επικρατείας που θα εκλεγούν με τον ισχύοντα νόμο.»
Η κυβέρνηση, δια του αρμόδιου υπουργού εσωτερικών, Μάκη Βορίδη, αντέδρασε άμεσα και κατέθεσε νομοθετική πρόταση για την άρση των περιορισμών. Ο ΣΥΡΙΖΑ αμέσως υπαναχώρησε από τις καταγγελίες της κ. Τζάκρη. Η ίδια η κ. Τζάκρη αναίρεσε τα λεγόμενα της κ. Τζάκρη την προηγουμένη!
Πρόκειται για μια ακόμα φθηνή και χυδαία κοροϊδία όλων των Ελλήνων και, ιδίως, των αποδήμων. Ο ΣΥΡΙΖΑ εναντιώθηκε με λύσσα στη ψήφο τους. Συναίνεσε στο να επιτραπεί στους Έλληνες πολίτες, που διαμένουν στο εξωτερικό, είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους, αποτελούν, έτσι κι αλλιώς, μέρος του εκλογικού σώματος και μπορούν να ψηφίσουν εντός Ελλάδας χωρίς περιορισμούς, να ψηφίζουν από τον τόπο διαμονής τους, με αυτοπρόσωπη παρουσία μέσω ειδικών εκλογικών καταλόγων, η εγγραφή στους οποίους προϋποθέτει μια σειρά από περιορισμούς. Η σχετική ρύθμιση χρειαζόταν 200 ψήφους στη Βουλή, σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν ήθελε την απροϋπόθετη ψήφο των Ελλήνων στο εξωτερικό, γιατί, προφανώς, φοβάται τη ψήφο τους, αλλά κοροϊδεύει ξεδιάντροπα κιόλας, προσποιούμενος ότι τους «αγαπά» ενώ δεν τους θέλει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να εκπροσωπεί τον πιο αντιδραστικό «κοτζαμπασισμό» που θέλει τους άξιους Έλληνες να φεύγουν στο εξωτερικό και να μην «μπερδεύονται» στη διακυβέρνηση της «Ψωροκώσταινας» μεταξύ των ημέτερων. Το έκανε με τα Πανεπιστήμια όταν ο νόμος Διαμαντοπούλου, το 2011, επιχείρησε να εμπλέξει τους διαπρεπείς Έλληνες επιστήμονες της διασποράς στη διοίκησή τους, προκειμένου να συμβάλουν στην αναβάθμισή τους. Η αντίδραση του επίσημου ΣΥΡΙΖΑ και των παραφυάδων του στα πανεπιστήμια, υπήρξε ακαριαία και ακραία. Οι διαπρεπείς Έλληνες του εξωτερικού διαπομπεύθηκαν και εκδιώχθηκαν ως «μιάσματα» για να μην «μολύνουν» τα «ιερά και τα όσια» του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου. Το ίδιο και τώρα.
Οι Έλληνες, που έφυγαν και φεύγουν στο εξωτερικό, αναζητούν ευκαιρίες δημιουργίας που το εγχώριο σύστημα δεν τους παρέχει. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπερασπίζεται μετά μανίας τις στρεβλώσεις και τα αδιέξοδα αυτού του συστήματος ενάντια σε κάθε μεταρρύθμιση. Θέλει αυτούς τους ανήσυχους Έλληνες να φεύγουν γιατί ξέρει ότι δεν τον ψηφίζουν. Και, αλίμονο, αν αποκτήσουν φωνή. Γι’ αυτό και οι περιορισμοί ώστε να ψηφίζουν όσο το δυνατόν λιγότεροι και, πάντως, όχι πάνω από 100-200 χιλιάδες.
Και στην παιδεία και στην οικονομία και σε μια σειρά από θέματα, όπως τα εθνικά, πρέπει να βρούμε τρόπους να εμπλέξουμε την ομογένεια και τη νέα διασπορά που έχουμε δημιουργήσει, μέσα στην κρίση, μετά το 2010, προκειμένου να αξιοποιήσουμε αυτόν τον πλούτο υπέρ του δημοσίου συμφέροντος.