Εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη του Δημήτρη Καιρίδη στον Σωτήρη Γιατζόγλου (piperata.gr, 21.11.2020)

Εδώ το άρθρο στα piperata.gr

Ο Ταγίπ Ερντογάν «επιχειρεί να εκμεταλλευθεί το μεσοδιάστημα» μέχρι να αναλάβει επίσημα τα καθήκοντά του ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν και «την σύγχυση που επικρατεί σήμερα στην Washington», υποστηρίζει ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δημήτρης Καιρίδης σε συνέντευξη που παραχώρησε στα Piperata.gr

Ο κ. Καιρίδης θεωρεί πως στο Ναγκόρνο – Καραμπάχ, «ο πόλεμος ξεκίνησε κατ’ εντολή και υπό πλήρη καθοδήγηση του Ερντογάν» και τελικά «η Τουρκία επέβαλε μία λύση με τον σύμμαχο τους – Αζερμπαϊτζάν – παραγκωνίζοντας πλήρως τους Δυτικούς».

Τονίζει πάντως, πως ό,τι δεν πέτυχαν ΗΠΑ, ΕΕ, Γαλλία και λοιποί δυτικοί, το πέτυχαν οι Αγορές που ανάγκασαν τον Τούρκο πρόεδρο να υποκύψει στην οικονομική κρίση που διανύει και να αλλάξει το επιτελείο του – συμπεριλαμβανομένου και του γαμπρού του.

Θεωρεί ωστόσο, ότι στην ΕΕ υπάρχει πλέον δημοσίως εκπεφρασμένη δυσαρέσκεια για τις κινήσεις Ερντογάν, ακόμη και από δυνάμεις που κρατούσαν πιο ουδέτερη στάση, όπως η Γερμανία και εκτιμά πως θα δούμε τα πρώτα αποτελέσματα στην επόμενη σύνοδο Κορυφής.

Μίλησε όμως και για το lockdown που ζει και ο ίδιος με προσωπικό κόστος. Διαβάστε ποιος άνθρωπος του λείπει περισσότερο από όλους και για ποιο λόγο χαρακτηρίζει «ηλεκτρονική γιαγιά» την μητέρα του…

Συνέντευξη στον Σωτήρη Γιατζόγλου

Η εκλογή Μπάιντεν στην Αμερική σκόρπισε αρκετά χαμόγελα και ενθουσιασμό σε πολλούς στην Ελλάδα, κυρίως λόγω των εξαιρετικών σχέσεων που έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ με το «ελληνικό στοιχείο». Είναι όμως αυτή μια ρεαλιστική προσέγγιση; Τι πρέπει να προσδοκούμε από την προεδρία του ΤζόΜπάιντεν μετά τις 20 Ιανουαρίου που αναλαμβάνει και επίσημα το «τιμόνι» της Αμερικής;

Προσδοκούμε μία επιστροφή στην κανονικότητα. Γιατί από ένα σημείο και μετά αυτά που ζήσαμε και αυτά που ζούμε σε αυτή την κρίσιμη περίοδο μετάβασης της εξουσίας από τον νυν στον επόμενο Πρόεδρο, είναι πρωτόγνωρα.

O Τζο Μπάιντεν καταρχάς, είναι ένας πολύ έμπειρος – περί των διεθνών σχέσεων – Αμερικανός πολιτικός, έχοντας θητεύσει ως γερουσιαστής από το 1972, ως πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών της γερουσίας και για δύο θητείες ως αντιπρόεδρος της Αμερικής.Έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο – και στη χώρα μας.  Γνωρίζει τα προβλήματα, γνωρίζει το Κυπριακό, γνωρίζει πού είναι το Καστελόριζο… Κατά συνέπεια έχει μία εμπειρία που πάντοτε βοηθάει. 

Δεύτερον, είναι θεσμικός. Με την έννοια ότι σέβεται και λειτουργεί στο πλαίσιο της αμερικανικής γραφειοκρατίας, του State Department, του Πενταγώνου, όλα αυτά τα οποία ο νυν πρόεδρος, θεωρούσε παρακλάδια ενός βαθέως κράτους που τον εχθρεύεται.

