2.4.2019
Η απώλεια της δημαρχίας της Κωνσταντινούπολης από το κυβερνών κόμμα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί την πρώτη του εκλογική ήττα στα 17 χρόνια της πολιτικής του κυριαρχίας στην Τουρκία.
Όπως κι αν το δει κανείς, η απώλεια στους δήμους των μεγάλων τουρκικών πόλεων είναι μια αποδοκιμασία. Άλλωστε, η ίδια η εκτόξευση του Ερντογάν στο τουρκικό πολιτικό στερέωμα ξεκίνησε από τη νίκη του για τη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης το 1994.
Στη μάχη της περασμένης Κυριακής είχε ρίξει ένα βαρύ όνομα του κυβερνώντος κόμματος, τον τελευταίο πρωθυπουργό της Τουρκικής Δημοκρατίας, τον Μπιναλί Γιλντιρίμ. Ο ίδιος ο Ερντογάν συμμετείχε δυναμικά στην προεκλογική εκστρατεία, με εκατοντάδες ομιλίες σε όλη την Τουρκία αλλά και μια στρατηγική πόλωσης και ρήξης, που έφθασε μέχρι την υπόσχεση μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Ωστόσο, οι πληγές της οικονομικής κρίσης και της εκρηκτικής ανόδου των τιμών των τροφίμων τραυμάτισαν το γόητρο του Ερντογάν και της διακυβέρνησής του. Τώρα οφείλει να επικεντρωθεί στην ανάταξη της οικονομίας με όλα τα σκληρά μέτρα που πρέπει να παρθούν. Η τουρκική οικονομία έχει μεγάλες δυνατότητες και δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν. Η άνοδος των εξαγωγών αποδεικνύει τον δυναμισμό της. Ωστόσο, θα χρειαστεί η λήψη ορθόδοξων, περιοριστικών μέτρων που θα επιτείνουν την ύφεση βραχυπρόθεσμα.
Μακροπρόθεσμα, οι πολιτικές συνέπειες των εκλογών της περασμένης Κυριακής δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμες. Ένας αυταρχικός ηγέτης πάντα δυσκολεύεται να αποδειχτεί την ήττα. Συχνά την εκλαμβάνει ως πλήγμα στην «τιμή και την υπόληψή» του. Σε ένα ακραία πολωμένο πολιτικό περιβάλλον, όπως αυτό της σημερινής Τουρκίας, η παραμικρή ένδειξη αδυναμίας μπορεί να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά.
Κάποιοι έχουν σπεύσει να μιλήσουν για την μετά-Ερντογάν εποχή, μετά τις επόμενες εκλογές το 2023. Ο νικητής των εκλογών στην Κωνσταντινούπολη, Εκρέμ Ιμάμογλου, προβάλλεται ως ο πιθανός χαρισματικός διάδοχος του Ερντογάν. Με δεδομένη, ωστόσο, την αδυναμία της τουρκικής αντιπολίτευσης, το πιθανότερο είναι η επόμενη μέρα να προέλθει από το εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος, με τη διάσπασή του σε δυο φράξιες, τους μετριοπαθείς του Αμπτουλάχ Γκιουλ, και τους προεδρικούς του Ερντογάν.
Το βέβαιο είναι ότι κάνεις στην Τουρκία δεν ασχολείται με την Κατερίνα Νοτοπούλου και τις εκλογές εδώ. Η Τουρκία είναι πολύ πιο σημαντική για την Ελλάδα από ότι η Ελλάδα για την Τουρκία. Επιπλέον, υπάρχει μια ελληνική υπερβολή στην κάλυψη των τουρκικών εξελίξεων. Οι εκλογές στην Τουρκία ήταν δημοτικές και όχι εθνικές. Σημαντικές αλλά όχι καθοριστικές.