Η Ελλάδα, όπως όλος ο αναπτυγμένος κόσμος, κινείται αργά αλλά σταθερά σε μετα-πανδημική φάση. Καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ένα περίπλοκο περιβάλλον, με γεωπολιτική ρευστότητα, ανεξόφλητα οικονομικά βάρη, εργασιακές ανακατατάξεις και κοινωνικές ανισότητες.
Παρά και πέρα από τα δύσκολα, μπροστά μας στέκουν νέες προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες προόδου. Στο κύριο μέρος της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος υπάρχει διάθεση ανάταξης. Έχει διαμορφωθεί από καιρό μια διάχυτη και σαφώς πλειοψηφική τάση για αλλαγές και μετασχηματισμούς σε ψηφιακή, πράσινη και παραγωγική κατεύθυνση.
Η μετατροπή της παρασιτικής δομής της χώρας σε ένα παραγωγικό πρότυπο, συμβατό και γιατί όχι, πρωταγωνιστικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα του 21ου αιώνα, αποτελεί πρόκληση επιβίωσης αλλά και τελευταία ευκαιρία. Η ψηφιακή και πράσινη διάσταση θα έρθουν να λειτουργήσουν οριζόντια σε κάθε πεδίο και τομέα της παραγωγικής μετατροπής ολοκληρώνοντας με ενιαίο, σύγχρονο και βιώσιμο τρόπο αυτή την νέα παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας.
Η δεύτερη, απαραίτητη και συνοδός, διάσταση αφορά τη χρηματοδότηση του εγχειρήματος και δεν είναι άλλη από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με την υπογράμμιση ότι το βασικό εδώ δεν είναι μόνο η επάρκεια των χρημάτων αλλά η κατάλληλη αξιοποίηση τους στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου σχεδίου.
Επειδή, λοιπόν, το σχέδιο και οι πόροι υπάρχουν, το μεγάλο στοίχημα μετατίθεται στην ανταπόκριση τριών εξίσου κρίσιμων συντελεστών: κράτος, διακυβέρνηση, κοινωνία. Ξεκινώντας από τον επίμαχο ρόλο του κράτους, πρέπει να φύγουμε οριστικά από το ξεπερασμένο δίλημμα για περισσότερο ή λιγότερο κράτος και να επιχειρήσουμε το ποιοτικό κράτος που ηγείται και πλοηγεί σχέδιο αλλαγών. Το ποιοτικό κράτος είναι το επιτελικό-στρατηγικό κράτος, που σχεδιάζει και εκτελεί λειτουργίες εξυπηρέτησης του ανατακτικού σχεδίου, όπως ας πούμε συμβαίνει σήμερα με το εν εξελίξει ψηφιακό άλμα μετασχηματισμού στη χώρα. Αυτό το ποιοτικό κράτος συναρτάται απολύτως από την ύπαρξη μιας αποφασιστικής μεταρρυθμιστικής διακυβέρνησης, απεξαρτημένης από τις ιδεοληπτικές εμμονές, τις διαιρετικές γραμμές και τους διχασμούς του παρελθόντος.
Με μεταρρυθμίσεις, όπως του εργασιακού που επιτέλους εντάσσουν τη χώρα στο πνεύμα και το στίβο των σύγχρονων προκλήσεων, την εναρμονίζουν με τα ισχύοντα στις προηγμένες χώρες, με ταυτόχρονη την προστασία της κόσμου της εργασίας. Όπως του ασφαλιστικού, που αντιμετωπίζει χρόνια ζητήματα χρηματοδότησης αλλά κυρίως τη ρύθμιση των δύσκολων σχέσεων εξισσορόπησης και δικαιοσύνης των σημερινών συνταξιούχων με τις νέες γενιές, που διαρκώς αποτελούν τους χαμένους της υπόθεσης. Χαρακτηριστική περίπτωση ο τρίτος πυλώνας του ασφαλιστικού, ο λεγόμενος «κουμπαράς» του εργαζόμενου, που θα τον διαχειρίζεται ό ίδιος στη διάρκεια του εργασιακού του βίου, χωρίς κρατικές ή άλλες παρεμβάσεις. Στη χώρα μας, αυτός δεν έχει ακόμα πλήρως θεσμοθετηθεί, παρά το γεγονός ότι ο θεσμός υπάρχει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η δε συζήτηση στην Ελλάδα γίνεται εδώ και είκοσι χρόνια χωρίς αποτέλεσμα.
Επίσης μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, όπως η μεγάλη εκκρεμότητα για ταχεία και αποδοτική λειτουργία της δικαιοσύνης. Το δικαστικό σύστημα συνδέεται όλο και περισσότερο με βασικές λειτουργίες της σύγχρονης οικονομικής δραστηριότητας. Απαιτείται μείωση στον αδικαιολόγητο φόρτο των δικαστών και ενεργοποίηση των εξωδικαστικών λύσεων. Απαιτούνται στοχευμένες επενδύσεις και παρεμβάσεις για τον ψηφιακό, νομοθετικό και εκπαιδευτικό εκσυγχρονισμό υποδομών και θεσμών που θα επιταχύνουν την απονομή δικαιοσύνης, ανατρέποντας τις παρελκυστικές τακτικές που επιμηκύνουν τον χρόνο τελεσιδίκησης των αποφάσεων.
Μεταρρύθμιση-κλειδί όλων είναι ο μετασχηματισμός του εκπαιδευτικού συστήματος, με προσανατολισμό μια σύγχρονη παραγωγική και εξωστρεφή οικονομία. Η ελληνική εκπαίδευση υποφέρει διαχρονικά από πλέγμα αναχρονιστικών πρακτικών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη δραματική υποβάθμιση της αξίας και ποιότητας της, όπως αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στις διεθνείς συγκρίσεις. Στον πυρήνα των προωθητικών αλλαγών αναβάθμισης του εκπαιδευτικού μας συστήματος πρέπει να βρίσκεται η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού της χώρας. Είναι η σπονδυλική στήλη της εκπαίδευσης και η ποιότητα του καθορίζει συνολικά το οικοδόμημα.
Οι υπάρχουσες παθογένειες που ταλανίζουν την ελληνική πολιτεία και κοινωνία αλλά και οι προκλήσεις που δημιούργησε η πανδημία, πρέπει να απαντηθούν χωρίς αναστολή. Δεν πρέπει να χαθεί η μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα, που λέγεται Ταμείο Ανάκαμψης ώστε να επανασχεδιάσει το μέλλον της.
Τέλος ο κρισιμότερος κρίκος στην όλη προσπάθεια είναι η ίδια η κοινωνία. Καλείται να υποστηρίξει με υπομονή και επιμονή τη δική της ωρίμανση και διάθεση για ανάταξη και επαναθεμελίωση της Ελλάδας. Να προχωρήσει τον νέο δημιουργικό κύκλο για τον εαυτό της και τη χώρα, αφήνοντας οριστικά πίσω τις ψευδεπίγραφες και καταστροφικές «εύκολες λύσεις» του πρόσφατου παρελθόντος. Θέτοντας, ως μοναδικό όρο απέναντι στη διακυβέρνηση, τη διασφάλιση τήρησης των κανόνων από όλους και ταυτόχρονα την ύπαρξη ευκαιριών για όλους.