Αλλά το τρίτο και πιο σημαντικό, είναι ότι προέρχεται από την «διεθνιστική παράδοση». Την κυρίαρχη αυτή παράδοση της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών  -μεταπολεμικά και του Ψυχρού Πολέμου και μετά το ’89. Κατά συνέπεια, είναι ένας πολιτικός που θέλει τη διεθνή συνεργασία, ιδίως για τα μεγάλα και σημαντικά ζητήματα, όπως είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Θέλει ιδίως τη συνεργασία με την Ευρώπη και την επανασυσπείρωση της Δύσης. Θέλει την ευρωπαϊκή ιδέα και την ευρωπαϊκή ενοποίηση, την οποία όπως θυμάστε ο Τράμπ πολέμησε και συμμάχησε με τους «ευρωσκεπτικιστές» και «ευρωαρνητές» όλο το προηγούμενο διάστημα.

Και βεβαίως, ο Τζο Μπάιντεν εχθρεύεται τον λαϊκίστικο αυταρχισμό, ο οποίος φύεται στην περιφέρεια της Ευρώπης και κατεξοχήν πια στην Τουρκία του Ερντογάν. Δεν έχει διστάσει να χαρακτηρίσει τον Ερντογάν ως «αυταρχικό ηγέτη». Είναι γνωστή η αντιπαράθεση του καθεστώτος Ερντογάν με το Δημοκρατικό κόμμα, όλους τους προηγούμενους μήνες και ιδίως με τον Τζο Μπάιντεν.

Κατά συνέπεια για την Τουρκία – η οποία είχε επενδύσει στην επανεκλογή Τράμπ – θα είναι μία δύσκολη περίοδος προσαρμογής, την οποία ήδη ξεκίνησε ο Ερντογάν. Και το έκανε – όπως είδατε – την Πέμπτη, ανακοινώνοντας την αύξηση των επιτοκίων. Κάνοντας στροφή στην οικονομική του πολιτική σε συνέχεια της εκπαραθύρωσης του κεντρικού τραπεζίτη και του γαμπρού του και της αντικατάστασης του οικονομικού του επιτελείου, προκειμένου να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και στην πίεση την οποία αναμένει να δεχτεί από τη Δύση και κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Από κει και πέρα πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Πρέπει να είμαστε ψύχραιμοι και όχι ενθουσιώδεις, διότι στις διεθνείς σχέσεις, πάντοτε αυτό που μετράει, είναι τα συμφέροντα. Υπάρχει ωστόσο ένας ευρύτερος σκεπτικισμός πια και καχυποψία έναντι της Τουρκίας.  Τόσο στην Ευρώπη όσο ακόμη περισσότερο στην Αμερική. Και τώρα πια – μετά τις 20 Ιανουαρίου – και στον Λευκό Οίκο. Και δεν υπάρχει η προνομιακή σχέση την οποία είχε οικοδομήσει ο Ερντογάν -προσωπικά- με τον πρόεδρο Τραμπ.

Μετά και το σόου Ερντογάν στα Βαρώσια, τι άλλο πρέπει να περιμένουμε από τον τούρκο πρόεδρο; Αν και «έχασε» έναν δυνατό σύμμαχο όπως αποδείχτηκε ο Ντόναλτ  Τραμπ, εξακολουθεί να τηρεί την ίδια – ίσως και ακόμη πιο επιθετική – στάση. Τι είναι εκείνο που του δίνει τόση άνεση να συνεχίζει τις προκλήσεις και μέχρι που μπορεί τελικά να φτάσει;

Δεν είναι ένα απλό σόου. Είναι μία ευθεία παραβίαση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και μία ακόμη ακραία πρόκληση του καθεστώτος Ερντογάν, σε συνέχεια όλων αυτών που προηγήθηκαν.

