Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είμαστε εδώ ακριβώς για να εξηγήσουμε με όλες τις πληροφορίες και με όλες λεπτομέρειες αυτή τη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης που εντάσσεται στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, στο οποίο εμείς είμαστε το επισπεύδον Υπουργείο.
Το μεταναστευτικό, ξέρετε, σε όλη την Ευρώπη, προκαλεί έντονα αισθήματα και συχνά πολλές παρεξηγήσεις. Εδώ είμαστε για να τις λύσουμε όλες. Χαίρομαι πραγματικά που φαίνεται να δημιουργείται μια ευρύτερη συναίνεση γύρω από την πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, αλλά εδώ είμαστε να πείσουμε και τους τελευταίους που χρειάζεται να πείσουμε. Διότι, πιστεύουμε ότι η δημόσια πολιτική πρέπει να πατάει στην πραγματικότητα, πρέπει να πατάει σε στοιχεία και όχι σε φαντάσματα ή ιδεοληψίες ή εύκολα λόγια. Και αυτό, νομίζω, υπηρετεί η συγκεκριμένη τροπολογία.
Ακούγοντας κάποιους από την αντιπολίτευση, είχα την αίσθηση ότι μιλούν για μια άλλη τροπολογία, για κάτι άλλο που δεν έχει σχέση και που είτε δεν θέλουν να διαβάσουν την τροπολογία, είτε δεν ξέρουν να διαβάζουν, είτε, εν πάση περιπτώσει, επιμένουν σε πράγματα που δεν υπάρχουν στην τροπολογία. Βάζουν ενστάσεις τις οποίες η τροπολογία τις απαντά εκ των προτέρων, όπως εξήγησα και στην επιτροπή την Παρασκευή και στην ομιλία μου στον Προϋπολογισμό το Σάββατο και είμαι εδώ για να το κάνω όσο πιο αναλυτικά γίνεται.
Τι κάνει και τι δεν κάνει η τροπολογία. Κυρίες και κύριοι είναι μια περιορισμένη πρωτοβουλία, καλά σχεδιασμένη, πολύ προσεκτικά μελετημένη, την οποία πραγματικά εξαντλήσαμε όλο το προηγούμενο διάστημα στο σχεδιασμό, προκειμένου να μην αφήνουμε κανένα περιθώριο παρεξήγησης, η οποία αφορά εν δυνάμει περί τους 30.000 δικαιούχους. Δεν επιλύει το πρόβλημα της έλλειψης εργατικών χεριών, αλλά είναι ένα πρώτο θετικό βήμα στην κατεύθυνση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής που έχουμε στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου για το ζήτημα αυτό.
Είναι στρατηγική, η οποία περνάει μέσα από την επικύρωση νέων διμερών συμβάσεων εργασιακής κινητικότητας με χώρες, όπως η Μολδαβία, η Γεωργία, η Ινδία και άλλες, σε συνεργασία με το Υπουργείο Εξωτερικών, αλλά και μέσα από την αναβάθμιση του διοικητικού μηχανισμού της νόμιμης μετανάστευσης, ο οποίος πάσχει. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Όποιος έχει συνεργασθεί με τις αποκεντρωμένες, όποιος έχει λίγο ασχοληθεί με το ζήτημα, ξέρει τις μεγάλες καθυστερήσεις και δυσλειτουργίες του όλου μηχανισμού.
Και εδώ υπάρχει ένα παράδοξο, κύριοι συνάδελφοι. Στη χώρα μας καταφέραμε να αποκτήσουμε έναν πολύ αποτελεσματικό μηχανισμό ασύλου -το δεύτερο συνθετικό του ονόματος του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου- στο άσυλο που έχει να κάνει κυρίως με παράνομες αφίξεις. Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι πολύ καλύτερη. Μπορούμε πολύ γρήγορα και επεξεργαζόμαστε τα αιτήματα ασύλου. Έχουμε ένα από τα καλύτερα συστήματα, πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά, πιο αξιόπιστα στην Ευρώπη και έχουμε πάρει τα εύσημα γι’ αυτά, ξεκινώντας από το μηδέν το 2012. Δεν υπήρχε στην Ελλάδα σύστημα ασύλου και το χτίσαμε από το μηδέν και το χτίσαμε πάρα πολύ καλά.
