Η τουρκική απειλή έγινε πρόσφατα απειλητικότερη.
Η προσπάθεια να ενσωματωθεί το Βαρώσι στα κατεχόμενα, αποδεικνύει την
πρόθεση της Τουρκίας να καταστήσει το απαράδεκτο καθεστώς στην Κύπρο ακόμα
χειρότερο. Μάλιστα, η πρότασή της για δυο κράτη εκεί, επιτείνει τη διχοτόμηση, που
βάναυσα επέβαλε το 1974, και υπονομεύει κάθε προοπτική για λύση του Κυπριακού.
Ταυτόχρονα, η επιστολή του Μόνιμου Αντιπροσώπου της στα Ηνωμένα Έθνη προς
τον ΓΓ του ΟΗΕ θέτει ευθέως και χωρίς περιστροφές ζήτημα Λωζάνης. Η Τουρκία
αμφισβητεί τη Συνθήκη της Λωζάνης όχι μόνο στα ανατολικά αλλά και στα δυτικά
της. Προχωρά δε στον ανήκουστο ισχυρισμό ότι η ελληνική κυριαρχία στα νησιά του
Ανατολικού Αιγαίου, και τα απορρέοντα από αυτήν κυριαρχικά δικαιώματα πέριξ
αυτών, τελούν υπό τη διαλυτική αίρεση της μη στρατικοποίησής τους.
Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια σαφή αναβάθμιση της τουρκικής επιθετικότητας
και απειλής. Η Τουρκία μπορεί να παραμένει προσηλωμένη, προσχηματικά και
προσωρινά, στην «επίθεση γοητείας» προς τη Δύση, και, κυρίως, τις ΗΠΑ αλλά
επιμένει στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και στην προσπάθεια μονοπώλησης και
πλήρους επικυριαρχίας της Ανατολικής Μεσογείου.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, αξίζει να επαναξιολογηθεί η θέση και ο ρόλος της
Ελλάδας στους αμερικανικούς και, ευρύτερους, δυτικούς σχεδιασμούς στην περιοχή.
Πολλοί θεωρούν ότι η Τουρκία παραμένει πολύτιμη και πως κανείς στη Δύση δεν
θέλει να τη χάσει. Αυτό είναι εν μέρει αλήθεια αλλά με μια ενδιαφέρουσα και
πολύτιμη προσαρμογή.
Η Τουρκία δεν είναι πια το μοντέλο δημοκρατίας για τον μουσουλμανικό κόσμο,
όπως κάποτε διαφημίζονταν. Ούτε ο Ερντογάν είναι ο μεταρρυθμιστής ηγέτης που
θα εκσυγχρόνιζε την Τουρκία. Είναι προφανές ότι η Τουρκία έχει στραφεί σε πορεία
αυτονόμησης από τη Δύση, κάτι που έχει να κάνει τόσο με σημαντικές δομικές
αλλαγές που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια διεθνώς όσο και με
συγκεκριμένες προσωπικές επιλογές του εθνο- και ισλαμο-λαϊκιστή Ερντογάν. Εν
ολίγοις, η κεμαλική περίοδος, 1923-2001, μετατρέπεται, σιγά-σιγά, σε μια
παρένθεση. Και η Τουρκία επιστρέφει, μαζί με την υπόλοιπη Ασία, στην
αντιπαράθεσή της με τη Δύση.
Παρόλα αυτά, η Τουρκία συνεχίζει να αποτελεί έναν χρήσιμο «προφυλακτήρα» για
τις ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας, της Κίνας, του ριζοσπαστικού Ισλάμ κ.ο.κ. Όμως, έχει
χάσει την αξιοπιστία της. Γι’ αυτό, οι ΗΠΑ και η Δύση χρειάζονται έναν άλλον
«προφυλακτήρα» έναντι της τουρκικής προβληματικότητας. Κι αυτός δεν μπορεί να
είναι άλλος από την Ελλάδα. Χάρη στην αναξιοπιστία της Τουρκίας, η γεωστρατηγική
σημασία της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον αναβαθμίζεται. Η Ελλάδα καθίσταται το
ισχυρό ανάχωμα σε μια πιθανή περαιτέρω οπισθοχώρηση της Τουρκίας προς την
Ασία. Κι αυτό δημιουργεί μεγάλες ευκαιρίες αλλά και κινδύνους για την ελληνική
εξωτερική πολιτική.
Ποτέ άλλοτε το κλίμα για την Ελλάδα δεν ήταν τόσο θετικό στην άλλη πλευρά του
Ατλαντικού. Η αναβαθμισμένη διεθνής θέση της μαζί με τη δραστηριοποίηση του
ελληνοαμερικανικού λόμπι έχουν καταστήσει την Ελληνίδα πρέσβη στις ΗΠΑ
περιζήτητη και ανάμεσα στους δέκα πιο ακριβοθώρητους ξένους διπλωμάτες στην
αμερικανική πρωτεύουσα. Η επιρροή του Γερουσιαστή Μπομπ Μενέντεζ, του
δεύτερου πιο σημαντικού Αμερικανού, μετά τον Πρόεδρο, στις εξωτερικές υποθέσεις
της υπερδύναμης, χάρη στην προεδρία της πανίσχυρης Επιτροπής Εξωτερικών
Υποθέσεων, έχει αποδειχτεί καταλυτική υπέρ της ελληνικής υπόθεσης.
Χρέος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι να αξιοποιήσει τις διευρυμένες
δυνατότητες που ο Μενέντεζ και οι άλλοι φίλοι της Ελλάδας μας δίνουν. Το κλειδί
είναι να μην λύσουμε το πρόβλημα «Τουρκία» εμείς γι’ αυτούς αλλά εκείνοι να μας
βοηθήσουν να λύσουμε το πρόβλημα «Τουρκία» για ‘μας. Με άλλα λόγια, πρέπει
περισσότερο εκείνοι να είναι χρήσιμοι σε εμάς και λιγότερο εμείς σε αυτούς…