Ειδικά στο Βαρώσι, προεκλογικά. Γιατί όπως θυμάστε είχαμε εκλογές στα κατεχόμενα στις οποίες παρενέβη ευθέως η Τουρκία προκειμένου να πάρει το αποτέλεσμα που ήθελε. Και απέδειξε περίτρανα -το λέει ο ίδιος ο απερχόμενος ηγέτης των Τουρκοκυπρίων ο Ακιντζί- ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι δέσμιοι και αυτοί του τουρκικού επεκτατισμού. Διότι αλλοιώθηκε το αποτέλεσμα από τους εποίκους, οι οποίοι κινητοποιήθηκαν και κάνανε ότι τους είπε η Άγκυρα, προκειμένου να εκλεγεί ο Τατάρ. Ενώ η ψήφος των γηγενών Τουρκοκυπρίων, ήταν υπέρ του Ακιντζί και στην ουσία υπέρ της όποιας… κάποιας -εν πάση περιπτώσει- συνεννόησης με τους Ελληνοκύπριους.

Ο Ερντογάν, στο πλαίσιο του ευρύτερου αναθεωρητισμού, θέλησε να επιβάλει τη σκλήρυνση της τουρκικής θέσης και στο Κυπριακό. Το έκανε προεκλογικά ανοίγοντας το Βαρώσι, το κάνει και μετεκλογικά τώρα, πηγαίνοντας ο ίδιος προσωπικά και αλλάζοντας τη θέση της Τουρκίας, υπέρ της άποψης των «δύο κρατών» και πιέζοντας συμμάχους τους, όπως το Αζερμπαϊτζάν, να προχωρήσουν στη διεθνή αναγνώριση των κατεχομένων. Κάτι που δεν έχει γίνει μέχρι τώρα. Κάτι που η αμερικανική διπλωματία εκτός από τις ελληνικές και κυπριακές προσπάθειες, είχε αποτρέψει στο παρελθόν.

Επιχειρεί λοιπόν να εκμεταλλευθεί το μεσοδιάστημα και αυτή την σύγχυση που επικρατεί σήμερα στην Washington. Γιατί χωρίς υπερβολή -οι αναλυτές τουλάχιστον αυτό παραδέχονται- ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει αμερικανική κυβέρνηση. Υπάρχει ένα απόλυτο χάος στην Washington που θα ήθελε να το εκμεταλλευτεί για να επιβάλλει όσα περισσότερα τετελεσμένα μπορεί.

Είναι σαφές ότι στα Ελληνοτουρκικά, η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζει «ρωγμές» ανάλογα με τα συμφέροντα που έχει κάθε κράτος – μέλος στην Τουρκία. Αλλά που πρέπει να φτάσει ο Ερντογάν για να δούμε επιτέλους κυρώσεις;

Πράγματι, υπάρχει τελευταία μία περαιτέρω αφύπνιση της ευρωπαϊκής ηγεσίας για το πρόβλημα «Τουρκία». Είναι κάτι που δεν το λέω εγώ, το λένε οι ίδιοι. Και κυρίως οι Γερμανοί, οι οποίοι όπως ξέρετε έχουν καθυστερήσει στο ζήτημα αυτό. Και επίσης το λέει και η κοινή επιστολή του Γερμανού και του Γάλλου υπουργού εξωτερικών στην Washington Post.

Μιλά ξεκάθαρα για το πρόβλημα «Τουρκία» και ο ίδιος ο Χάικο Μάας.  Είπε ότι «επίκεινται μέτρα». Και η Μέρκελ την Παρασκευή, επίσης αναφέρθηκε στο ότι «τα πράγματα με την Τουρκία δεν πήγαν όπως προσδοκούσαμε» και ότι σε αυτόν τον άξονα, το ζήτημα θα συζητηθεί στην σύνοδο κορυφής της Ευρώπης στις 10 και 11 Δεκεμβρίου.

Κατά συνέπεια υπάρχει μία «αφύπνιση» που δεν έχει να κάνει μόνο με τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου εδώ. Έχει να κάνει και με την ευρύτερη επιθετικότητα και αναθεωρητισμό της Τουρκίας.

Βεβαίως, εδώ σε μας, σε Ελλάδα και Κύπρο, δεν έχει πετύχει αυτό που ήθελε.

