Η Ελληνική Επανάσταση και η «ανατολίτικη ενοχή» μας: με αφορμή μια συζήτηση με τη Μαρία Ευθυμίου (Αμαρυσία)

Με αφορμή μια συζήτηση με τη Μαρία Ευθυμίου

Η Μαρία Ευθυμίου είναι μια πολύ γνωστή και δημοφιλής ιστορικός με πολυπληθές και φανατικό κοινό, που την ακολουθεί όπου κι αν μιλήσει, ακόμα και στην πιο απομακρυσμένη γωνιά της πατρίδας μας. Πριν από κάποιες εβδομάδες, την Τετάρτη 23 Ιουνίου, είχα την τιμή αλλά και την απόλαυση να συνομιλήσω διαδικτυακά μαζί της, με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, σε μια εκδήλωση που διοργάνωσε η Πολιτιστική Εταιρία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος.

Η Ευθυμίου είναι ένα επικοινωνιακό φαινόμενο και υπολογίζεται ότι την έχουν παρακολουθήσει δια ζώσης πάνω από μισό εκατομμύριο Έλληνες και εκατομμύρια άλλοι διαδικτυακά. Αυτό οφείλεται τόσο στις γνώσεις και την ευρυμάθεια της όσο και στο πάθος με το οποίο μιλάει και διδάσκει. Η Ευθυμίου έχει μια μοναδική ικανότητα να ζωντανεύει την ιστορία μπροστά στα μάτια των ακροατών της. Ίσως γιατί στην ουσία μιλάει για το σήμερα μέσα από το χθες και δεν διστάζει να αμφισβητήσει και να ανατρέψει στερεότυπα και ευκολίες που επιμένουν να ταλαιπωρούν τον δημόσιο διάλογο και την ευρύτερη συζήτηση για το ποιοι είμαστε και που πάμε.

Στη συζήτησή μας, η Ευθυμίου αποδείχτηκε, για μια ακόμα φορά, καθηλωτική αφηγήτρια. Άλλωστε, ως «ακτιβίστρια της γνώσης», όπως την έχουν αποκαλέσει, τιμά την ακαδημαϊκή ιδιότητα και αποδεικνύει ότι στο ελληνικό πανεπιστήμιο υπάρχουν χαρισματικοί δάσκαλοι αφιερωμένοι στο έργο τους, που προσφέρουν στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο αφιλοκερδώς, επειδή αγαπούν αυτό που κάνουν αλλά και από μια αίσθηση χρέους, πέρα από τα στενά όρια των αμιγώς επαγγελματικών υποχρεώσεών τους.

Η δράση της Ευθυμίου σπάει τα στεγανά και ανοίγει την πανεπιστημιακή διδασκαλία στο ευρύτερο κοινό. Η μαζική ανταπόκριση της κοινωνίας αποτελεί ένα εξαιρετικά αισιόδοξο μήνυμα. Το γεγονός ότι χιλιάδες συμπολίτες μας διψούν να μάθουν και πειθαρχούν με ευλάβεια, για ώρες, στη διδασκαλία της Ευθυμίου, η οποία δεν διστάζει να ασχοληθεί με δύσκολα και αμφιλεγόμενα θέματα, αποδεικνύει την ύπαρξη μιας κοινωνίας, η οποία παρά τα προβλήματά και τις υστερήσεις της, επιμένει να αναζητά την αυτογνωσία και, άρα, την αυτοβελτίωσή της.

Το πιο ενδιαφέρον, ίσως, είναι το ιδεολογικό υπόβαθρο που υποστυλώνει την προσέγγισή της και το οποίο απορρίπτει τη μεμψιμοιρία, την ηττοπάθεια και τη θυματοποίηση τόσο της αριστερόστροφης μεταπολιτευτικής ιστοριογραφίας όσο και της πιο συμβατικής επίσημης ιστορίας μας. Η ματιά της Ευθυμίου είναι φρέσκια, παιχνιδιάρικη, γεμάτη ανατροπές και «παραδοξότητες» που στόχο έχουν να προβληματίσουν και να μας κάνουν να σκεφτούμε για το παρελθόν μας για να γίνουμε πιο υποψιασμένοι και, εν τέλει, καλύτεροι πολίτες σήμερα.

