H Θράκη αποτελεί τη βορειοανατολική απόληξη της πατρίδας μας και, στο παρελθόν, συχνά, έτσι την αντιλαμβάνονταν το σύγχρονο ελληνικό κράτος με επίκεντρο την Αθήνα. Ωστόσο, οι τρέχουσες διεθνείς εξελίξεις δημιουργούν νέες ευκαιρίες για την ανάπτυξη της περιοχής και τη γεωστρατηγική της θωράκιση. Η Αλεξανδρούπολη και το λιμάνι της μετατρέπονται ήδη σε εμπορικό και ενεργειακό κόμβο για τα ανατολικά Βαλκάνια. Το στοίχημα της επόμενης μέρας είναι η αναπτυξιακή δυναμική να διαχυθεί σε όλη την περιφέρεια
Η Θράκη γίνεται συχνά αντιληπτή ως ένα «πρόβλημα» που χρήζει διαχείρισης. Η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Στην πραγματικότητα, ενώ η περιοχή έχει τεράστιες και αναξιοποίητες δυνατότητες, υστερεί σε ανάπτυξη και υπολείπεται σημαντικά του εθνικού μέσου όρου σε βιοτικό επίπεδο. Αυτό την καθιστά μια από τις φτωχότερες περιφέρειες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο πλαίσιο αυτό, το 2020, η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήραν την πρωτοβουλία για τη σύσταση μιας Διακομματικής Επιτροπής για την Ανάπτυξη της Θράκης, με επικεφαλής τη Ντόρα Μπακογιάννη. Στην Επιτροπή συμμετείχα ως συντονιστής για τα οικονομικά και αναπτυξιακά θέματα. Οι διαβουλεύσεις της Επιτροπής με τους εκπροσώπους της περιοχής, τα αρμόδια υπουργεία και όλους τους εμπλεκόμενους κρατικούς φορείς, αλλά και με ειδικούς εμπειρογνώμονες, που όρισαν τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της Βουλής της 7 ης Ιουλίου 2019, αποτέλεσαν τη βάση του πορίσματός της.
Οι προτάσεις της Επιτροπής για την ανάπτυξη της Θράκης είχαν δυο άξονες: τον οικονομικό και τον θεσμικό. Οι δυο σχετίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να υπάρξει αναπτυξιακή αναβάθμιση χωρίς την αντιμετώπιση του προβλήματος της σχολικής διαρροής που αφορά, κυρίως, τα παιδιά της μουσουλμανικής μειονότητας και δεν συναντάται πουθενά αλλού στην Ελλάδα σε αυτή την έκταση. Άρα, η πολιτική της περαιτέρω ενσωμάτωσης της μειονότητας και εμπέδωσης της ισονομίας και της ισοπολιτείας αποτελεί και βασική αναπτυξιακή προϋπόθεση για την περιοχή (πέρα από την αυτόνομη αξία της).
Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κατέληξε σε μια σειρά από προτάσεις που επιχειρούν να αντιστρέψουν το «πρόβλημα» και να μετατρέψουν τα «μειονεκτήματα» σε «πλεονεκτήματα». Το παραμεθόριο, η διασυνοριακότητα και η πολύ- πολιτισμικότητα μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο μιας νέας αναπτυξιακής δυναμικής συντονισμένης με την ευρωπαϊκή ενοποίηση και την επανάσταση της κοινωνίας της γνώσης. Το πόρισμα δίνει έμφαση σε έργα υποδομών που ενισχύουν τον ρόλο της Θράκης ως διεθνή κόμβο και στην ενδυνάμωση του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου και διερευνά τη δυνατότητα στοχευμένων και συμβατών με το κοινοτικό δίκαιο «κρατικών ενισχύσεων» στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, τη στέγαση νέων ζευγαριών και τη σύζευξη της πολιτισμικής παράδοσης με τις «δημιουργικές βιομηχανίες» (creative industries).
Απέναντι σε μια παγιωμένη καχυποψία, συχνά δικαιολογημένη, των κατοίκων της περιοχής για «λόγια» που δεν γίνονται «έργα», η Επιτροπή εργάστηκε συστηματικά για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων που την ταλάνισαν στο παρελθόν. Έτσι, δόθηκε λύση στην εκκρεμότητα της καταβολής της επιδότησης μισθολογικού κόστους 12% στις επιχειρήσεις της Θράκης, μέσα από έναν μηχανισμό συμψηφισμού που σχεδιάστηκε από την αρχή και που εξοικονόμησε εκατομμύρια από τόκους υπερημερίας που θα έπρεπε να καταβάλει το δημόσιο. Συνολικά, οι συμψηφισμοί με οφειλές των ιδιωτών προς το δημόσιο διοχέτευσαν ρευστότητα πλέον των 100 εκατομμυρίων ευρώ στην περιοχή.
Επιπλέον, η Επιτροπή εξασφάλισε ότι η Θράκη θα παραμείνει στην πρώτη βαθμίδα κινήτρων τόσο στον αναπτυξιακό νόμο όσο και σε αυτόν των στρατηγικών επενδύσεων, παρά τον ανταγωνισμό που είχε να αντιμετωπίσει από τις περιοχές της απολιγνιτοποίησης (Δυτική Μακεδονία και Μεγαλόπολη). Τέλος, η πρόταση της Επιτροπής για την εκλογή των μουφτήδων κατέστη νόμος του κράτους ώστε να θωρακιστεί η ελληνική πολιτική έναντι τυχόν προσφυγών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Τα πρώτα αυτά απτά αποτελέσματα αποκατέστησαν την αξιοπιστία της Πολιτείας στον τοπικό πληθυσμό και αναπτέρωσαν τις ελπίδες ότι τώρα υπάρχει μια πραγματική ευκαιρία για τη σύγκλιση της Θράκης με την υπόλοιπη χώρα και για την περαιτέρω ενίσχυση της αρμονικής συνύπαρξης των δυο θρησκευτικών στοιχείων της περιοχής. Άλλωστε, αν για κάτι θα πρέπει, κατεξοχήν, να προβάλλεται η Θράκη είναι αυτή η συνύπαρξη που δεν συναντάται συχνά διεθνώς. Και, μόνον, το γεγονός ότι η ελληνική μουσουλμανική μειονότητα δεν παρήγαγε κανέναν τζιχαντιστή, όπως συνέβη αλλού, αποτελεί μια επιτυχία της ελληνικής πλευράς.
Είναι προφανές ότι η Άγκυρα ενοχλείται από την πολιτική αυτή και προτιμά μια μειονότητα απομονωμένη και εύκολα χειραγωγίσιμη από το Προξενείο και τους ανθρώπους της στην περιοχή. Αντίθετα, η Αθήνα επιδιώκει, όχι πάντα με την ίδια επιτυχία, την ενσωμάτωση και την αρμονική συνύπαρξη. Και προς αυτήν την κατεύθυνση εργάστηκε η Επιτροπή. Η επόμενη κυβέρνηση οφείλει να επιμείνει στην υλοποίηση των υπόλοιπων πορισμάτων της Επιτροπής και οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις να απομονώσουν όσους προωθούν όχι τα συμφέροντα της περιοχής αλλά αυτά τρίτων χωρών στην περιοχή.