Αλλά σίγουρα το έχει πετύχει αλλού. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη Λιβύη και τη Συρία σε βάρος των Κούρδων εκεί αλλά τελευταία πια -και πολύ εμφατικά- στον Καύκασο. Όπου επέβαλε μία λύση με τον σύμμαχο τους -Αζερμπαϊτζάν- παραγκωνίζοντας πλήρως τους Δυτικούς. Και θα σας έλεγα εξευτελίζοντας τις Ηνωμένες πολιτείες και τη Γαλλία που συμμετείχαν στην «ομάδα Μινσκ» για τη διευθέτηση του Ναγκόρνο Καραμπάχ και οι οποίες δεν είχαν κανένα λόγο στο τελικό αποτέλεσμα.

Και επιβάλλοντας ανερυθρίαστα, ανεμπόδιστα, ασύστολα, ανενδοίαστα, μία στρατιωτική λύση επί του εδάφους, δείχνοντας ότι η Τουρκία είναι απολύτως αποφασισμένη και στοχοπροσηλωμένη, να αλλάξει τα δεδομένα επί του εδάφους.

Και το μεγάλο ερώτημα που πλέον τίθεται σε όλους τους Δυτικούς -και βεβαίως στους Ευρωπαίους- είναι αν θα επιτρέψουν η γεωστρατηγική διευθέτηση αυτού του πολύ ευαίσθητου μεγάλου χώρου, που λέγεται Μέση Ανατολή μέχρι τον Καύκασο, θα αφεθεί στα χέρια αντί-δυτικών, αντί-ευρωπαϊκών δυνάμεων, όπως είναι η Ρωσία και κατεξοχήν πια και η Τουρκία… Ή αν η Ευρώπη και η Δύση θα έχουν λόγο, όχι μόνο για το διεθνές δίκαιο ή για να υπερασπιστούν τις αρχές τους αλλά κυρίως για να προασπίσουν τα συμφέροντά τους.

Η Ευρώπη έχει συμφέροντα στην Μέση Ανατολή και αλίμονο αν είναι απούσα και αφήσει το παιχνίδι και στη Λιβύη και στη Συρία -τώρα και στον Καύκασο- στα χέρια τρίτων, που έχουν άλλες προτεραιότητες. Αυτό είναι κάτι που το καταλαβαίνει η Γαλλία -βεβαίως ο Κυριάκος Μητσοτάκης το έχει πει και το έχει ξαναπεί και σιγά-σιγά πλέον γίνεται συνείδηση και στους υπόλοιπους Ευρωπαίους… Γι’ αυτό πιστεύω ότι στην επόμενη σύνοδο θα έχουμε τα πρώτα αποτελέσματα.

Γιατί πιστεύετε ότι ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, γύρισε την πλάτη στην Αρμενία –που παραδοσιακά προστάτευε– και «έβαλε» την Τουρκία στο παιχνίδι; Τι κερδίζει η Ρωσία;

Πρώτον, γιατί δεν ήθελε την παρούσα ηγεσία των Αρμενίων η οποία ήρθε στα πράγματα το 2018 μέσα από μία λαϊκή εξέγερση – τις οποίες το Κρεμλίνο παραδοσιακά εχθρεύεται και αντιμάχεται. Και υπό αυτή την έννοια, η Αρμενία είναι συνέχεια μιας συγκεκριμένης στρατηγικής, που έχουμε δει και στο παρελθόν. Στη Γεωργία το 2008, όπου και εκεί η δημοκρατική, μεταρρυθμιστική, φιλοευρωπαϊκή, φιλοδυτική ηγεσία, «πλήρωσε» με εθνική απώλεια, αυτήν της τη στάση. Και βεβαίως, η Ουκρανία το 2014, με όσα γίνανε στην Κριμαία και την Ανατολική Ουκρανία και τώρα η Αρμενία. Ο Πούτιν δεν ήθελε τον Πανισιάν και ήθελε να «τιμωρήσει» τους Αρμένιους για την απείθεια τους.