Η δική μας δουλειά τώρα είναι αυτή την επιτυχία να την να αντιγράψουμε και στο σύστημα της νόμιμης μετανάστευσης, δηλαδή στο σύστημα της αδειοδότησης για νόμιμη εργασία στην πατρίδα μας, σύμφωνα με τις αυξημένες και ολοένα πιο πιεστικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, η οποία αναπτύσσεται. Έχει πέσει η ανεργία. Προφανώς, πρέπει να κάνουμε κι άλλα για τους Έλληνες. Εδώ είμαστε κατ’ εξοχήν για τους Έλληνες να βρουν δουλειά. Η ανεργία στο μονοψήφιο, να πέσει και άλλο. Ομάδες πληθυσμού που δεν συμμετέχουν όπως άλλου στην αγορά εργασίας -όπως οι νέοι και οι γυναίκες- να αυξήσουν την απασχολισιμότητά τους, να αυξήσουν τη συμμετοχή τους στην εργασία, να φέρουμε πίσω τους Έλληνες που φύγανε τα προηγούμενα χρόνια -ιδίως την τελευταία δεκαετία και δεν έχουν ακόμα ριζώσει στις ξένες κοινωνίες και μπορούν πιο εύκολα να γυρίσουν- να αυξήσουμε την παραγωγικότητα των εργαζομένων μας, αλλά να πούμε και την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Να του πούμε ότι υπάρχουν επαγγέλματα τα οποία δεν πρόκειται ποτέ να κάνουν οι Έλληνες -όπως δεν τα κάνουν οι Ισπανοί και οι Ιταλοί- και εκεί χρειαζόμαστε ένα προσωπικό. Ευρύτερα οι κοινωνίες που πετυχαίνουν -να το πούμε ευθαρσώς- είναι οι κοινωνίες που μπορούν και προσελκύουν ταλέντα. Η ελληνική κοινωνία -δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό, αλλά από αρχαιοτάτων χρόνων, το ξέρουμε πάρα πολύ καλά- του 21ου αιώνα για να πετύχει, πρέπει να μπορεί να προσελκύει -όπως το κάνουμε οι Γερμανοί, όπως το κάνουν οι Γάλλοι, όπως το κάνουν οι Αμερικάνοι- ταλέντα και στην υψηλή ειδίκευση. Είναι πράγματα που μας απασχολούν και θα δείτε ότι θα ξεδιπλωθούν μια σειρά από πρωτοβουλίες το αμέσως επόμενο διάστημα.
Αποτελεί η ρύθμιση αυτή -το δικαίωμα που δίνουμε σε μη νόμιμα διαμένοντες στην Ελλάδα από τρία χρόνια και πάνω στη νόμιμη εργασία- αλλαγή πολιτικής; Σε καμία περίπτωση. Όπως εξήγησα και στις Προγραμματικές Δηλώσεις της Κυβέρνησης τον περασμένο Ιούνιο, η πολιτική μας πατάει σε δύο σταθερούς πυλώνες και ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Ο ένας πυλώνας για να λειτουργήσει χρειάζεται τον άλλον. Είμαστε ενάντια στο παράνομο και υπέρ του νόμιμου. Κάνουμε τα πάντα ενάντια στην παράνομη διακίνηση μεταναστών, αλλά ταυτόχρονα θέλουμε να διευκολύνουμε τις νόμιμες οδούς μετανάστευσης, λελογισμένα, με όρους και κανόνες σύμφωνα με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Αυτό κάνουμε με αυτή την πρωτοβουλία.
Δεν μπορούμε να έχουμε το νόμιμο, αν δεν εξασφαλίσουμε στην ελληνική κοινωνία το αίσθημα ασφάλειας για να αποδεχθεί τη νόμιμη μετανάστευση. Εκεί, πράγματι, έχουμε μια δυσκολία. Διότι, έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα φάντασμα, έναν εφιάλτη που είναι το χάος που παραλάβαμε το 2019 και την τραγική εμπειρία της περιόδου 2015-2019. Πράγματι, οι Έλληνες είναι καχύποπτοι και πράγματι οι Έλληνες δικαιούνται να ρωτούν και να είναι επιφυλακτικοί στις πρωτοβουλίες μας. Διότι, πραγματικά αυτό που ζήσαμε το 2015-2016-2017, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να το ξαναζήσουμε και δεν το ξαναζούμε.