Στο πλαίσιο αυτό, η δημοφιλής καθηγήτρια ιστορίας στο ΕΚΠΑ δεν θα μπορούσε να προσπεράσει τη μεγάλη επέτειο των 200 χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, ένα γεγονός διεθνούς εμβέλειας που οδήγησε σε μια μείζονα ανατροπή, δηλαδή στη δημιουργία του πρώτου έθνους-κράτους σε έδαφος που αποσχίστηκε από την τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η εξέγερση των Ελλήνων δεν ήταν απλά ένας επιτυχημένος πόλεμος ανεξαρτησίας αλλά και μία επανάσταση που ήρθε να ανατρέψει τις ισχύουσες κοινωνικοοικονομικές δομές και να ευθυγραμμίσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με τη Δύση και τις τάσεις του ευρωπαϊκού φιλελεύθερου πνεύματος.

Ανάμεσα στα πολλά και ενδιαφέροντα της συζήτησής μας, δυο σημεία συγκρατώ. Πρώτον, η Ευθυμίου ανέδειξε μία πτυχή της οργανωτικής δομής των επαναστατημένων Ελλήνων, η οποία δεν έχει αρκούντως προσεχθεί. Η πολυπληθέστερη ομάδα μεταξύ των μελών της Φιλικής Εταιρείας ήταν οι έμποροι και οι επιχειρηματίες. Ο ρόλος της ελληνικής επιχειρηματικότητας στην Ελληνική Επανάσταση είναι ένα αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, όμως η υποβάθμισή του από την τρέχουσα ιστοριογραφία έχει να κάνει με συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες που δεν βλέπουν θετικά το επιχειρείν, με ότι αρνητικό αυτό συνεπάγεται για τις αναπτυξιακές προοπτικές της πατρίδας μας σήμερα. Η Ευθυμίου δεν διστάζει να επιχειρηματολογήσει ότι το επιχειρείν «μας πάει» και ταιριάζει στη φύση του Έλληνα και ότι το να θέλουμε όλοι να γίνουμε δημόσιοι υπάλληλοι αντιστρατεύεται τη φύση μας.

Στο ανταγωνιστικό προ-επαναστατικό περιβάλλον των αγορών της Ευρώπης, της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολικής Μεσογείου, οι Έλληνες έμποροι και καραβοκύρηδες είχαν μάθει να ρισκάρουν, είχαν εμπειρία στη διαχείριση των μεταβαλλόμενων γεωπολιτικών ισορροπιών, ενώ, ταυτόχρονα, συντηρούσαν εκτεταμένα εμπορικά και κοινωνικά δίκτυα. Την παραμονή της Επανάστασης, η συγκεκριμένη ομάδα «Φιλικών» είχε επομένως καλλιεργήσει κρίσιμες δεξιότητες, οι οποίες αποδείχθηκαν καίριες για την επιτυχημένη έκβαση του αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας. Και ήταν αυτές οι δεξιότητες που ξεχώριζαν τους Έλληνες από τους υπόλοιπους υπόδουλους λαούς αλλά και τους ίδιους τους Οθωμανούς Τούρκους και τους έφεραν στην ιστορική πρωτοπορία της εποχής.

Η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα «Φιλικών» ήταν αυτή των λογίων και των μορφωμένων. Οι λόγιοι παρείχαν το ιδεολογικό και «αφηγηματικό» πλαίσιο προκειμένου ο αγώνας των Ελλήνων να μετουσιωθεί από μία εξέγερση – δεν ήταν η πρώτη – σε ένα συγκεκριμένο νικηφόρο πολιτικό αποτέλεσμα. Έμποροι και λόγιοι είχαν στενούς δεσμούς. Οι έμποροι χρηματοδοτούσαν την ίδρυση και λειτουργία σχολείων όπου δίδασκαν οι λόγιοι. Τα παιδιά των εύπορων εμπόρων σπούδαζαν στο εξωτερικό και επέστρεφαν ως λόγιοι. Η εμπορική άνοδος συνέβαλε στην πνευματική άνθηση.