Το δεύτερο, είναι ότι ο Πούτιν βγαίνει κερδισμένος από αυτή την κρίση. Διότι στέλνει στρατό, επιβάλλεται επί του εδάφους, γίνεται ο επιδιαιτητής των μεν και των δε. Χτίζει σχέσεις και με το Αζερμπαϊτζάν και βεβαίως ελέγχει πλήρως -πλέον- την Αρμενία, την οποία έχει προσδέσει στο «άρμα» του και η οποία εκτός των εδαφικών της απωλειών – υπό μια έννοια – χάνει και την εξωτερική της κυριαρχία, αφού θα είναι πάρα πολύ δύσκολο πια να «λοξοκοιτάξει» προς τη Δύση και την Ευρώπη, μακρυά από την Μόσχα.

Τελικά μπορεί η πανδημία του κορωνοϊού να έφερε τα πάνω – κάτω σε όλο τον πλανήτη, το μόνο που δεν επηρέασε ήταν η επιθετικότητα του Ερντογάν…

Αν κρίνω από αυτά που έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες, όχι η επιθετικότητα του Ερντογάν βρίσκεται σε έξαρση. Οι Έλληνες ξέρουν καλά όσα έκανε στο Αιγαίο ο Ερντογάν μέσα από την κάλυψη των ΜΜΕ. Ίσως όμως δεν ξέρουν τόσο καλά ότι στις 24 Σεπτεμβρίου, ξεκίνησε ένας πόλεμος στον Καύκασο.

Ο πόλεμος αυτός ξεκίνησε κατ’ εντολή και υπό πλήρη καθοδήγηση του Ερντογάν. Δεν θα γινόταν χωρίς την Τουρκία. Δεν επρόκειτο ποτέ το Αζερμπαϊτζάν να προχωρήσει σε τέτοια βίαιη αντιπαράθεση, χωρίς τις «πλάτες» της Τουρκίας και θα σας έλεγα δεν θα μπορούσε ποτέ να νικήσει χωρίς τα drones και την τεχνική υποστήριξη την οποία παρείχαν οι Τούρκοι, οι οποίοι έχουν εξελιχθεί και έχουν τελειοποιήσει ένα συγκεκριμένο μοντέλο πολεμικής αντιπαράθεσης. Το είδαμε στη Λιβύη, το είδαμε στη Συρία και τώρα το είδαμε και στον Καύκασο, πάρα πολύ επιτυχημένα και αποτελεσματικά. Άρα δεν υπάρχει αποκλιμάκωση ή αναδίπλωση. Αναδίπλωση βλέπουμε μόνο τώρα και τελευταία στα οικονομικά. Αυτό που δεν κατάφερε η Δύση, η Ευρώπη και η Αμερική το πέτυχαν οι «Αγορές». Κι εκεί ο Ερντογάν υπέκυψε, αλλάζοντας οικονομικό επιτελείο. Ακόμη και τον γαμπρό του άλλαξε, διότι σε αυτές τις χώρες όπου οι θεσμοί δεν λειτουργούν ή υπολειτουργούν πάντοτε υπάρχει και ένα στοιχείο δράματος και δραματοποίησης. Κι εδώ έχουμε ένα οικογενειακό δράμα…

Αλλάζοντας οικονομικό επιτελείο και αλλάζοντας οικονομική πολιτική και «καταπίνοντας» το πικρό χάπι της αύξησης των επιτοκίων… Το οποίο βεβαίως θα οδηγήσει την Τουρκία νομοτελειακά, σε μία περίοδο ύφεσης το 2021 και προσαρμογής στα νέα δεδομένα, προκειμένου να μπορεί να αντέξει τις γεωστρατηγικές πιέσεις -τις οποίες ο ίδιος ο Ερντογάν αναμένει να του ασκηθούν.

Για να έρθουμε εντός των συνόρων και να προσγειωθούμε στο lockdown που ζούμε και πάλι, ποιος σας λείπει περισσότερο από τα πρόσωπα που δεν μπορείτε να επισκεφθείτε; Ποιο είναι το πιο «επώδυνο» στοιχείο της καραντίνας για εσάς;

Μου έχει λείψει η μητέρα μου. Και μου έχει λείψει η επαφή των δύο γιαγιάδων. Της μητέρας μου και της πεθεράς μου με τα εγγόνια τους, που είναι κάτι εξαιρετικά πολύτιμο και χρήσιμο και για τα παιδιά. Έχουν να τα δουν εδώ και δύο μήνες.

