Χθες, η Βουλή των Ελλήνων εγκαινίασε τις εορταστικές εκδηλώσεις για τα 40χρονα της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η επέτειος συμπίπτει με τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Τα δυο γεγονότα συνδέονται. Η Επανάσταση προσανατόλισε το ελληνικό έθνος προς τη Δύση, πολιτικά και γεωστρατηγικά. Η ένταξη επισφράγισε μια πορεία που είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Η Ελλάδα είναι χώρα ευρωπαϊκή, όχι μόνο χάρη της δόξας της κλασικής αρχαιότητας, αλλά και γιατί από την πρώτη στιγμή της συγκρότησής της σε σύγχρονο κράτος θεμελιώθηκε και εκπροσώπησε τις ευρωπαϊκές αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αυτοδιάθεσης, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνικής προόδου. Η σημερινή Ελλάδα παραμένει ο προμαχώνας αυτών των αξιών σε μια δύσκολη περιοχή και σε μια δύσκολη εποχή.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η ένταξη του 1981 αποτέλεσε την αποθέωση της δύναμης της πολιτικής και του τι μπορεί να πετύχει προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος όταν χαρακτηρίζεται από όραμα, αποφασιστικότητα, επιμονή, γνώση και αποτελεσματικότητα. Η ένταξη, και μάλιστα πέντε χρόνια πριν την Ισπανία και την Πορτογαλία, υπήρξε ένας μοναδικός διπλωματικός άθλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που την είχε δρομολογήσει ήδη από το 1957, λίγους μήνες μετά την υπογραφή της ιδρυτικής συνθήκης της Ρώμης. Ο Καραμανλής κατάφερε να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό.
Μπορεί κανείς να ασκήσει σκληρή κριτική στις δυσλειτουργίες της Ε.Ε. σήμερα. Όμως, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα για τα μικρότερα κράτη-μέλη αν δεν υπήρχε η Ε.Ε. Για την Ελλάδα η Ε.Ε. πολλαπλασιάζει την εθνική της ισχύ και δυναμώνει τη φωνή της διεθνώς. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να αναστοχαστούμε για την πορεία μας μέσα στην Ε.Ε. Τα 40 χρόνια από το 1981 πετύχαμε πολλά. Όμως, οφείλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να ομολογήσουμε ότι η Ελλάδα είχε τη χειρότερη οικονομική επίδοση από οποιοδήποτε άλλο κράτος που συμμετείχε στην Ε.Ε. Από το 1981 μέχρι σήμερα αποτύχαμε να συγκλίνουμε οικονομικά με την αναπτυγμένη βόρεια Ευρώπη και είμαστε στο ίδιο σημείο, ως ποσοστό του κατά κεφαλή γερμανικού εισοδήματος, όπως τότε. Πρέπει, με άλλα λόγια, να συνειδητοποιήσουμε ότι η Ευρώπη από μόνη της δεν θα λύσει το αναπτυξιακό μας πρόβλημα και, επιπλέον, να συμφωνήσουμε τι πήγε λάθος και τι πρέπει να κάνουμε στο εξής, ώστε 40 χρόνια μετά να μην είμαστε κολλημένοι στο ίδιο σημείο.