Τα εμπορικά δίκτυα και οι λόγιοι μετέφεραν το επαναστατικό κλίμα και τις ιδεολογικές ζυμώσεις της Δύσης στον ελλαδικό χώρο. Για τους λόγιους, η διαδικασία «μύησης» των ομοεθνών τους στις νέες ριζοσπαστικές και φιλελεύθερες ιδέες  διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός υπήρξε πηγή έμπνευσης του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Άπαντες, λοιπόν, οι Έλληνες, «εγγράμματοι» αλλά και «αγράμματοι», μπορούσαν να αφομοιώσουν ιδέες οι οποίες πήγαζαν από έναν πολιτισμό ο οποίος ήταν, εν δυνάμει, κτήμα τους. Οι Έλληνες που είχαν «εισπράξει» τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, μεταλαμπάδευσαν στους υπόλοιπους ομοεθνείς τους τη σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα, γεμίζοντάς τους με περηφάνια και απαντώντας με ευκολία στο «γιατί» της Επανάστασης.

Παρά τους ισχυρούς δεσμούς των “Φιλικών”, αλλά και όλων των Ελλήνων, με τη Ρωσία, η μεγάλη πλειοψηφία των ηγετικών προσωπικοτήτων που εμπνεύστηκαν και διαμόρφωσαν την ιδεολογική, πολιτική και διοικητική κατεύθυνση της Επανάστασης, προέκριναν – ορθά – ότι η Ελλάδα όφειλε να συνδεθεί με τη Δύση. Η Ρωσία ήταν η χώρα της «καρδιάς», όχι μόνον των Ελλήνων, αλλά όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών, ως η μεγαλύτερη και ισχυρότερη ομόθρησκή τους δύναμη.

Κι αυτό είναι το δεύτερο κρίσιμο για την Ευθυμίου σημείο: η επιλογή της Δύσης έναντι της Ανατολής δεν ήταν ψυχολογικά εύκολη, ερέθισε κατά καιρούς τις λαϊκές αντιστάσεις και αντιδράσεις και γέννησε μια «ανατολίτικη ενοχή» σε μια χώρα που πορεύεται προς τα δυτικά αλλά αλληθωρίζει ανατολικά. Σε κάθε όμως περίπτωση, η δυτική επιλογή αποτέλεσε μία αναπάντεχη τομή της Επανάστασης και οδήγησε τη σύγχρονη Ελλάδα να θέσει ως εθνικό στόχο τη σύγκλισή της, πολιτικά, οικονομικά και διπλωματικά με την πιο ανεπτυγμένη περιοχή του κόσμου. 

Η συνειδητή αυτή επιλογή και προτίμηση για τις δυτικές ιδέες και αντιλήψεις, μας ακολουθεί αδιάκοπα από το 1821 μέχρι σήμερα. Άλλωστε, η μεγάλη επέτειος των 200 χρόνων της Επανάστασης συμπίπτει με τα 40χρονα της ένταξής μας στην ΕΟΚ το 1981. Τα δυο γεγονότα συνδέονται: η ισότιμη συμμετοχή της Ελλάδας στην ενωμένη Ευρώπη αποτέλεσε το επισφράγισμα του δυτικού προσανατολισμού της όπως θεμελιώθηκε από την Επανάσταση.

Όπως συνηθίζει να λέει η Ευθυμίου, είμαστε ένας περίπλοκος αλλά συναρπαστικός λαός, ο οποίος έχει πετύχει πολλά, τα τελευταία 200 χρόνια, παρά την πικρία που έχει αφήσει η τελευταία δύσκολη δεκαετία. Οι πολίτες αλλά και η πολιτική και, ακόμα περισσότερο, οι πολιτικοί έχουν πολλά να κερδίσουν από τον διάλογο με την επιστήμη και, ιδίως, την ιστορική γνώση. Ο στόχος δεν είναι ο εγκλωβισμός σε μια στενόμυαλη, ναρκισσιστική και αυτοαναφορική παρελθοντολογία αλλά η χειραφέτηση της κοινωνίας από δοξασίες και απλουστεύσεις που δεν της επιτρέπουν να βελτιώσει τις αδυναμίες της και να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματά της. Άλλωστε, η δημοκρατία για να λειτουργήσει χρειάζεται οι πολίτες να είναι ενημερωμένοι και, κατεξοχήν, ιστορικά υποψιασμένοι.

Ακολουθεί ολόκληρη η συναρπαστική συζήτησή μας εδώ:

[βίντεο]