Και οι δύο φοβούνται βεβαίως, γιατί είναι και κάποιας ηλικίας εκτός των άλλων. Και κατά συνέπεια αυτό έχει δημιουργήσει μία αναστάτωση… Βέβαια η μητέρα μου έχει προσαρμοστεί σε ένα βαθμό και έχει γίνει μία αδίστακτη «ηλεκτρονική» γιαγιά, η οποία με το Facebook και το messenger και τις κάμερες, επιχειρεί σε ένα βαθμό να αναπληρώσει αυτή την επικοινωνία. Αλλά βεβαίως, άλλο πράγμα είναι η φυσική επαφή και άλλο πράγμα αυτό… Τώρα, η καθημερινότητα έχει μεταλλαχθεί, με την έννοια ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα δια ζώσης επαφής πια με τους ψηφοφόρους . Έχουν περιοριστεί οι κοινωνικές επαφές γι’ αυτό και προσπαθώ και εγώ όπως και άλλοι μέσα από διαδικτυακές συζητήσεις να καλύψουμε αυτό το κενό της επικοινωνίας που έχει προκαλέσει η πανδημία. Κι εδώ πραγματικά, τα εργαλεία που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία είναι σημαντικά και πολύτιμα αν τα εκμεταλλευτούμε σωστά.

Το Lockdown πάντως που ήρθε για δεύτερη φορά και τώρα φαίνεται πως θα βρίσκουμε μπροστά μας πιο τακτικά, έχει προκαλέσει σοκ στην οικονομία μας – όπως σε όλες τις χώρες φυσικά. Ωστόσο στην Ελλάδα, προέκυψε ένα έλλειμμα της τάξης των 13,4 δισεκατομμυρίων μέσα σε δέκα μήνες. Πως πιστεύετε ότι μπορεί αυτό να καλυφθεί από την κυβέρνηση;

Το πρόβλημα της δημοσιονομικής επέκτασης αφορά την παγκόσμια οικονομία, δεν είναι μόνο ελληνικό. Και αυτή η Κεϋνσιανική -να πούμε πρωτοφανής στο μέγεθος της- επέκταση, κρίθηκε απαραίτητη, προκειμένου να παραμείνει η οικονομία όρθια, το οποίο είναι και το κρίσιμο και το πιο σημαντικό.

Προς το παρόν, υπάρχει μια μεγάλη επιτυχία της ελληνικής κυβέρνησης, την οποία σε ένα βαθμό δεν καταλαβαίνει απαραίτητα ο μέσος πολίτης, γιατί αφορά  νούμερα και αφηρημένες έννοιες… Προς το παρόν λοιπόν, η ελληνική κυβέρνηση έχει την δυνατότητα να δανείζεται με πάρα πολύ μεγάλη ευκολία και για πρώτη φορά στην ιστορία με αρνητικό επιτόκιο, το οποίο δίνει μία άνεση στους χειρισμούς μας. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό ακόμη και μέσα στην οικονομική θύελλα της πανδημίας.

Αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει -γιατί εμένα δεν μου αρέσουν τα μισόλογα- είναι να ενταθεί και επιταθεί ο μεταρρυθμιστικός μας ρυθμός, αμέσως μετά την όποια επιστροφή στην κανονικότητα, από τα μέσα του 2021, ο οποίος και θα επιτρέψει στην οικονομία να ξαναπιάσει το νήμα της ανάπτυξης και να το επιταχύνει. Διότι κακά τα ψέματα, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι βαθύτατα αναπτυξιακό και γι’ αυτό είναι και «δομικό».

Δεν αφορά μόνο μια καλή διαχείριση σήμερα προκειμένου να μην ξανακυλήσουμε σε μία κρίση χρέους αλλά αφορά το ευρύτερο – το οποίο πάντοτε θέλω να υπογραμμίζω – και για το οποίο, αν θέλετε, βρέθηκα εγώ στη μαχόμενη πολιτική το 2019. Το γεγονός δηλαδή ότι η χώρα μας στην τελευταία 40ετία δεν κατάφερε να συγκλίνει με την αναπτυγμένη Ευρώπη και παρά τα δισεκατομμύρια δανεισμού και επιδοτήσεων, έχει παραμείνει με όρους σύγκλισης – και σε σχέση με το μέσο γερμανικό κατά κεφαλήν εισόδημα – εκεί που ήταν το 1981. Στο 60%. Αυτό είναι μία τεράστια ιστορική αποτυχία που χρεώνεται συνολικά στην Ελλάδα και στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και την οποία πρέπει τώρα να ξεπεράσουμε.