Η πολιτική έχει αλλάξει, αλλά ταυτόχρονα αυτά τα δύο -νόμιμο και πάταξη του παράνομου- λειτουργούν και αμφίδρομα. Χρειαζόμαστε την πάταξη του παράνομου για να φέρουμε το νόμιμο, αλλά χρειαζόμαστε και το νόμιμο ως μέρος της πάταξης του παράνομου. Χρειαζόμαστε, δηλαδή, να πούμε ότι δεν υπάρχουν οι νόμιμοι οδοί και δεν πρέπει, δεν χρειάζεται, να πάτε στις παράνομες οδούς και στους διακινητές. Τα δύο αλληλοσυμπληρώνονται και τα δύο είναι μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής. Όχι μόνο δεν αλλάζουμε πολιτική, αλλά αυτή είναι η πολιτική μας. Η πολιτική η άτεγκτη στην προστασία των συνόρων.
Έχουμε δεχθεί σφοδρότατη κριτική και εδώ και κυρίως στο εξωτερικό από διάφορους, θα το πω πάρα πολύ κομψά, αφελείς οι οποίοι θεωρούν ότι η οποιαδήποτε προστασία των συνόρων αντίκειται στα ανθρώπινα δικαιώματα. Εγώ προσωπικά παρέλαβα μια δύσκολη κατάσταση στα τέλη Ιουνίου, μετά την Πύλο, στην προσπάθεια κάποιων να εργαλειοποιήσουν την τραγωδία και να κατηγορήσουν συλλήβδην την Ελλάδα, τη FRONTEX και την Ευρώπη για το στοιχειώδες που είναι η φύλαξη των συνόρων. Και καταφέραμε να απομονώσουμε τους αφελείς και να πείσουμε πια τους Ευρωπαίους, όπως το θέλει και η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων ψηφοφόρων, ότι η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων είναι αυτονόητη. Και όχι μόνο η φύλαξη, αλλά και οι επιστροφές των επιστρεπτέων.
Και εδώ θα κάνω μια παρένθεση. Όπως κι αν τους πείτε, είτε τους λαθρομετανάστες είτε τους πείτε παράτυπους μετανάστες είτε τους πείτε παράνομους μετανάστες είτε τους πείτε όπως θέλετε, το βέβαιο είναι ότι αυτοί που δεν δικαιούνται να είναι εδώ, διότι δεν έχουν πάρει άσυλο, είναι επιστρεπτέοι. Όμως, όσο αιτούνται ασύλου, είναι ταυτόχρονα φιλοξενούμενοι της ελληνικής πολιτείας, σύμφωνα με τον διεθνή και τον εθνικό και τον ευρωπαϊκό νόμο και τις υποχρεώσεις τις οποίες έχουμε υπογράψει. Ο λαθρομετανάστης, όπως λένε κάποιοι, που έρχεται στην Ελλάδασυλλαμβάνεται, κρατείται, είναι προς απέλαση, αλλά με το που θα αιτηθεί ασύλου, γίνεται φιλοξενούμενος της ελληνικής πολιτείας. Σιτίζεται, φιλοξενείται, του παρέχονται υγεία και μια σειρά από άλλες υπηρεσίες με ευθύνη της ελληνικής πολιτείας, η οποία ελέγχεται. Γι’ αυτό δεν φυλακίζεται, κυκλοφορεί ελεύθερος μετά την ταυτοποίησή του και την καταγραφή του, η οποία δεν μπορεί να κρατήσει πάνω από είκοσι πέντε μέρες. Αυτά είναι εκείνα τα οποία πρέπει διαρκώς να εξηγούμε σε κάποιους οι οποίοι θέλουν να σπεκουλάρουν πάνω στο πρόβλημα.
Όμως, όπως κι αν τον πείτε -και δεν θέλω τώρα να μπω σε μια άνευ αξίας μεσαιωνική θεολογική συζήτηση για το τι είναι, όπως κάποιοι στον μεσαίωνα προσπαθούσαν να αναλύσουν υπερβατικές έννοιες- είναι επιστρεπτέος αυτός που είναι εδώ χωρίς άσυλο και έχει έρθει παράνομα.
Η ρύθμιση δεν είναι νομιμοποίηση. Είναι λάθος η έννοια της νομιμοποίησης, διότι δεν δίνει δικαίωμα ούτε καν οικογενειακής επανένωσης, δεν δίνει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, δεν δίνει δικαίωμα ιθαγένειας, όπως κάνουν αλλού, όπως για παράδειγμα στη Γερμανία. Δίνει απλώς ένα δικαίωμα στη νόμιμη εργασία σε ανθρώπους που είναι εδώ για πολλά χρόνια και έχουν και μπορούν να δουλέψουν και για όσο δουλεύουν.