Η Ελλάδα έχει την χειρότερη, συνολικά, οικονομική επίδοση κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης μαζί με την Ιταλία. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που ξεπερνάει την τρέχουσα κομματική αντιπαράθεση και μας βάζει όλους, ηγεσία και λαό, παραγωγούς και καταναλωτές, εργοδότες και εργαζόμενους, νέους και μεγαλύτερους, προ μιας ιστορικής ευκαιρίας και ευθύνης: Να χρησιμοποιήσουμε το Ταμείο Ανόρθωσης και τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία που έρχονται από την Ευρώπη, πραγματικά για να αλλάξουμε την Ελλάδα και να κάνουμε αυτό που δεν κάναμε την προηγούμενη 40ετία.

Και αναφέρομαι συνολικά, γιατί δεν με ενδιαφέρει τώρα η κομματική αντιπαράθεση, να ρίξω την ευθύνη στο ΠΑΣΟΚ το οποίο τετραπλασίασε το δημόσιο χρέος την δεκαετία του ’80… Το πήρε από το 25% και το πήγε στο 100% του ΑΕΠ κοκ… Εμένα με ενδιαφέρει να το δούμε συνολικά..

Σύμφωνα με όσα είχε εξαγγείλει προεκλογικά ο Πρωθυπουργός φαινότανε σα να «ερχόσαστε» με φόρα και τελικά με όσα έχουν συμβεί λόγω πανδημίας, σας «έκοψε» τα πόδια ο κορονοϊός;

Πράγματι, είχαν δημιουργηθεί πολύ θετικές προσδοκίες από τον μεταρρυθμιστικό λόγο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι αν θέλετε και από την απαλλαγή της χώρας από μία κυβέρνηση η οποία σέρνονταν κι έκανε κάποια πράγματα στην οικονομία, πάντοτε καθυστερημένα και πάντοτε υπό πίεση, τα οποία δεν πίστευε και εν τέλει μέσα και από την αμφιθυμία της υπονόμευε.

Γι’ αυτό και είδαμε οι διεθνείς αγορές, οι επενδυτές, οι Έλληνες παραγωγικοί παράγοντες, να υποδέχονται την αλλαγή της κυβέρνησης το 2019 με πολύ μεγάλες προσδοκίες. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, παρά την κρίση της πανδημίας, οι προσδοκίες αυτές  επιβεβαιώθηκαν, διότι είχαμε μια σοβαρότητα στη διακυβέρνηση και αποτελεσματικότητα, η οποία αναγνωρίζεται διεθνώς. Όποιος διαβάζει ξένο Τύπο και ακούει δηλώσεις ξένων ηγετών το ξέρει. Η Ελλάδα εξέπληξε ευχάριστα…

Αυτό είναι μια προίκα πάνω στην οποία πρέπει πραγματικά τώρα να οικοδομήσουμε το ’21. Κι αυτό το περίφημο «ελατήριο» της οικονομίας, το οποίο συμπιέστηκε και αναμένουμε εδώ και χρόνια να «εκτοξευθεί»  – και το ξεχαρβάλωσε βεβαίως ο Αλέξης Τσίπρας το καλοκαίρι του 2015 – νομίζω ότι τώρα είναι η ώρα αυτό το ελατήριο να εκτοξευθεί.