Αυτό δεν είναι κάτι πρωτοφανές για την Ελλάδα. Στην Ελλάδα έχουμε πάγιο μηχανισμό με τον οποίο δίνουμε χαρτιά ήδη από το 2014 και παλαιότερα σε ανθρώπους οι οποίοι βρίσκονται εδώ μη νόμιμα. Δεν πρωτοτυπούμε σε σχέση με την Ευρώπη. Αντιθέτως, ακολουθούμε με πολύ επιφυλακτικότητα την Ευρώπη και κυρίως την Ιταλία, προς την οποία το τελευταίο διάστημα έχουμε μεγάλη διαρροή εργατικού δυναμικού, γιατί εκεί είναι πολύ πιο εύκολο να πάρουν χαρτιά. Και δεν είναι «μαγνήτης», γιατί δεν αφορά νεοεισερχόμενους, ούτε καν ανθρώπους που ήρθαν το 2022 ή το 2023. Αφορά παλαιότερες αφίξεις και κυρίως όχι παράνομες αφίξεις. Θέλω να το ξεκαθαρίσω και να το καταλάβετε. Και το λένε τα στοιχεία, ό,τι κι αν προσπαθεί να πει το ένα άκρο του πολιτικού φάσματος.
Η συντριπτική πλειοψηφία όσων έρχονται παράνομα στη χώρα μας φεύγουν από την Ελλάδα, είτε ως πρόσφυγες είτε ως παράτυποι, παράνομοι μετανάστες, λαθρομετανάστες -πείτε ό,τι θέλετε, δεν θα μπω σε αυτή την κουβέντα- και καταλήγουν στον πλούσιο ευρωπαϊκό Βορρά, στη Γερμανία. Και ναι, υπάρχει «μαγνήτης», για τον οποίο κάτι πρέπει να κάνουμε, κάτι που έθεσε και ο Πρωθυπουργός στο πρόσφατο ταξίδι του στο Βερολίνο. Ο «μαγνήτης» δεν είναι η Ελλάδα. Είναι η Γερμανία και ο Βορράς. Για εκεί κατευθύνονται και η Ελλάδα παραμένει χώρα διέλευσης και όχι τελικού προορισμού. Οι περισσότεροι εξ αυτών που θα κάνουν χρήση της διάταξης είναι άνθρωποι που ήρθαν νόμιμα στην Ελλάδα, δούλεψαν νόμιμα στην Ελλάδα και για κάποιον λόγο δεν ανανέωσαν τις άδειες διαμονής τους στην Ελλάδα, όπως είναι οι Αλβανοί, οι Γεωργιανοί, οι οικιακές βοηθοί από τις Φιλιππίνες ή από αλλού και τώρα τους δίνουμε τη δυνατότητα να φύγουν από το καθεστώς ανομίας, να φύγουν από την αδήλωτη «μαύρη» εργασία και το «ακατάγραφο» και το «αταυτοποίητο», να φέρουμε έσοδα στο δημόσιο και στα ασφαλιστικά ταμεία και να καταπολεμήσουμε τον αθέμιτο ανταγωνισμό που προκαλεί η «μαύρη» εργασία. Φανταστείτε ότι ένας εργοδότης που χρησιμοποιεί «μαύρη» εργασία έχει ένα αβαντάζ στο μισθολογικό του κόστος πάνω από 40% σε σχέση με τον άλλον ο οποίος χρησιμοποιεί μόνο νόμιμους. Έτσι δεν είναι; Και άρα,θα πρέπει να προχωρήσουμε και για μια σειρά από λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης.
Με αυτή τη μεταρρύθμιση, με αυτή τη ρύθμιση, με αυτήν την πρωτοβουλία αποδεικνύουμε ότι ακολουθούμε τη μέση οδό, την οδό της λογικής ανάμεσα στα άκρα, την οδό που φέρνει αποτέλεσμα. Και σ’ αυτό η Νέα Δημοκρατία έχει, αν θέλετε, και μια ευρύτερη ευθύνη ως η μεγαλύτερη παράταξη της ευρωπαϊκής Κεντροδεξιάς. Τώρα που το ζήτημα αυτό «καίει» την Ευρώπη στον δρόμο προς τις ευρωεκλογές να δείξουμε σε όλους και στους υπόλοιπους Ευρωπαίους ότι εδώ στην Ελλάδα μπορούμε και τα σύνορα να φυλάξουμε και να είμαστε πολύ αυστηροί απέναντι στο παράνομο, αλλά ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσουμε τη λελογισμένη νόμιμη μετανάστευση προς όφελός μας, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις προτεραιότητές μας.
Σας ευχαριστώ πολύ.