Έχουμε όλες τις δυνατότητες να το καταφέρουμε, με τις σωστές κινήσεις. Ξεκινώντας από τη σωστή διαχείριση της τελευταίας φάσης του πανδημίας, προ του εμβολίου εννοώ… Στη σωστή εκστρατεία, με τον γρήγορο και αποτελεσματικό εμβολιασμό. Διότι ξέρετε το εμβόλιο από μόνο του δεν θα φέρει τη λύση. Ο εμβολιασμός θα φέρει τη λύση και είναι άλλο πράγμα το εμβόλιο και άλλο ο εμβολιασμός. Ο εμβολιασμός απαιτεί πολιτικές και απαιτεί κι έναν ορθό λόγο και το λέω αυτό και λίγο προκαταρκτικά γιατί βλέπω διάφορα τρελά να λέγονται και να αποκτούν έρεισμα σε ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Άρα να κλείσουμε καλά αυτό το κεφάλαιο και να προχωρήσουμε γρήγορα μετά το ’21. Και με την ευρωπαϊκή βοήθεια και με την ανάπτυξη της τουριστικής αγοράς και ούτω καθεξής, στις μεγάλες τομές που χρειάζεται η οικονομία μας για να αναπνεύσει και να τρέξει μπροστά.

Θέλω να επιμείνω στις επιπτώσεις του κορονοϊού στα σχέδιά σας. Συμφωνείτε ότι δεν έχετε καταφέρει να αναπτύξετε την στρατηγική σας; Σας πέρασε «χειροπέδες» η πανδημία;

Αναμφισβήτητα ο κορωνοϊός, η οικονομική κρίση που προκάλεσε αλλά και η γεωστρατηγική ένταση με την Τουρκία, αποτελούν μία τριπλή κρίση, η οποία επηρεάζει σχεδιασμό και πορεία, δεν υπάρχει αμφιβολία. Όπως απάντησε και ο Μακ Μίλαν, όταν τον ρώτησαν «τι φοβάται περισσότερο» και είπε «τα γεγονότα», τα γεγονότα και η πραγματικότητα έχουν πάντοτε μια μεγάλη δυνατότητα να εκπλήσσουν και να αιφνιδιάζουν… Νομίζω ότι σε γενικές γραμμές παρά την όποια κριτική τώρα ασκείται για την αντιμετώπιση του δεύτερου κύματος, η Ελλάδα τα έχει πάει πολύ καλά – και πάντως καλύτερα από άλλους – και έχει εμπεδώσει αυτή η κυβέρνηση μία αξιοπιστία η οποία είναι πολύτιμη για το επόμενο βήμα…

Κλείνοντας αυτή την συνέντευξη, με δεδομένο ότι έχουν αποδοθεί ευθύνες για την σφοδρότητα του δεύτερου κύματος της πανδημίας σε μέρος της νεολαίας, τι συμβουλή θα δίνατε στους νέους;

Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η κοινωνία μας είναι ένας διαγενεακός πόλεμος. Άλλωστε είμαι από αυτούς που έχω πει πολλές φορές ότι στη χώρα μας υπάρχει τεράστια διαγενεακη αδικία σε βάρος των νέων… Για τους οποίους, ως κοινωνία συνολικά, κάνουμε πολύ λίγα. Αν δείτε την σύσταση των κοινωνικών δαπανών στην χώρα μας και ποιοι κυρίως επωφελούνται από αυτές… 

Ωστόσο θα τους έλεγα, υπομονή και υπευθυνότητα. Δεν χάθηκε και ο κόσμος αν για έναν – δύο μήνες στριμωχτούμε. Άλλωστε, μπορεί οι ίδιοι να είναι λιγότερο ευάλωτοι υγειονομικά σε σχέση με τις μεγαλύτερες ηλικίες αλλά σίγουρα είναι πολύ περισσότερο ευάλωτοι οικονομικά, σε σχέση με τους μεγαλύτερους, από τις επιπτώσεις της πανδημίας. 

Διότι δεν έχουν ούτε τα περιουσιακά στοιχεία, ούτε την ασφάλεια μίας σύνταξης, καθώς τώρα ξεκινούν τη ζωή τους. Και κατά συνέπεια είναι πολύ κρίσιμο, η χώρα να μην οπισθοδρομήσει και οικονομικά εξαιτίας μιας περαιτέρω έξαρσης της πανδημίας. Ο αγώνας λοιπόν που δίνουμε, είναι για όλη την κοινωνία και για αυτούς επιπλέον…